Κάτι το απίστευτα τέλειο “Mean Streets”, κάτι το βαρύ RIOT V όνομα στη μεταλλική φανέλα και φυσικά οι δικοί μας Diviner με το περσινό “Avaton”, που ταρακούνησε την ελληνική σκηνή, ε δεν θέλαμε κι άλλους λόγους για να τρουπώσουμε στο Κύτταρο Τετάρτη βράδυ. Και την ίδια καλή ιδέα είχαν και τόσοι άλλοι vοματαίοι, που έκαναν sold out και έδειξαν την αγάπη τους σε ένα συγκρότημα που όσες φορές έπεσε, άλλες τόσες σηκώθηκε. Οι Riot ήταν, είναι και θα είναι αιώνια ένα σύμβολο του αμερικάνικου hard rock/heavy metal, που αν βάλουμε κάτω πόσα σχήματα και είδη έχουνε επηρεάσει με την αδιανόητα ποιοτική τους δισκογραφία, θα γράφουμε για ώρες. Άλλη κουβέντα αυτή όμως και για άλλη ώρα, πάμε στα όσα βιώσαμε το βράδυ της 27ης Νοεμβρίου.
Με τον περισσότερο κόσμο να βρίσκεται σε θέση μάχης εντός Κυττάρου και το ρολόι να δείχνει 20.30, οι Diviner με δικά τους σκηνικά πάτησαν πόδι στη σκηνή με το “Mountains High”. To heavy/power metal τους έχει πολλούς οπαδούς, που εκτιμάνε όλους τους δίσκους τους και είναι και πολύ ταιριαστό με τον ήχο των Riot.
Ο Γιάννης Παπανικολάου έχει φάει με την κουτάλα τη σκηνή του Κυττάρου, οπότε είναι εύκολο να πάρει το κοινό με το μέρος του. Φυσικά κανείς από την μπάντα δεν υστέρησε, άψογοι παίκτες όλοι τους για αυτή την μία ώρα που έπαιξαν. Φοβερή εμφάνιση, που κάλυψε και τα τρία άλμπουμ του συγκροτήματος με 10 συνολικά κομμάτια, αλλά την κορυφή την πάτησαν με το “The Battle Of Marathon”, την απίστευτη αυτή κομματάρα με την τόσο κολλητική μελωδία της.
Για το τέλος είχαμε το “Heaven Falls” και η όρεξη όλων είχε ανοίξει τόσο που δεν βλέπαμε την ώρα να δούμε ξανά σε ολόδικό τους show (μετά από 5 χρόνια) και κοντά ένα δίωρο στη σκηνή τους μεγάλους Αμερικάνους.
Να προσθέσω κι εγώ με τη σειρά μου σε όσα σίγουρα θα έχει αναφέρει ο Μιχάλης ότι οι Diviner ήταν η κατάλληλη μπάντα να ζεστάνει το κοινό σε μία τέτοια βραδιά και ότι η εμφάνιση τους έκανε την όλη προετοιμασία πριν το κυρίως πιάτο πολύ καλύτερη. Στιβαροί, ουσιώδεις, επαγγελματικότατοι, χίλια μπράβο. Και μετά από αυτό που ακολούθησε, τι να πεις πραγματικά για τους Riot V που δεν έχει ειπωθεί, που όποιος το έχει δει δεν το κρατάει για πάντα μέσα του και που κάθε εμπειρία μαζί τους παραμένει αξέχαστη… Με τον κορυφαίο heavy metal δίσκο της χρονιάς στο παλμαρέ τους, το φοβερό “Mean Streets”, μας επισκέφτηκαν για πολλοστή φορά και δηλώνοντας εξ’αρχής πόσο πολύ χαίρονται να βρίσκονται εδώ, ευχαριστώντας το κοινό που είναι αυτό που τους φέρνει κάθε φορά στην Ελλάδα. Με 2 βασικές αλλαγές στο line-up, τον Jonathan Reinheimer στη θέση του Nick Lee και τον Jesse Tudda στη θέση του Frank Gilchriest σε κιθάρα και τύμπανα αντίστοιχα λόγω ανειλημμένων υποχρεώσεων των βασικών μελών, τίποτα απολύτως δεν αλλάζει στην απόδοση, την αύρα που βγάζουν επί σκηνής και την όλη πληρότητα που προσφέρουν στο κοινό. Το ξεκίνημα λογικό με νέο κομμάτι, το “Hail To The Warriors”, ο ήχος συντριπτικά υπέροχος.Ο αρχηγός πλέον Don Van Stavern στο μπάσο με το trademark ουίσκυ στο χέρι, ρίχνει λίγο στη σκηνή κοιτώντας ψηλά προς τον αθάνατο Mark Reale και με το “Fight Or Fall” το κοινό παίρνει φωτιά, αρχίζουν stagedives και crowdsurfs και μάλιστα θα πρέπει να τονίσω ότι είναι από τις περιπτώσεις που οι γυναίκες της συναυλίας έβαλαν για τα καλά τα γυαλιά στους άντρες, καθώς ειδικά όσες ήταν στις μπροστινές σειρές ξέφυγαν κατά πολύ. Το λόγο παίρνει ο ασύγκριτος και τελευταίος ίσως μέγιστος τραγουδιστής της γενιάς του, ο υπέροχος Todd Michael Hall, ο οποίος στο μόνιμο μοτίβο “έχω καταπιεί μεγάφωνο το οποίο δεν κλείνει ποτέ”, ρίχνει κάτω τα σαγόνια του κόσμου. Ακολουθεί επί λέξει η παραδοχή του που οδήγησε σε πάμπολλα χειροκροτήματα: “Είστε υπέροχοι και απίστευτα συγκινητικοί και δυνατοί. Έκανα ένα λάθος χθες. Βλέπετε ήμασταν στην Κύπρο, όπου το κοινό ήταν πραγματικά δυνατό και σε κάποια φάση είπα “νομίζω ότι ξεπερνάτε τους Έλληνες” και αυτό γιατί περάσαμε πολύ καλά εκεί”. Το κοινό ξέρει τι θα πει ήδη και ξεσπά σε χειροκροτήματα και ο Todd συνεχίζει. “Προφανώς κι έκανα λάθος, τι να πω, όπου κι αν πάμε, ότι κι αν μας ρωτάνε, και δεν το λέω γιατί είμαι εδώ, λέμε το εξής:”
“Δεν υπάρχει μέρος που ο κόσμος τραγουδάει πιο δυνατά απ’ότι στην Ελλάδα, το λέμε ειλικρινά και σας ευχαριστούμε, κάθε φορά δεν ξέρουμε τι να πούμε”. Καταλαβαίνετε τι έγινε, με το κοινό και τη μπάντα να μη χάνουν χρόνο καθόλου. Το “Victory” είναι το μοναδικό -δυστυχώς- κομμάτι που παίχτηκε από το “Armor Of Light” και στη συνέχεια το φοβερό “On Your Knees” είναι αντίστοιχα -ακόμα πιο δυστυχώς- το μοναδικό κομμάτι από το μνημειώδες “The Privilege Of Power” που ακούσαμε. Βέβαια με τόσα άλμπουμ και 150-200 τραγουδάρες στο ενεργητικό, άντε να διαλέξεις… Πάμε σε πιο ροκαμπίλικες καταστάσεις με το νέο “Feel The Fire” και τα παλιά και θρυλικά “Road Racin’” και “Warrior”, με τον Todd να αναφέρει ότι απ’ότι βλέπει, αγαπάμε ιδιαίτερα και το παλιότερο στυλ της μπάντας. Καιρός για το πρώτο κομμάτι όπως μας είπε στο οποίο συνεισέφερε στη μπάντα κατά την ένταξη του το 2013, το “Bring The Hammer Down”, βαρύτατο και πειθήνιο, με τη μπάντα όσο περνάει η ώρα να γίνεται καλύτεροι. Ο Reinheimer και ο Tudda δεν αφήνουν να φανεί το κενό των Lee/Gilchriest και με τον νεανικό τους αέρα, η μπάντα δείχνει να απογειώνεται ακόμα περισσότερο συναυλιακά, δε θέλω να κάνω συνειρμούς αλλαγών μελών, αλλά τα παλικάρια πραγματικά τα έδωσαν όλα.
O Van Stavern κραδαίνοντας το ουίσκυ με τον κόσμο να τον επευφημεί φωνάζει “Donnie’s back” οπότε το κοινό ουρλιάζει ήδη κι όταν ξεκινάει το “Johnny’s Back” γίνεται το σώσε, όπως σε κάθε κομμάτι που παίχτηκε από το αξεπέραστο “Thundersteel”, το ομότιτλο κομμάτι του “Restless Breed” κάνει τα πάντα πιο όμορφα (μέγας υπερδίσκος που δεν αναφέρεται όσο συχνά πρέπει) και στη συνέχεια… σιωπή! Ήδη πάνε να φύγουν δάκρυα σε πολλούς και πολλές, αλλά αυτή η κορύφωση όταν ξεκινάει το “Bloodstreets” μετατρέπεται σε πύρινη λαίλαπα και το Κύτταρο ξαφνικά μοιάζει CBGB’s και οι Riot V μοιάζουν Exodus/Slayer/Megadeth εποχής ‘86 το πολύ, καθώς το σκηνικό σε ένα τόσο συναισθηματικό κομμάτι θυμίζει thrash μακελειό, έπρεπε να είστε από μία γωνιά να βλέπατε πόσοι άνθρωποι πήδηξαν από τη σκηνή και τι χαμός έγινε, πόσοι σηκώθηκαν να επιπλεύσουν στο κοινό, με τα μέλη της μπάντας να μην πολυπιστεύουν αυτό που βλέπουν, ειδικά ο Mike Flyntz στην γωνία του το καταχάρηκε όσο δε λέγεται. Επαναφορά στην πραγματικότητα με το καλύτερο κομμάτι του νέου τους δίσκου και στα τοπ 5 της χρονιάς κατ’εμέ, το φοβερό “Love Beyond The Grave”, μεγάλη η χαρά που το έπαιξαν, με τον Todd Michael Hall να μας λέει χαμογελαστός “το επόμενο κομμάτι δε θέλει συστάσεις”.
“Flight Of The Warrior” με το κοινό πραγματικά να πετάει στα ουράνια και οι αθεόφοβοι όχι απλά δεν έχουν διάθεση να σταματήσουν, αλλά εκτελούν το κοινό εν ψυχρώ: “SWORDS AND TEQUILAAAAAA” φωνάζει δυνατά ο Todd, ξανά χαμός, ξανά χαμόγελα παντού, οι Riot V κάνουν τα πάντα να μοιάζουν τόσο ανάλαφρα και κάθε πρόβλημα να κάνει στην άκρη. “Ξέρετε τι ακολουθεί, είστε έτοιμοι;” μας ρωτάνε… Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο και το “Thundersteel”, δε μπορώ να το θέσω αλλιώς και συγνώμη αν φαίνεται υπερβολικό, αλλά έτσι είναι. Ελ Αλαμέϊν και Τομπρούκ μαζί το Κύτταρο, σκηνές που θα μείνουν στη μνήμη του καθενός, το κομμάτι σε διπλή ταχύτητα, ο Reinheimer ανεβαίνει στο ηχείο και κοπανάει το κεφάλι που δε μπορεί να κοπανηθεί, ο Van Stavern στέλνει φιλιά στον εξώστη, αποχωρούν προσωρινά και βγαίνοντας ο Todd ρωτάει, “θέλετε ένα ακόμα τραγούδι, ίσως και δύο;” με τον κόσμο να φωνάζει “ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ”, ο Van Stavern αρχηγικός ρωτάει “θέλετε τρία ακόμα κομμάτια, ή να τα κάνουμε τέσσερα;”, γίνεται μέσα ΤΗΣ ΠΟΥΤΑΝΑΣ όταν το λέει και μας λένε ότι και καλά είναι το σημείο που δεν έχουν κομμάτια γραμμένα στο σετ και θα παίξουν ότι τους κατέβει. Έτσι το ξεκίνημα γίνεται με το εμβληματικό και αγαπημένο “Take Me Back”.Πολύ συναισθηματικό κομμάτι, το οποίο μάλιστα είναι και ο λόγος που μπήκαν πολλοί νεότεροι στη μουσική των Riot V. To “Magic Maker” είναι το κομμάτι που εκπροσωπεί την εποχή του Mike DiMeo (ΦΩΝΑΡΑ) μια και ο Todd λέει “ας παίξουμε κάτι από αυτή την περίοδο”, ενώ το αγαπημένο μου τραγούδι τους όλων των εποχών, το “Sign Of The Crimson Storm”, προετοιμάζει το έδαφος λίγο πριν το τέλος, αν και πολλάκις συνήθιζαν να κλείνουν με αυτό. “ΟΚ θα παίξουμε άλλα 2, παλιά αλλά καλά πριν φύγουμε” μας λένε κι αυτό που γίνεται αρχικά στο “Outlaw” και στο τέλος με το “Fire Down Under” είναι για τα βιβλία όπως συνηθίζω να λέω, ένας πραγματικός χαμός και πανζουρλισμός με 20 (Ε-Ι-Κ-Ο-Σ-Ι) κομμάτια σε 105’ και ένα πανδαιμόνιο έκρηξης αδρεναλίνης από πλευράς κοινού και μπάντας. Ο Todd θα λάβει κι ένα λουλούδι από τον εξώστη, ο Van Stavern αδειάζει όλο το μπουκάλι ουίσκυ στα στόματα των οπαδών, η μπάντα αποχωρεί θριαμβεύτρια όπως τις αξίζει και το μόνο που έλειπε ήταν μία τεράστια Αστερόεσσα να κυματίζει για αυτά τα άξια τέκνα του Αμερικάνικου μεταλλικού μεγαλείου που παίρνουν μόλις ένα μικρό μέρος αγάπης από όσα τεράστια και τρισμέγιστα τους αξίζουν.
Κλείνω ως οφείλω με αναφορά στον Mark Reale, την αδιαμφισβήτητη πηγή ενέργειας αυτής της μπάντας, ακόμα και ψηλά στους ουρανούς. Η μνήμη του τιμάται και διατηρείται ζωντανή με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, και η σκέψη ότι χαμογελάει και η ψυχή του είναι ήσυχη εκεί ψηλά με όσα βλέπει να διαδραματίζονται -γιατί τα βλέπει, να είστε σίγουροι- κάνει και τους οπαδούς να προσφέρουν κάθε ικμάδα ενέργειας που έχουν σ’αυτό το συγκρότημα που δεν υπήρξε ποτέ μέτριο -δε θα μπορούσαν ούτε με απειλή όπλου- και που πάντα θα μας θυμίζουν ότι σπουδαίος γεννιέσαι και δε γίνεσαι στην πορεία.
Για το Rock Overdose,
Άγγελος Κατσούρας (RIOT V)
Μιχάλης Τσολάκος (Diviner)
Ευχαριστούμε θερμά για τις φωτογραφίες τον Παναγιώτη Παπανδρεόπουλο