Συντάκτης: Τρύφων Σεραφειμίδης
Μονοπάτι με σκληρό χώμα, στα δεξιά σου το δάσος, αναβλύζει ένα όμορφο ψύχος. Ο ορίζοντας στο βάθος του οροπεδίου, ροδίζει. Ακούς τα βήματα σου, περπατώντας για ώρες, χωρίς άλλο ίχνος ανθρώπου γύρω σου. Θεωρείς ότι όλο το σκηνικό τριγύρω, περιγράφει γλαφυρά τον ήχο, που βγαίνει από τον δίσκο. Είναι γεγονός, ότι όλα τα album των Green Carnation, ήταν βιωματικά. Ήθελε να σκύψεις πολύ πάνω από το υλικό τους, για να βρεις το μονοπάτι, που βγάζει στο δάσος. Μια φθινοπωρινή μέρα, περπατώντας στις επαρχίες της νότιας Νορβηγίας, είναι ότι σου προσφέρουν οι παραπάνω μουσικοί.
Έχουμε ένα υλικό, συνθέσεις μετά από σχεδόν 14 χρόνια, που δεν σε αφήνουν να αποσπάσεις την προσοχή σου. Θα μπορούσε κανείς να πει, ότι ακούγοντας τον δίσκο, διαβάζω, μαγειρεύω, είμαι στον ίδιο χώρο ας πούμε. Χάνει τα ¾ του δίσκου. Απορροφώντας κάθε λεπτό στην ακρόασή του, εικόνες αμέτρητες περνάνε μπροστά από τα μάτια σου. Θα βρεις στιγμές, που δε,ν θα τις συνειδητοποιήσεις ότι τις άκουσες. Θα λες: ‘’Δε μπορεί…’’ Ο δίσκος, με συντρόφευσε αρκετές μέρες, πολλές ώρες της ημέρας. Χωρίς δυσκολία, χωρίς δισταγμό θα δηλώσω ότι θα τον θυμάμαι για πολλά χρόνια. Μελωδίες, όχι εύκολες, ούτε ‘’πιασάρικες’’. Είναι σωστές, λεπτομερείς και καθ’ όλα λυτρωτικές. Ρυθμικά μέρη, στρώσιμο αόρατου χαλιού από χώμα, λουλούδια και λάσπες, για να περάσει πάνω του η φωνή. Αυτή που πονάει, στο δηλώνει, εξομολογείται για δύσκολες σκέψεις, εικόνες από εφιάλτη χωρίς ύπνο….
Ο δίσκος αρχίζει με το ομώνυμο, ‘’Leaves Οf Yesteryear’’ και η αισθητική του σε τοποθετεί στο σημείο, που εκείνο θέλει. Ψίθυροι, μετρημένες λέξεις και μια αδιόρατη αναμονή. Η εξιλέωση έρχεται αμέσως μετά, με στακάτο ρυθμικό, με φωνή πειστική και μελωδικό chorus. Θα τολμήσω να δηλώσω ότι μου θύμισε έντονα, στιγμές από το “Viva Emptiness” των Katatonia. Δε φείδεται ενεργείας, το μονότονο riff, τυλίγεται από τα άραχνα keyboards, συνδράμοντας στο μυστήριο. Με την πρώτη ακρόαση, λαμβάνεις την αίσθηση του ωραίου, όπως τη μεταφράζουν οι Green Carnation, τα βράχια στο Oslofjord και οι μαυρομεταλλικές μνήμες του γκρουπ.
Στο δεύτερο κομμάτι, ‘’Sentinels’’ αλλάζουμε σελίδα με πιο έντονους ρυθμούς αυτή τη φορά. Επιθετικά riff, έντονη παρουσία του rhythm section, με ωμότητα και ευθύτητα. Οι στίχοι, ως απαγγελία, χτίζουν ένα σκηνικό αρχαίας τραγωδίας, χαμένης ελπίδας και ενός δύσμορφου τοπίου. Κουβαλάει, όλη την προίκα της νορβηγικής σκηνής, από Arcturus με τον Sverd να χαμογελάει πίσω από τη σκηνή, τις ατμόσφαιρες των Madder Mortem και τη δύναμη των Emperor. Ιδιαίτερο κομμάτι, σχεδόν ασταμάτητο σε εναλλαγές, προοπτικές και στιχομυθία. Δηλώνει αμεσότητα, εμπνέει οίκτο και εξιλέωση. Θα μπορούσε να περιγράφει ώρες ολόκληρες ένα μουσικό σύγγραμμά για τη νορβηγική avant-garde σκηνή.
Στο ‘’My Dark Reflections Οf Life Αnd Death’’, ερχόμαστε να ακουμπήσουμε ευλαβικά το μεγαλειώδες της μπάντας. Μια επικολυρική οντότητα, με σύνθεση πολύπλοκη, πολύμορφη. Στιγμές κορυφαίου goth metal, αν θες, με πλοκή βγαλμένη από βιβλίο. Εξιστορεί μουσικές ιστορίες, που μας μεγάλωσαν. Περνάνε από μπροστά μας στιγμές Sentenced, Lake Of Tears ίσως ακόμα και… Iced Earth. Μπορούμε να μιλήσουμε για το έπος του δίσκου, όχι μόνο από άποψη χρονικής διάρκειας, αλλά ως ένα ολοκληρωμένο μουσικό δράμα. Η ερμηνεία των στίχων προσεγγίζει γραμμές οριακές, δίνουν στη μουσική μια υπόσταση διαφορετική. Σαν από σεξπηρικό κείμενο, οι εναλλαγές διαθέσεων και πλοκής, μας δίνουν το δικαίωμα να θυμόμαστε το δεύτερο δίσκο της μπάντας, με το μεγαλειώδες prog-epic ‘’Light Οf Day, Day Οf Darkness’’. Είναι αλήθεια, ότι από ένα σημείο και μετά, δυσκολεύομαι να βρω λέξεις να περιγράψω τις αισθήσεις που μου δίνει το κομμάτι…
Η ώρα του ‘’Hound’’ φτάνει. Ανοίγοντας με ένα μοιρολόι, σε σπρώχνει συνετά και ήρεμα στα πιο βαθιά σημεία του δάσους. Ξαφνικά βρίσκεται λουσμένος από ιδρώτα, περιτριγυρισμένος από επιθετικά riff και ρυθμικές καταστάσεις πρωτόγνωρές. Εξιστορούνται ιστορίες αρχαίων φόβων, παγωμένων οριζόντων και ξεχασμένων υποσχέσεων. Βαριές νότες, με δύστροπες μελωδίες αγκαλιάζουν τη στιχομυθία. Χορωδιακά ιντερλούδια περιγράφουν τα παραπάνω, πλησιάζοντας στην κορύφωση του δράματος, που περιγράφουν. Σαν ρυάκι από λιωμένο χιόνι, το τραγούδι επανατοποθετεί τους Green Carnation, εκεί που τους αφήσαμε, πριν από 14 χρόνια.
Και περνάμε στο τελευταίο κομμάτι του δίσκου. Εδώ έχουμε μπροστά μας μια ιστορία αλλιώτικη. Eν αρχή ην’ οι Black Sabbath. Διασκευή στο ‘’Solitude’’ και όλη η ύπαρξη των πιο μαύρων παρτιτούρων της μουσικής μας, φωτίζεται. Η διασκευή, συνεχίζει από εκεί που την άφησαν οι Ulver, σε αντίστοιχη εκτέλεση. Αντιλαμβάνεται κανείς, τον πλούτο της μουσικής σύνδεσης των πρόγονών μας. Υπογραμμίζει με έντονο τρόπο το σβήσιμο της μέρας, σε μορφή δισκογραφικής δουλειάς. Θα ‘λέγε κανείς, ότι το κομμάτι αυτό γράφτηκε τότε για να περιγράψει τους παγωμένους ορυζώνες και τα γεμάτα υγρασία δάση της επαρχίας του Όσλο. Δεν είναι τυχαία η επιλογή για διασκευή του, από τις δύο μπάντες. Σταθερές στην άποψη περί λυρισμού, μελαγχολικής διάθεσης και προσωπικών αδιεξόδων, δίνουν στο πρωτότυπο μια αίσθηση διαφορετική, πιο οριακή χωρίς βέβαια ποτέ και κανείς να ξεπερνάει το αυθεντικό. Ένα κλείσιμο δίσκου, τελείως στοιχισμένο με το υλικό που προηγήθηκε.
Κλείνοντας, θα διατυπώσω την άποψη, ότι έχουμε έναν από τους καλύτερους δίσκους της μέχρι τώρα, φετινής, δισκογραφίας. Είναι μαγικό το πόσα στοιχεία των καλύτερων στιγμών της μουσικής μας, γενικά, περνάνε από μπροστά σου. Οι τραγωδίες που βίωσε το συγκρότημα, παράλληλα με την ελπίδα και τη θέληση, κάνουν την παρέα από το γραφικό Kristiansand, να μας παρουσιάζουν κάτι το πρωτόλειο. Δε θα εκπλαγώ αν τα επόμενα χρόνια, θα μνημονεύουμε το δίσκο, ως τομή.
Βαθμολογία: 90/100
Για το Rock Οverdose,
Τρύφων Σεραφειμίδης