Βετεράνοι του πειραματικού ήχου πλέον οι Grails, θα επισκέπτονταν τα μέρη μας για ακόμα μία φορά, με την πρώτη τους εμφάνιση στη Σφεντόνα στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας να χάνεται πλέον στα βάθη του χρόνου. Το ευτυχές είναι ότι αυτό συνέβη με αφορμή το εξαιρετικό “Anches En Maat”, που ανανέωσε εμφατικά την εμπιστοσύνη μας στο σχήμα από το Portland και έδωσε στη συγκεκριμένη συναυλία το στίγμα του επίκαιρου.
Σε κάθε περίπτωση, κάποιος θα έπρεπε να ανοίξει το live και γεγονός είναι ότι η ιδιαιτερότητα των Grails, καθιστά δύσκολη την επιλογή support σχήματος. Το διόλου ευκαταφρόνητο έργο να λειάνουν το έδαφος για τους Αμερικανούς τελικά ανέλαβαν οι Αθηναίοι Μammock. Mια εκ πρώτης όψεως παράταιρη επιλογή, αφού τα δύο συγκροτήματα δε μοιάζουν καθόλου ηχητικά.
Ο μόνος κοινός τόπος, είναι η διάθεση για πειραματισμό με μια ευρύτερη έννοια, που πιθανολογώ ότι ήταν ο αποφασιστικός παράγοντας, ο οποίος τους έφερε στη σκηνή του Τemple.
Παρουσίασαν το weird rock τους -όπως οι ίδιοι το αποκαλούν- με αποφασιστικότητα, πατώντας μεν πάνω σε noise rock και alt metal φόρμες, το γεγονός όμως ότι δε μπορείς ακριβώς να κάνεις 100% pinpoint αυτό που παίζουν, δείχνει ότι οι Μammock προσπαθούν να χτίσουν κάτι με έντονη τη δική τους προσωπική σφραγίδα. Το φρενήρες παίξιμο του Γιάννη στην κιθάρα, τα ευφυή όσο και απαιτητικά περάσματα του Κλέαρχου στο μπάσο και τα αλλόκοτα τύμπανα του Δημήτρη, μας πέρασαν επιτυχημένα μέσα από τις δύο ως στιγμής δουλειές τους, με μόνη μου ένσταση τα φωνητικά του έτερου Δημήτρη, που σε σημεία τους έλειπε η απαραίτητη πειστικότητα. Το μικρό τεχνικό πρόβλημα με τον ενισχυτή του μπάσου και η συνακόλουθη αντικατάσταση του, μπορεί να τους στέρησε κάτι από το punch του Ampeg, αλλά σίγουρα δεν τους πτόησε και η παρουσία τους ολοκληρώθηκε με θετικότατες εντυπώσεις.
Οι Grails έχουν ένα μεγάλο θετικό για τον αμύητο: Δύσκολα κουράζεσαι στα shows τους. Δε μοιάζουν με τη μέση post rock μπάντα, που σε ταράζει στο “ντρίγκι ντράγκα” μέχρι τελικής πτώσης. Κουβαλούν μπόλικη από την ψυχεδελική αύρα των ‘70s και τη δένουν ιδανικά με τα μεταγενέστερα ρεύματα της experimental σκηνής. Έτσι στην εμφάνιση τους την περασμένη Παρασκευή συνυπήρξαν σε πλήρη αρμονία συνθέσεις από το σαφώς πιο προσανατολισμένο στα synths και στον ‘80s ήχο “Anches En Maat”, με παλαιότερες κορυφές της δισκογραφίας τους, που έφθαναν μέχρι και δύο δεκαετίες πριν.
Είναι και ο εκ μέρους τους άριστος χειρισμός των δυναμικών, που συμβάλει στη live εμπειρία, με προεξάρχον το χαρακτηριστικό υβριδικό jazz/rock παίξιμο του Emil Amos, το οποίο στα κατάλληλα σημεία απογειώνει τα κομμάτια. Είναι και οι retro προβολές όπισθεν του σχήματος, που προσθέτουν το cinematic στοιχείο, η χρήση και εναλλαγή διαφορετικών οργάνων, που διαφοροποιεί τα “χρώματα” των συνθέσεων, το σχεδόν dub σε σημεία μπάσο, που ισορροπούσε μεταξύ groove και “χασίματος”, οι μαστόρικες και με σοφή χρήση των εφέ κιθάρες και γενικότερα η επιθυμία και κυρίως η ικανότητα των Grails να μας παρασύρουν μαζί τους σε ένα ηχητικό ταξίδι.
Μια πανδαισία ήχων και διαθέσεων που ξεκίνησε ανέλπιστα -όσο και με τις κιθάρες τσίτα- με το “Word Made Flesh” από το “Redlight” του 2004, μας πλυμμήρισε με ένταση και fuzz από το πρόσφατο παρελθόν (“New Prague”), γιόρτασε με καμάρι τα 20 χρόνια του “The Burden Of Hope” (ομώνυμο και “Lord I Hate Your Day”), σάρωσε τα πάντα στο “Belgian Wake-Up Drill”, έκλεισε το μάτι στο kraut και την ψυχεδέλεια (“Immediate Mate”), για να μας ξαναφέρει στο παρόν με τα “Evening Song” και “Sad & Illegal” να ακούγονται απείρως πιο οργανικά, σε σχέση με την ηχογράφηση.
Η θέρμη που εισέπραξαν τους επανέφερε στη σκηνή για το κλείσιμο της “The Burden Of Hope” τριάδας και μια γεμάτη εκτέλεση του “Space Prophet Dogon” να αποτελεί τον αποχαιρετισμό της μπάντας και παράλληλα να γεμίζει το Τemple με ένα ασύγκριτο αίσθημα ανάτασης. Ήταν οι μοναδικοί κύριοι Grails. Τους ευχαριστούμε.
Για το Rock Overdose,
Δημήτρης Σούρσος
Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Καταστρόφος (https://www.instagram.com/alexandros_kat/)