Οι Colour Haze ποτέ δεν απέκτησαν τεράστιο όγκο ακροατών στη χώρα μας, έφτιαξαν όμως από πολύ νωρίς ένα μικρό, αλλά αφοσιωμένο πυρήνα φίλων, που τους ακολουθεί εκ του σύνεγγυς.
Την περασμένη Κυριακή θα έδιναν μόλις την τέταρτη συναυλία τους στην Αθήνα, μπροστά σε γνώριμα πρόσωπα, που στη συντριπτική τους πλειοψηφία ήταν εκεί και το 2017 στο Desertfest και το 2010 στο Αn και σίγουρα κάποιοι μεγαλύτεροι που είχαν προλάβει την παρθενική τους εμφάνιση το 2004, παρέα με τους Los Natas.
20 χρόνια μετά από εκείνο το live δικαιωματικά θα βρίσκονταν εκείνοι στη θέση του headliner, φέρνοντας μαζί τους συμπατριώτες τους Smokemaster, οι οποίοι μάλιστα τους αναφέρουν περίτρανα ως επιρροή τους. Άξια τέκνα των ‘70s, οι πέντε πουκαμισάτοι τύποι, προσπάθησαν ευθύς εξαρχής να ανοίξουν διάλογο με άλλους πλανήτες, με βασικό εργαλείο το “Cosmic Connector”. Από εκεί και πέρα πάντως η έμφαση δόθηκε στο ντεμπούτο τους, με το “Trippin Blues” να ανοίγει το χορό, δίνοντας μας την ευκαιρία να ακούσουμε για πρώτη φορά τη φωνή του τραγουδιστή τους, ο οποίος εναλλασσόταν επιτυχημένα ανάμεσα σε αυτόν το ρόλο και εκείνον του δεύτερου κιθαρίστα, κάποιες φορές και στο ίδιο κομμάτι.
Με τόνους εφέ και πεταλιών δίπλα τους (από τους έγχορδους, μέχρι τον πλήκτρα και τον ντράμερ), η έμφαση προφανώς θα δινόταν στην ψυχεδέλεια, με τους Smokemaster να αποδεικνύονται δεινοί χειριστές των τρόπων του είδους και αυθεντικοί συνεχιστές των ‘70s προπατόρων του progressive και του space rock. Από ακριβώς αυτή την τομή γεννήθηκε και το σχεδόν εννιάλεπτο “Astral Traveller”, που με τις άψογες εναλλαγές σε ύφος και ταχύτητα και κυρίως με όλα τα όργανα να έχουν το χώρο τους, οδήγησε την εμφάνιση τους στην κορύφωση της, προετοιμάζοντας με τον καλύτερο τρόπο τον διάδρομο απογείωσης για τους Colour Haze.
Οι έτεροι Γερμανοί -αυτοί από το Μόναχο- δεν άργησαν να ανέβουν στη σκηνή του Gagarin παίρνοντας ο καθένας τη θέση του απέναντι στον άλλον, σε ένα ελλειπτικής μορφής στήσιμο. Λες και για τη μπάντα δεν επρόκειτο απλά για μια συναυλία, αλλά για ένα εορταστικό jam, το οποίο ήμασταν όλοι οι παρευρισκόμενοι ευπρόσδεκτοι να παρακολουθήσουμε.
Πράγματι, ελάχιστα πριν ακουστούν οι πρώτες νότες, ο Stefan Koglek μας καλωσόρισε εγκάρδια, ενώ δεν παρέλειψε να χαιρετήσει ειδικότερα κάποια γνώριμα πρόσωπα στο κοινό. Το κυρίως μέρος της εμφάνισης τους επικεντρώθηκε στο πιο πρόσφατο υλικό τους, με δουλειές όπως τα “In Her Garden” & “Sacred” να μπαίνουν στο επίκεντρο και την έμφαση να δίνεται συνακόλουθα στο καθαρά jam στοιχείο του ήχου τους. Το αθάνατο “Aquamaria” πάντως άρχισε να χτίζεται μπροστά μας σε όλη του τη δόξα πολύ νωρίς στο set τους, προσφέροντας ένα πρώιμο highlight και γράφοντας μπόλικα χαμόγελα στις μουσάτες φάτσες τριγύρω μου.
Ο ήχος έρρεε από την κιθάρα του Stefan αβίαστα σε κύματα χνουδωτών riff και άμπωτες θείων μελωδιών, όντας σταθερά σε αγαστό διάλογο με το κομβικό low end του Mario Oberpucher, που έβαζε με τη σειρά του, τις δικές του ουσιαστικές πινελιές στις συνθέσεις, ενώ παράλληλα φρόντιζε να μη χαθεί το groove δευτερόλεπτο. Ο “παλιός” Μanfred Merwald πέρα από το ό,τι είναι μάστορας των δυναμικών και το παίξιμο του είναι φουλ jazz-ίστικο, βρίσκεται με κλειστά μάτια με τον “αρχηγό”, μην επιτρέποντας να χαθεί δράμι από τη μαγεία αυτού του σχήματος. Mαγεία στην οποία έρχεται να προσθέσει τα τελευταία χρόνια ο Jan Faszender -με άσπρο t-shirt “South Of Heaven” ο θεός- στα πλήκτρα, εμπλουτίζοντας καίρια το συνολικό ηχητικό αποτύπωμα τους.
Κι αν στην αρχή το live ήταν κάπως αναγνωριστικό, οι Colour Haze μας παρέσυραν αργά, αλλά σταθερά στον κήπο τους, ώστε να δρέψουμε απαγορευμένους καρπούς όπως το επουράνιο “Skydancer”, το motorik-ο “Überall” ή το υπερβατικό “Transformation” -ή αλλιώς ό,τι καλύτερο έχετε ακούσει ποτέ-, το οποίο και έβαλε θεσπέσια -αλλά ευτυχώς προσωρινή- τελεία στην εμφάνιση τους, αγαλλιάζοντας τις ψυχές άπαντων εντός του club της Λιοσίων.
Κι αφού είχαν μόλις περπατήσει στο νερό, δε δίστασαν στο encore να μουσκέψουν τα πόδια τους τις λάσπες του stoner ξεθάβωντας το “Pulse” -ποιος ξέρει πόσα χρόνια είχαν να το παίξουν- από τη δισκάρα “Periscope”. Οι υπέρβαρες riff-άρες του, αφού πρώτα παρέσυραν τα πάντα στο διάβα τους, μας ξεβράσαν στο απάγγειο του “Tempel”, που έμελε να γράψει τον θριαμβευτικό επίλογο της βραδιάς.
Σχεδόν δύο ώρες της όλης ψυχεδέλειας (jam, kraut, heavy psych, ό,τι θες) από τους απόλυτους του είδους κύλησαν σαν δύο λεπτά, με τον περισσότερο κόσμο να μη φεύγει περιμένοντας ενδεχόμενο δεύτερο encore, μην έχοντας αντιληφθεί ακόμα -όπως κι εγώ- το πραγματικό χρονικό διάστημα που είχε περάσει. Κλείνοντας, ένα μεγάλο μπράβο στους 1000Μods και την Οuga Booga And The Mighty Oug, που χωρίς τη δική τους συμβολή τίποτα από τα παραπάνω θαυμαστά δε θα γινόταν πραγματικότητα.
Για το Rock Overdose,
Δημήτρης Σούρσος
Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Καταστρόφος @alexandros_kat