Συντάκτης: Άγγελος Κατσούρας
Ξεκινάω αποτυπώνοντας την “αμαρτία” μου εδώ και πολλά χρόνια με την περίπτωση των Αμερικάνων death metallers Blood Incantation από το Denver του Colorado. Από το 2ο άλμπουμ τους και μετά, δηλαδή το “Hidden History Of The Human Race”, καθώς πριν ελάχιστοι τους είχαν πάρει χαμπάρι, υπήρξε μία υπερέκθεση σε τέτοιο βαθμό που το θεώρησε και σπρώξιμο τεχνηέντως, ντε και καλά να τους πασάρουν ως κάτι σούπερ ντούπερ. Όχι φυσικά ότι ήταν μπάντα χωρίς ποιότητα και χωρίς προοπτική, αλλά θεωρούσα ότι ειδικά στον χώρο του death metal όπου και με την πληθώρα φοβερών συγκροτημάτων να είναι αδιαμφισβήτητη, δεν ήταν και τόσο ψηλά στη βαθμίδα. Συχνά ανέφερα πολλά παραδείγματα, με πρώτο και καλύτερο τους Skeletal Remains ας πούμε, ότι “ναι είναι καλοί, αλλά όχι σαν αυτούς που ακούγονται κατ’εμε όπως θα έπρεπε να παίζουν όλοι το είδος” και πάει λέγοντας, μη σας κουράσω με ονόματα. Πολλοί συμφωνούσαν, πολλοί διαφωνούσαν, αλλά όπως και να’χει είναι επίσης αδιαμφισβήτητο ότι και το όνομα τους με τα χρόνια αλλά και το Hype γύρω από αυτό μεγάλωνε αισθητά. Υπάρχει βέβαια σε όλα τα παραπάνω η στιγμή που αναθεωρείς την άποψη σου, γιατί όταν θες να είσαι δίκαιος, πρέπει με τη σειρά σου να αναγνωρίζεις και το σωστό.
Θεωρώ αυτή την στιγμή-καμπή στη σχέση μου με τους Blood Incantation το περσινό single “Luminescent Bridge”, το οποίο περιείχε την κομματάρα “Obiquity Of The Ecliptic”. Κομματάρα που πραγματικά με “έστειλε” και εκεί πέρα γύρισε λίγο το κουμπί σε φάση “αν κρατήσουν αυτό τον ήχο, το επόμενο θα είναι δισκάρα”. Και ο ήχος τελικά κρατήθηκε και το τρίτο -και πάντα κρίσιμο για κάθε μπάντα, θα το λέω μέχρι να ψάχνεται να το βρίσκεται στα κείμενα μου- άλμπουμ τους ονόματι “Absolute Elsewhere” είναι πράγματι δισκάρα και το κατ’εμέ εύκολα κορυφαίο της ως τώρα καριέρας τους. Προσοχή, μιλάω πάντα επί προσωπικού, γνωρίζοντας τον όγκο οπαδών που έχουν και ειδικά όσους γουστάρουν την πρώιμη εποχή τους με το EP “Interdimensional Extinction” και το ντεμπούτο “Starspawn” κολλητά μεταξύ 2015-2016. Το “Absolute Elsewhere” διαρκεί λίγο πάνω από 43’ και στην ουσία πρόκειται για δυο μεγάλα κομμάτια, τα οποία χωρίζονται σε 3 μέρη το καθένα, ή όπως το θέτουν οι ίδιοι, 3 ταμπλέτες για να είμαστε και πιο ακριβείς στην περιγραφή μας. Ζητούμενο πρώτο η παραγωγή, ζεστή και προσαρμοσμένη πάνω στο ύφος το οποίο θέλουν να περάσουν, με το παικτικό τους επίπεδο -το οποίο ήταν ήδη υψηλό, αλίμονο αν το αμφισβητήσουμε- στα καλύτερα του και άκρως πρωτότυπο.
Πρώτο κομμάτι το “The Stargate” για το οποίο μάλιστα οι αθεόφοβοι γύρισαν και βίντεο, τι βίντεο δηλαδή, σαν μίνι-ταινία είναι διάρκειας. Οι δόσεις καφρίλας κρατιούνται μπόσικες, με τη μπάντα να μη χάνει την ταυτότητα της, όμως τα έντονα ψυχεδελικά στοιχεία αλλά και η γενικότερη προοδευτικότερη αισθητική τους είναι παρόντα αμφότερα σε υψηλές δόσεις. Δεν μιλάμε για ένα απλά death metal δίσκο και μία απλά death metal μπάντα, μπορεί το λογότυπο τους να μη διαβάζεται ούτε με αποκρυπτογράφο, αλλά περήφανα μας δηλώνουν ότι είναι πολύ περισσότερα απ’όσα ο πολύς κόσμος νομίζει και όχι απλά το δηλώνουν αλλά μπορούν με πολύ όμορφο και ξεχωριστό τρόπο να το περνάνε στο ακρωατήριο. Paul Riedl με πηχτή φωνάρα στις κάφρικες στιγμές και με φοβερές απαγγελίες στα πιο ήρεμα σημεία, κάνει τη διαφορά. Μιλώντας για διαφορά, τα τύμπανα του Isaac Faulk σε όλο το δίσκο είναι παγκόσμιας κλάσης, δεν είναι απλά τα φοβερά χτυπήματα όπου χέρια/πόδια κάνουν μεγάλη δουλειά, είναι οι ευφάνταστοι ρυθμοί που εφευρίσκει, ενώ και στα ψυχεδελικά σημεία ο τύπος κρατάει φοβερό ρυθμό και άμα προσέξετε τις λεπτομέρειες εφόσον δεν έχετε τριπάρει, θα του δώσετε έξτρα πόντους. Και είμαστε ακόμα στο πρώτο μισό του δίσκου με το “The Stargate”, άρα με πολύ δρόμο μπροστά.
Δρόμος που φτάνει σε όρια δίχως χαρτογράφηση στο δεύτερο κομμάτι του δίσκου και αντικειμενικά πιστεύω, κορυφαίο της καριέρας τους, δηλαδή το “The Message”. Αν με το “The Stargate” και το όλο Happening με το βίντεο/μίνι τηλεταινία ο οπαδός έπαθε την πλάκα του, στο “The Message” ο ήχος των Blood Incantation απλώνεται σε τέτοια επίπεδα που και οι μεγαλύτεροι των εποχών θα τους βγάλουν το καπέλο. Πέραν του ότι στα καθαρά νεκρομεταλλικά σημεία παίζουν τεράστια μπάλα και έχει ήδη αναφερθεί, στη 2η και 3η ταμπλέτα του κομματιού γίνεται πραγματικά ένα σχίσμα στο διάστημα με τα άστρα να καταρρέουν στο κενό με όσα κάνουν. Η 2η ταμπλέτα είναι βγαλμένη ξεκάθαρα από τη χρυσή εποχή (1973-1979) των Pink Floyd, δεν υπερβάλλω, έχω πλήρη (εν)συναίσθηση του τι γράφω και μάλιστα θα το πάω κι ένα βήμα παραπέρα, καθώς με την όλη έντονη Morbid Angel αύρα που υπάρχει ούτως ή άλλως στον ήχο τους, έχει επέλθει πλέον και ο χαρακτηρισμός Morbid Floyd για τους Blood Incantation, που όσο κι αν μπορεί να χαρακτηρίσετε τις ταμπέλες αχρείαστες ως και απεχθείς, στην δική τους περίπτωση ταιριάζει γάντι και αποδίδει και πλήρη δικαιοσύνη σε αυτό που κάνουν, είναι κάτι το οποίο δεν συναντιέται συχνά και συμβαίνει το 2024.
Η ψυχεδέλεια της 2ης ταμπλέτας έρχεται να δώσει ένα ηγεμονικό και κορυφαίο τέλος στο δίσκο στην 3η και τελευταία ταμπλέτα, όπου και είναι το κύριο μέρος του “Absolute Elsewhere”, καθώς διαρκεί πάνω από 11μιση λεπτά (ανέκαθεν το’χαν με τις μεγάλες διάρκειες) και ειδικά από το 4:30 και μετά, μιλάμε για μία πανδαισία ήχων όπου θα ακούσετε σημεία που θα μπορούσαν να είναι σε δίσκο Dream Theater και έχει ένα πέρασμα για το οποίο θα ήταν υπερήφανος και ο Chuck Schuldiner και θα μπορούσε επίσης άνετα να είναι σε οποιοδήποτε δίσκο των Death μετά το “Individual Thought Patterns” ή και το δίσκο των Control Denied. Οι Blood Incantaiton βούτηξαν βαθιά στα άδυτα του διαστήματος, εξερευνώντας νέους κόσμους, χωρίς να ξέρουν αν αυτό που θα βρουν στην εκεί επιφάνεια θα είναι φιλικό ή απειλητικό, με μεγάλη όμως τόλμη και απίστευτη σιγουριά κι ακομπλεξάριστη λογική, αφήνουν τα γήινα πλαίσια μια και καλή και μπροστά τους ανοίγεται ένα λαμπρό μέλλον που πλέον ο χρόνος θα μετριέται με άλλες μονάδες και τα πάντα θα κυλούν στο ρυθμό που οι ίδιοι όρισαν. Η αλλαγή επιπέδου είναι δεδομένη, το “Absolute Elsewhere” η στιγμή της καριέρας τους που όλοι θα θυμούνται για πάντα και τα (πολύ) καλύτερα έρχονται.
Βαθμολογία: 90/100
Για το Rock Overdose,
Άγγελος Κατσούρας