Ανταπόκριση: CRIPPLED BLACK PHOENIX, Their Methlab @ Fuzz Live Music Club, Αθήνα (23/11/2024)

Crippled Black Phoenix, συνέπεια και ποιότητα είναι εδώ και 20 πλέον χρόνια έννοιες ταυτόσημες και ειδικά σε ότι αφορά την χώρα μας, υπάρχει μία μεγάλη σύνδεση από εκείνη την 1η εμφάνιση το 2007, την οποία ο ίδιος ο Justin Greaves, mainman του συγκροτήματος, ανέφερε με χαρά και στην συναυλία που θα περιγράψουμε παρακάτω, την 7η εμφάνιση τους στη χώρα μας τα τελευταία 17 χρόνια. Μάλιστα δε δίστασε να αναφέρει ότι η Αθήνα είναι ένα από τα λίγα “πνευματικά σπίτια” τους όπως τόνισε, με τη χαρά της επιστροφής τους έκδηλη στα πρόσωπα τους. Μάλιστα από τη χαρά του ο ίδιος, προσπάθησε σε σημεία να κάνει χιούμορ όχι και πολύ πετυχημένο, αλλά ο κόσμος προφανώς διέκρινε την καλή διάθεση και τον χειροκρότησε παρά το ότι η προσπάθεια δεν ευοδώθηκε. Η μπάντα φέτος γιόρτασε τα 20 χρόνια της με διπλή κυκλοφορία διασκευών, και σε δικά τους κομμάτια (“The Wolf Changes Its Fur But Not Its Nature”) και σε κομμάτια άλλων καλλιτεχνών (“Horrific Honorifics Number Two”), έτσι η όλη εμφάνιση ήταν ιδιαίτερου χαρακτήρα, όσο κι αν στο τέλος δεν πιστεύαμε ότι έπαιξαν “μόλις” 105, έχοντας συνηθίσει τα υπερβατικά 2ωρα προς 3ωρα του παρελθόντος, όχι ότι χάλασε κανέναν πιστεύω, αλλά μία απορία την προκάλεσε σίγουρα.

 

 

Ξεκίνημα με τους Ε-Κ-Π-Λ-Η-Κ-Τ-Ι-Κ-Ο-Υ-Σ Their Methlab, οι οποίοι κατάφεραν για τα επόμενα 50 περίπου λεπτά να κερδίσουν ένα πολύ ζεστό και ειλικρινές χειροκρότημα από τον κόσμο, τον οποίο όχι απλά ζέσταναν, αλλά άφησαν επιεικώς εμβρόντητο με την ηχάρα που έβγαλαν. Και να μη θες να πιστέψεις τη ρήση που λέει “όπου βλέπεις μπάντα να αποτελείται από τρίο, είναι εγγύηση”, βλέπεις κάτι τέτοιες εμφανίσεις και υπογράφεις και με τα δυο χέρια. Τα παιδιά διαπρέπουν στον instrumental ψυχεδελικό ευρύτερο heavy ήχο, δεν ξέρω και ίσως να μη θέλω να ξέρω αν και πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα αν είχαν και στίχους, αλλά αυτό που παίζουν στο τέλος υπηρετείται με τόση πληρότητα, τόση ευστοχία πιθανών επιρροών και προσωπικής ταυτότητας μαζί και σε απίστευτη χημεία μεταξύ τους, που το μόνο που αλλάζει όσο περνάει η ώρα, είναι η όλη κλιμάκωση της εμφάνισης τους. Το μόνο που θα πουν ενδιάμεσα, αναφέροντας ότι δεν είναι καλοί με τα λόγια -ίσως και ως παραπομπή στο ότι δεν έχουν στίχους- είναι ότι ήταν χαρούμενοι που ήταν στη σκηνή και τιμή τους να σαπορτάρουν τους CBP, ενώ ευχαρίστησαν και τη διοργάνωση που τους κάλεσε. Εύχομαι να τους βλέπουμε συχνότερα, τέτοια ποιότητα απόδοσης είναι απαραίτητη το λιγότερο για όλους.

 

 

Οι 7 CBP εμφανίζονται επί σκηνής στις 22:15 ακριβώς όπως αναφέρει το πρόγραμμα και με το “Troublemaker” ξεκινάει μία ακόμα φοβερή εμφάνιση τους στη χώρα μας όπως πάντα συμβαίνει. Με την ευφορία της επιστροφής τους αλλά και τον εορτασμό των 20 ετών, είναι όλοι τους σε φοβερή κατάσταση, με τρεις κιθάρες επί σκηνής δε νομίζω να μπορεί να υπάρχει περιθώριο λάθους μεγάλο και με επίκεντρο της προσοχής την πάντα ευδιάθετη κι ασταμάτητη από χορό Βelinda Kordic, η οποία ευτυχώς έχει τη φωνή της σε άψογη κατάσταση, τιμούν παρελθόν και παρόν ισόποσα και συνεχίζουν ακάθεκτοι με τραγουδάρες τύπου “Wyches And Basterdz”, “Bonefire”, “Goodnight Europe (Pt. II)” μεταξύ άλλων, ενώ όσο πλησιάζει το τέλος της συναυλίας, το σετ γίνεται όλο και καλύτερο και προφανώς πιο γνωστό στο κοινό. Ο ήχος είναι άψογος, γενικά στο Fuzz εδώ και πολύ πολύ καιρό βλέπουμε συναυλιάρες και πρέπει να το αναφέρουμε, πεντακάθαρα όλα, όχι γυαλισμένα, όχι επιτηδευμένα, απλή και αγνή καθαρότητα ήχου, όσο δυνατά έπρεπε, ούτε περισσότερο, ούτε λιγότερο από το ιδανικό της έντασης. Και ειδικά σε συγκροτήματα όπως οι CBP που η ένταση και κλιμάκωση των συναυλιών τους είναι το Α και το Ω της ουσίας τους, χρειάζεται μία παραπάνω προσοχή όπως και να έχει.

 

 

Ο Justin Greaves μας αναφέρει σε ότι αφορά τις νέες εκτελέσεις των δικών τους κομματιών, πως κάποιοι στίχοι αλλάχθηκαν ώστε να προσαρμόζονται καλύτερα στο σήμερα και μεταξύ αυτών μας ρωτάει αν πιστεύουμε και στους μαγικούς αριθμούς και την αλληλουχία τους, προλογίζοντας στην ουσία το πολύ αγαπημένο “444” που πάντα αποτελεί (ευτυχώς) αναπόσπαστο κομμάτι των συναυλιών τους. Από εκεί κι έπειτα όταν κρατάνε τα μεγάλα τους “όπλα” για το τέλος όπως το “Rise Up And Fight” που ήταν το σημείο που θυμήθηκε την προαναφερθείσα πρώτη τους συναυλία το 2007 και πως από τότε τους κάναμε να νιώθουν ιδιαίτερα ζεστά στη χώρα μας, το μόνο που απέμενε ήταν η όλη κορύφωση των συναισθημάτων, στην οποία το ήδη κλασικό “Lost” προσφέρει τα μέγιστα, μεγάλο άσμα και κολλητικό του θανατά από την πρώτη του ακρόαση σε κάθε περίπτωση, παίχτηκε για πρώτη φορά στη χώρα και αγκαλιάστηκε δεόντως. Μην ξεχνάμε ότι παρά τους συχνούς ερχομούς τους, η τελευταία φορά ήταν περίπου τέτοια εποχή το 2018 μετά την κυκλοφορία του “Great Escape” και με τα πανέμορφα “Ellengaest” και “Banefyre” να μεσολαβούν, είχαμε την ευκαιρία να ακούσουμε πιο πρόσφατες κομματάρες. “Θα παίξουμε το hit μας τώρα” μας αναφέρει ο Justin Greaves ο οποίος παριστάνει τον βλάχο Αμερικάνο.

 

 

Αποτυχημένη η προσπάθεια όπως αναφέραμε πιο πάνω με εμμονή ότι είναι και καλά μια μπάντα που είναι ενεργή από το 1959 (ε;) αλλά τέλος πάντων, το δίδυμο αρχικά με το “We Forgotten Who We Are” που παραμένει ύμνος το δίχως άλλο αλλά και το κλασικό κλείσιμο με το “Burnt Reynolds” που πάντα κρατάει παραπάνω με τα αδιάκοπα “ωωω ωωω ωωω ωωω” του κοινού και που κάνουν τον Greaves πάλι να κατέβει στο κοινό και να το ζήσει με πάθος όπως κάνει συνήθως, δίνει την απόλυτη κορύφωση στη συναυλία, με τη μπάντα να αποχωρεί αλλά το κοινό να συνεχίζει να φωνάζει σαν να μη θέλει να φύγει η μπάντα και το συγκρότημα να επιστρέφει, με τον Greaves να φοράει μία μάσκα skinhead και να συνεχίζουν να παίζουν το κομμάτι από εκεί που το άφησαν σε πιο hardcore/punk μοτίβο σε δεκαπλή ταχύτητα αλλά τον κόσμο να συνεχίζει τις επευφημίες και τη συναυλία να κλείνει έτσι ιδανικά και άπαντες στο συγκρότημα να ευχαριστούν το κοινό δείχνοντας την καρδιά τους και με το χαμόγελο σχηματισμένο στα χείλη τους. Δεν περίμενα τίποτα λιγότερο από την εμφάνιση τους, περίμενα λίγο παραπάνω κόσμο αλλά σημασία έχουν αυτοί που δίνουν το παρόν και ζουν τις στιγμές στο έπακρο.

 

 

Εύχομαι να μη χρειαστούν πάλι 6 χρόνια για να επιστρέψουν, ξέρουμε ότι πρώτοι θέλουν να περιλαμβάνουν την Αθήνα ως προορισμό των περιοδειών τους. Τα πρώτα 20 χρόνια της ιστορίας τους έκλεισαν ιδανικά, ελπίζω και τα επόμενα 20 με το καλό να αποδειχθούν το ίδιο ποιοτικά, υπέροχα και βιωματικά.

 

 

 

Για το Rock Overdose,

Άγγελος Κατσούρας

Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Καταστρόφος (https://www.instagram.com/alexandros_kat/)


Comments