Συντάκτης: Άγγελος Κατσούρας
Δίσκος νούμερο 20 (!!!!) για τους ΜΕΓΑΛΟΥΣ Overkill! Τώρα αν διαβάζοντας το, έχεις κατά νου τη φάτσα του αείμνηστου Χάρρυ Κλυνν ως ταξιτζή να λέει «Είκοσι; Τι λε’ ρε δικέ μου;» δεν απέχεις και πολύ από την πρώτη σκέψη πολλών. Κι όμως τα σκυλιά του πολέμου είναι ακόμα εδώ ανάμεσα μας και χωρίς διάθεση να κάνουν στη μπάντα πολύ σύντομα. Ρίχνοντας μια ματιά και στις ηλικίες τους, το όλο σκηνικό είναι ακόμα πιο εντυπωσιακό. Ο μέγας Bobby “Blitz” Elsworth το Μάϊο γίνεται 64! Ο D.D. Verni πριν βγει ο δίσκος στις 14 Απριλίου θα έχει γίνει 62! O Dave Linsk το Νοέμβριο γίνεται 61! O Derek Tailer τον Αύγουστο γίνεται 57 και ο «νιούφης» όλων είναι ο Jason Bittner που έγινε ήδη 53 το Γενάρη ενώ όλοι νομίζουμε ακόμα ότι είναι κάπου 40! Καταλαβαίνετε ότι δε μιλάμε για παιδαρέλια από τη μία, αλλά από την άλλη, άντε τώρα να πεις σε τέτοιες παλιές καραβάνες τι και πώς να το κάνουν και δη μετά από 43 χρόνια ύπαρξης (μην ξεχνάμε ότι το συγκρότημα σχηματίστηκε το 1980)! Παρ’όλα αυτά, ο χρόνος είναι αμείλικτος ακόμα και για τους Overkill, έτσι κι αυτοί αναγκάστηκαν να κάνουν το μεγαλύτερο κενό της καριέρας τους ως τώρα.
Τέσσερα συμπληρωμένα πλέον τα χρόνια από το προηγούμενο άλμπουμ τους “The Wings Of War”, το οποίο όταν βγήκε μας στεναχώρησε κατιτίς. Ήταν ένα καλό άλμπουμ αντικειμενικά, το οποίο όμως είχε την μέγιστη ατυχία να διαδεχθεί ένα ασύλληπτο σερί με το μπάσιμο της περασμένης δεκαετίας, έτσι μεταξύ 2010-2017, οι Overkill κυκλοφόρησαν μια Αγία Τετράδα δίσκων που όλοι μας προσπαθούσαμε να καταλάβουμε από πού μας ήρθαν. Τα “Ironbound” (2010), “The Electric Age” (2012), “White Devil Armory” (2014) και “The Grinding Wheel” (2017) έθεσαν τον πήχη τόσο ψηλά όχι μόνο για τους Overkill και όλο το thrash, αλλά και για τις παλιές μπάντες γενικότερα, οι οποίες όλες έβλεπαν τους Overkill να μοιράζουν σκόνη σε κάθε ανταγωνισμό και δεν τους έπιαναν ούτε με λάσο. Το “The Wings Of War” βασικά ήταν φύσει και θέσει αδύνατον να ακολουθήσει ΤΕΤΟΙΑ έμπνευση, έτσι και για το επόμενο και τωρινό 20ο άλμπουμ, οι προσδοκίες ήταν εξ’αρχής χαμηλότερες. Κι όχι γιατί οι Overkill δεν είναι σε θέση να βγάλουν καλό ή σούπερ δίσκο, αλλά όσο να’ναι, όταν μια μπάντα την αγαπάς και την ξέρεις καλά, μπορείς να μαντέψεις ως ένα σημείο πως θα κινηθεί. Είχα μια αισιοδοξία λόγω του κενού ότι μπορεί να επέστρεφαν δριμύτεροι αλλά όχι ιδιαίτερα έντονη.
Το “Scorched” όπως ονομάζεται ο δίσκος και υποθέτω προέρχεται από την κλασική αμερικάνικη έκφραση “scorched earth”, δηλαδή «καμένη γη», δεν είναι ο δίσκος που θα αφήσει αντίστοιχα καμένη γη πίσω του ώστε να παραμιλάει ο κόσμος όπως με τα άλμπουμ μεταξύ 2010-2017, ούτε και φυσικά είναι τόσο… ανεπαρκές όπως τα περισσότερα άλμπουμ μεταξύ 1993-2007 σε μια πραγματικά… ταραγμένη περίοδο για τους Overkill. Τουλάχιστον στο πρώτο του μισό το “Scorched” προσπαθεί όντως να κρατήσει το τέμπο και την ενέργεια ψηλά, από την αρχή με το ομότιτλο κομμάτι οι γνωστές πατέντες των Overkill με τη γκρούβα στο φουλ, τη μπασαδούρα του D.D. Verni και την κλασική παλαιογριίστικη φωνή του Blitz σε κάνουν να χαμογελάσεις, λες «έλα μωρή ΟΒΕΡΚΙΛΛΑΡΑ, εδώ είμαστε», είναι και ωραία γρήγορα τα κομμάτια σαν το “Goin’ Home” και το “Twist Of The Wick”, ενώ το πρώτο δείγμα του δίσκου “The Surgeon” όπως και το “The Wicked Place” κρατάνε το επίπεδο αξιοπρεπές. Στο δεύτερο μισό του δίσκου όμως, τα “Won’t Be Coming Home” κάνουν το υλικό να φθίνει αρκετά, σε συνάρτηση με το γεγονός της ενδιάμεσης τετραετίας, σκέφτεσαι «αυτά είχατε να προσφέρετε μετά από 4 χρόνια;» και δεν είσαι υπερβολικός, ούτε κακός. Για Overkill μιλάμε, όχι για μπαντουλίνι του γλυκού νερού.
Η κατάσταση λίγο βελτιώνεται με το «παιχνιδιάρικο» “Harder They Fall” με το ωραίο του τέμπο και το πανέξυπνο ποιοτικό σόλο του. Να τονίσω εδώ ότι εκτελεστικά μιλάμε για τοπ φόρμα. Linsk/Tailer παίζουν με φοβερό ήχο, ωραία αιχμηρά γρήγορα riffs, αλλά σίγουρα έχουν παίξει πολύ και πολλά καλύτερα. Ο Bittner στα τύμπανα σε τεχνικό επίπεδο ίσως και να είναι ο ανώτερος ντράμερ που είχαν ποτέ, τα σπάει πραγματικά, παίζει δυνατά, τεχνικότατα, αλλά είναι και γκαντέμης ρε παιδί μου γιατί στα δυο τελευταία τους άλμπουμ που έχει παίξει, το υλικό δεν τον ευνοεί να ακουστεί ακόμα καλύτερος. Blitz/Verni ως αχώριστοι Διόσκουροι και αρχηγοί της μπάντας κάνουν το κομμάτι τους με το παραπάνω. Πως λοιπόν ενώ εκτελεστικά όλα πάνε καλά και δη για την ηλικία τους το τελικό αποτέλεσμα δε σε κάνει να κόψεις τις φλέβες σου; Υπάρχει το αίσθημα καθώς ο δίσκος κυλάει ότι κάτι λείπει. Λείπει αυτή η σπίθα που θα ανάψει και θα τα κάνει όλα δίπλα γιάμπαλο. Για παράδειγμα το μπάσο μετά τη μέση του “Know Her Name” θα είχε ξεκινήσει κύκλους αδιευκρίνιστης διαμέτρου, εδώ συμβάλλει στο να βελτιωθεί ένα κομμάτι που ούτε χάλια το λες, ούτε και σούπερ, όσο κι αν ουρλιάζει ο Blitz με περίσσιο πάθος.
Κοινώς μιλάμε για ένα άλμπουμ που άντε στην καλύτερη να το πεις ισάξιο του “The Wings Of War” με την έννοια ότι κάπου μπορεί να το βρεις καλύτερο και κάπου χειρότερο. Δε θα είμαι τόσο ισαποστάκιας εδώ, καθώς αρχικά και σιγουρότατα, κομμάτι σαν το “Last Man Standing” δεν υπάρχει εδώ. Σίγουρα υπάρχει φιλότιμο, ποτέ δεν κοροϊδεύανε σαν συγκρότημα, αλλά η τελική γεύση με το χαβαλεδιάρικο και πειραματικό “Bag O’ Bones” θα ήταν πολύ καλή για τους Suicidal Tendencies για παράδειγμα και όχι για τους Overkill. Με τις μπάντες που αγαπάμε πολύ οφείλουμε να είμαστε πιο ακριβείς και δίκαιοι στην κρίση μας, και γιατί όχι, πιο αυστηροί απ’ότι θα κρίναμε μια άλλη μπάντα με λιγότερες παραστάσεις. Το “Scorched” δεν είναι ο δίσκος που θα κάνει καλό ή κακό στο μεγάλο όνομα των Overkill, δε θα τους κάνει εμπορικά πιο επιτυχημένους, ούτε θα τους χαντακώσει, αλλά σίγουρα θα μπορούσα να ζήσω και χωρίς αυτό, από την άλλη σπασμωδικές ακροάσεις του δε με ενοχλούν. Αν είχες προσδοκίες για κάτι σούπερ ντούπερ, θα απογοητευτείς. Αν περίμενες κάτι καλό, τυπικό και ως ένα σημείο ποιοτικό, το πήρες. Αλλά όχι σε βαθμό τέτοιο ώστε να αφιερώσεις πολλές ώρες και ειδικά σε βάρος άλλων πολύ καλύτερων δίσκων.
Ο βαθμός που ακολουθεί προέρχεται με διάφορες προσθαφαιρέσεις που κυμαίνονται από την αγάπη που τους έχω και την ηλικία τους στο να παίζουν όπως παίζουν, μέχρι το τι έχω ακούσει στη χρονιά μέσα και το σύνολο της δισκογραφίας τους, συν λίγη παραπάνω επιείκεια και αυστηρότητα ταυτόχρονα.
Βαθμολογία: 70/100
Για το Rock Overdose,
Άγγελος Κατσούρας