Ενδεχομένως ο κορυφαίος drummer στο metal στερέωμα, ο άνθρωπος, που με τον απαράμιλλο συνδυασμό της άρτιας τεχνικής του και της ασύγκριτης ταχύτητας του, έχει θέσει τον πήχη σε δυσθεώρητα επίπεδα, αφήνοντας καταδικασμένους τους υπόλοιπους ντράμερ του είδους να προσπαθούν να τον ξεπεράσουν, ο μεγάλος Dave Lombardo, γίνεται σήμερα 59 ετών.
Γεννήθηκε στην Havana της Κούβας, όταν όμως ήταν δύο ετών η οικογένεια του μετακόμισε στην California της Αμερικής. Το μεγαλύτερο ερέθισμα που τον ώθησε να γίνει ντράμερ, ήταν τα κουβανέζικα πάρτι που πήγαινε με τους γονείς του στην California, όπου έβλεπε τις διάφορες μπάντες να παίζουν και τους ανθρώπους να χορεύουν έντονα στους ρυθμούς των κρουστών.
Καθοριστική επίδραση είχαν επίσης πάνω του, τα μουσικά ακούσματα του αδερφού του, που άκουγε ονόματα όπως οι Cream, η Janis Joplin και οι Led Zeppelin. Στην ηλικία των οκτώ ετών, πήγε στο σχολείο του μια σειρά από Bongo τύμπανα και έναν δίσκο του Santana, ώστε να παίξει συνοδεία του δίσκου και να μιλήσει σχετικά με το ενδιαφέρον του για τα ντραμς. Ενσωματώθηκε στην μπάντα του σχολείου, όπου έπαιζε το τύμπανο για τις παρελάσεις, αλλά τελικά δεν ήταν αυτό που τον ευχαριστούσε. Ο πατέρας του, βλέποντας το επίμονο ενδιαφέρον του γιου του για τη μουσική, του αγόρασε ένα σετ από πέντε κομμάτια. Ο Dave, έσπευσε ακολούθως να αγοράσει και τον πρώτο του δίσκο, το “Alive!” των Kiss, για να παίζει ακούγοντας τον. Δίδαξε ο ίδιος τον εαυτό του το τραγούδι "100,000 Years"ακούγοντας το άλμπουμ επανειλημμένα και ήταν σε θέση να εκτελέσει το σόλο των τυμπάνων. Συνέχισε αγοράζοντας διάφορα 45άρια δισκάκια από Stevie Wonder, Ram Jam, κυρίως για το hit τους, “Black Betty”, Doobie Brothers, Bachman Turner Overdrive, κ.α.
Αφού ανακάλυψε το νέο του χόμπι, ο Lombardo ζήτησε από τους γονείς του να κάνει μαθήματα ντραμς. Οι γονείς του συναινέσαν, ωστόσο, τα μαθήματα διήρκεσαν μόνο μία εβδομάδα γιατί ο Lombardo βαρέθηκε γρήγορα από την επαναληπτικότητα και τα μαθήματα δεν προχωρούσαν αρκετά γρήγορα ώστε να προκαλέσουν τις ήδη μοναδικές δυνατότητες του.
Αφού παράτησε τα μαθήματα, οι φίλοι του τον μύησαν στη disco μουσική και έγινε προσωρινά DJ, με το όνομα “ A Touch of Class”. Λόγω όμως του ότι συνήθως γύρναγε σπίτι του ξημερώματα, οι γονείς του τον απείλησαν να τον στείλουν σε στρατιωτικό σχολείο και έτσι σταμάτησε. Αργότερα ο ίδιος δήλωνε πως η disco του έδειξε «την επίδραση του ρυθμού στο σώμα». Το 1978, επέστρεψε στη rock, βρίσκοντας και άλλους ομοϊδεάτες μουσικούς στο South Gate, που κατοικούσε. Όλοι μαζεύονταν στο σπίτι του για να παίξουν διασκευές τραγουδιών του Jimi Hendrix, όπως τα "Purple Haze", "Foxy Lady", και "Fire".
Αποφοιτώντας από το ιδιωτικό σχολείο στην όγδοη τάξη, γράφτηκε στο Γυμνάσιο Pius Χ, όπου φοιτούσαν περισσότεροι μουσικοί απ’ ότι πριν. Δήλωσε συμμετοχή στο talent show του σχολείου του και έπαιξε το "Johnny B. Goode" του Chuck Berry με ένα κιθαρίστα ονόματι Peter Fashing. Έχοντας εντυπωσιάσει το πλήθος με το drum σόλο του, έγινε γνωστός από την επόμενη μέρα, ως «ο ντράμερ Davis».
Έχοντας αποκτήσει αρκετή δημοτικότητα, σχημάτισε με δύο κιθαρίστες, μια μπάντα το 1979, που ονόμασε Escape. Το γκρουπ έπαιζε τραγούδια από AC/DC, Led Zeppelin, και Black Sabbath, στο γκαράζ του Lombardo. Άλλαξε πάλι σχολείο, λόγω των κακών του βαθμών και στο νέο του γυμνάσιο, βρήκε έναν τραγουδιστή για την μπάντα, που μετονομάστηκε σε Sabotage και έπαιζε σε πάρτι, αλλά δεν κατάφερνε να κάνει επιτυχία.
Οι γονείς του, βλέποντας ότι το μόνο πια που τον ενδιέφερε ήταν η μουσική, τον έπεισαν να εγκαταλείψει το συγκρότημα και να αφοσιωθεί στο σχολείο, βρίσκοντας και μια δουλειά. Έχοντας φτάσει τα 16 του, θυμήθηκε κάποιους φίλους του που είχαν ένα τοπικό σχήμα, τους Sinister, οι οποίοι του είπαν για έναν κιθαρίστα που έμενε μερικά τετράγωνα πιο μακριά. Ένα απόγευμα, αφού είχε κάνει την παράδοση του φαγητού για το εστιατόριο που δούλευε, πέρασε από το σπίτι του κιθαρίστα και είδε τον Kerry King.
Ο Dave συστήθηκε και πρόσθεσε πως έπαιζε ντραμς και πως ήξερε για εκείνον πως ήταν κιθαρίστας, προτείνοντας του να παίξουν μαζί. Ο King δέχτηκε και προσφέρθηκε να του δείξει τη συλλογή με τις κιθάρες του. Οι δυο τους συνειδητοποίησαν ότι είχαν κάποια κοινά μουσικά ενδιαφέροντα και ξεκίνησαν τις πρόβες στο γκαράζ του. Σύντομα ο Jeff Hanneman, γνωριμία του King, έπαιζε μαζί τους και οι τρεις τους αποφάσισαν πως χρειάζονταν τραγουδιστή και μπασίστα. Ο Kerry είχε παίξει με τον Tom Araya σε μια μπάντα που λεγόταν Quits και αποφάσισε να τον γνωρίσει στους άλλους δύο. Κάπως έτσι σχηματίστηκε η αρχική σύνθεση των Slayer, που ξεκίνησαν να κάνουν εκτενείς εμφανίσεις στις αρχές του 1980, με το ντεμπούτο τους να έρχεται τρία χρόνια αργότερα.
Το 1986, κατά τη διάρκεια της περιοδείας για την προώθηση του “Reign in Blood”, ο Lombardo αποχώρησε από την μπάντα, ισχυριζόμενος πως δεν έβγαζε αρκετά λεφτά και πως αν τα πράγματα ήταν πιο επαγγελματικά, έχοντας συμβόλαιο με μια μεγαλύτερη δισκογραφική, θα μπορούσε να ανταπεξέλθει στο νοίκι και τις υποχρεώσεις του. Αν και βρέθηκε προσωρινά ο αντικαταστάτης του στο πρόσωπο του Tony Scaglione των Whiplash, ο παραγωγός Rick Rubin, τον κάλεσε επανειλημμένα, ζητώντας του να επιστρέψει, κάτι που έγινε το 1987.
Πέντε χρόνια μετά, εγκατέλειψε και πάλι τους Slayer, εξαιτίας συγκρούσεων με μέλη της μπάντας αλλά της επιθυμίας του να είναι με τη σύζυγό του κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της. Η δεύτερη επιστροφή του στις τάξεις τους, πραγματοποίηθηκε πια το 2001.
Μετά τη γέννηση του πρώτου παιδιού του το 1993, ο ντράμερ, σχημάτισε μια groove metal μπαντα, τους Grip Inc, με τον κιθαρίστα των Voodoocult, Waldemar Sorychta. Έκαναν το ντεμπούτο άλμπουμ τους το 1995 και ακολούθησαν άλλα τέσσερα. Ο Lombardo δηλώνει υπερήφανος για τους Grip Inc. και πιστεύει ότι τον έκαναν πιο δημιουργικό ως μουσικό. Το 1998, ενσωματώθηκε σε ένα side project, τους Fantômas με τον τραγουδιστή των Faith No More, Mike Patton και τον κιθαρίστα των Melvins, Buzz Osborne,έχοντας συμμετάσχει σε τέσσερα άλμπουμ. Κατά τον ίδιο, αυτή ήταν και η σκληρότερη μουσική που έχει παίξει, ακόμα και απ’ τους Slayer. Έ
να χρόνο μετά, σε μια διαρκή προσπάθεια του να διευρύνει τους ορίζοντες του ως ντράμερ, συνεργάστηκε με τον Ιταλό μουσικό της κλασσικής, Lorenzo Arruga για την ηχογράφηση του “ Vivaldi – The Meetin”. Έχει παίξει επίσης ντραμς σε ηχογραφήσεις συγκροτημάτων όπως οι Testament και οι Apocalyptica. To 2005, ηχογράφησε το “Drums of Death” με τον DJ Spooky. Το πιο πρόσφατο project με το οποίο ασχολείται, οι PHILM, κυκλοφόρησαν το Μάιο του 2012, το ντεμπούτο τους.
Ο Lombardo, στα σχεδόν 30+ χρόνια καριέρας του, έχει διακριθεί για το επιθετικό του παίξιμο και η χρήση των τυμπάνων του, έχει αποκαλεστεί «εκπληκτικά καινοτόμα», ενώ του έχει δοθεί ο τίτλος του «νονού του double bass», από το Drummer World.
Αποτελεί, ισχυρή επιρροή στη metal σκηνή και έχει εμπνεύσει πολλούς σύγχρονους drummer του είδους, ιδίως στο Thrash Metal όσο και στο Death Metal. Ο ίδιος, θεωρεί τον εαυτό του περισσότερο έναν punk ντράμερ που παίζει σε βαρύ double – drum set, παρά έναν παραδοσιακό metal ντράμερ. Να προσθέσουμε τέλος πως έχει τρία παιδια, δύο αγόρια και μια κόρη, που όλα ασχολούνται με τη μουσική.