Ένας τεράστιος θρύλος της κιθάρας, που στις πέντε δεκαετίες της καριέρας του έχει καταφέρει να προσδώσει επικές διαστάσεις στο όνομα του μέσα από το απερίγραπτο ταλέντο του, έχοντας αφήσει πίσω του μια τεράστια μουσική κληρονομιά βασισμένη σε πολλά διαφορετικά στιλιστικά στοιχεία με τα οποία τροποποιούσε συχνά τον ήχο του, ο μοναδικός και ιδιαίτερα επιδραστικός Eric Clapton, γίνεται σήμερα 75 ετών.
Ο Eric Patrick Clapton, όπως είναι ολόκληρο το όνομά του, γεννήθηκε κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, στο Surrey της Αγγλίας, από τη 16χρονη Patricia Molly Clapton και τον 24χρονο Edward Walter Fryer, έναν Καναδό στρατιώτη. Πριν ακόμη γεννηθεί το παιδί του, ο Fryer επέστρεψε στην πατρίδα του όπου ήταν ήδη παντρεμένος με άλλη γυναίκα, ενώ η Patricia, έφηβη όντας, ήταν απροετοίμαστη να αναθρέψει ένα παιδί μόνη της. Έτσι ο Eric, μεγάλωσε με τη γιαγιά και τον παππού του, (πατριό της μητέρας του), έχοντας την εντύπωση ότι αυτοί είναι οι γονείς του και πως η βιολογική του μάνα, ήταν η μεγαλύτερη αδερφή του. Κάποια χρόνια αργότερα, η μητέρα του παντρεύτηκε έναν άλλο Καναδό στρατιώτη και μετακόμισε στη Γερμανία, αφήνοντας πίσω το νεαρό γιο της. Το επώνυμο Clapton προέρχεται από τον παππού του, τον πατέρα της Patricia, Reginald Cecil Clapton. Παρ’ όλα αυτά, ο κιθαρίστας είχε την τύχη να μεγαλώσει σε μια πολύ μουσική οικογένεια. Η γιαγιά του ήταν μια έμπειρη πιανίστρια, η μητέρα του απολάμβανε ν’ ακούει μουσική, ενώ όπως αποδείχθηκε και ο απών πατέρας του, ήταν επίσης ένας ταλαντούχος πιανίστας που είχε παίξει σε πολλά χορευτικά συγκροτήματα, ενώ βρισκόταν στο Surrey. Γύρω στην ηλικία των οκτώ, ανακάλυψε την αλήθεια σχετικά με τους παππούδες του και την πραγματική του μητέρα και ενώ μέχρι τότε ήταν ένας καλός μαθητής, έγινε αγέλαστος και έχασε κάθε κίνητρο ώστε να κάνει τα μαθήματά του, με αποτέλεσμα να αποτύχει στις εξετάσεις για την εισαγωγή του στη 2βάθμια εκπαίδευση. Ωστόσο, έδειξε μεγάλη ικανότητα για την τέχνη, οπότε στην ηλικία των 13 ετών γράφτηκε στο Holyfield Road School στον κλάδο των τεχνών. Την εποχή της έκρηξης του rock n roll, στη βρετανική μουσική σκηνή το 1958, ο Clapton για τα 13α γενέθλια του, ζήτησε ως δώρο μια ακουστική κιθάρα. Παρ’ όλα αυτά βρήκε ιδιαίτερα δύσκολο και οδυνηρό να παίξει με το φθηνό όργανο και έχασε για λίγο το ενδιαφέρον του.
Όταν έγινε 16 ετών και ξεκίνησε σπουδές στο Kingston College of Art , βλέποντας γύρω του εφήβους με μουσικά γούστα παρόμοια με τα δικά του, άρχισε να ασχολείται ξανά με την κιθάρα, σε έντονο βαθμό. Είχε από μικρός, blues επιρροές και έκανε πολύωρη εξάσκηση προκειμένου να μάθει τις χορδές της μπλουζ μουσικής, ακούγοντας ταυτόχρονα δίσκους. Οι μουσικοί που θαύμαζε, ήταν κυρίως οι Robert Johnson, Muddy Waters και Alexis Korner, ο τελευταίος εκ των οποίων τον ενέπνευσε να αγοράσει και την πρώτη του ηλεκτρική κιθάρα. Σύντομα ξεχώρισε για το ταλέντο του, όμως αποβλήθηκε από το κολλέγιο, στο τέλος της πρώτης χρονιάς, διότι το ενδιαφέρον του, εστιαζόταν στη μουσική και όχι στην τέχνη. Στη συνέχεια, το 1963, επέστρεψε στο West End του Λονδίνου και επιχείρησε να μπει στη μουσική βιομηχανία ως κιθαρίστας. Έγινε μέλος στην πρώτη του μπάντα, τους The Roosters, που λίγους μήνες μετά διαλύθηκαν. Ακολούθησαν οι πιο pop, Casey Jones and The Engineers, τους οποίους εγκατέλειψε σύντομα. Εφόσον δεν μπορούσε να βγάλει τα προς το ζην από τη μουσική του, ο Clapton δούλεψε ως εργάτης σε οικοδομές.
Έχοντας όμως τη φήμη ενός ικανού κιθαρίστα, τον Οκτώβρη του 1963, έλαβε μια πρόσκληση να ενταχθεί στους The Yardbirds και μαζί τους ηχογράφησε τις πρώτες εμπορικές του επιτυχίες, σύντομα όμως απογοητεύτηκε από τον εμπορικό pop ήχο τους και αποχώρησε το 1965. Ακολούθησαν, οι John Mayall & the Bluesbreakers, στους οποίους ξεχώρισε από την πρώτη στιγμή.Μια ενδιαφέρουσα ιστορία, της συγκεκριμένης εποχής, θέλει τον Clapton, να αποφασίζει να κάνει ένα ταξίδι στον κόσμο με αυτοκίνητο, μαζί με πέντε μουσικούς και ένα γκρουπ που ονόμασαν Glands. Έχοντας ενημερώσει τον John Mayall ότι θα έλειπε για λίγο, ξεκίνησαν περνώντας από Γαλλία, Βέλγιο και συνέχισαν, οδηγώντας μέσω Γιουγκοσλαβίας, αλλά το αυτοκίνητο τους κόντευε να διαλυθεί. Με τα χίλια ζόρια, έφτασαν στη Θεσσαλονίκη και κατόπιν στην Αθήνα, όπου έπιασαν δουλειά σ’ ένα club που ονομαζόταν Igloo. Έπαιζαν μαζί με το ελληνικό συγκρότημα Juniors και τους βοηθούσαν κάποιες φορές στις διασκευές που έπαιζαν, δύο βράδια όμως αργότερα, τα δύο μέλη των Juniors, σκοτώθηκαν σε τροχαίο ατύχημα. Το μαγαζί έκλεισε για δύο μέρες και η ελληνική μπάντα, ξανάρχισε να παίζει, κάποιες μέρες μετά όμως, χάθηκε. Ο Clapton, φαίνεται να πέρναγε καλά στη χώρα μας, όμως οι υπόλοιποι είχαν μπουχτίσει και ήθελαν να φύγουν. Λέγοντας στον ντράμερ των Juniors, πως σκεφτόταν να φύγει, εκείνος τον συμβούλεψε να μην το πει στο μάναντζερ, γιατί θα τον κυνηγούσε και θα του έκοβε τα χέρια. Έτσι, κατέστρωσαν σχέδιο διαφυγής, έβγαλαν κρυφά εισιτήρια για το τρένο και εκείνος επέστρεψε στην Αγγλία, όπου ανακάλυψε πως τη θέση του στους Bluesbreakers, είχε πάρει ένας λαμπρός κιθαρίστας ονόματι Peter Green, αργότερα μέλος των Fleetwood Mac. Τελικά, κυκλοφόρησε μαζί τους ένα άλμπουμ, το “Blues Breakers – John Mayall – With Eric Clapton”, που εδραίωσε τη φήμη του μουσικού ως ένας από τους μεγάλους κιθαρίστες της εποχής. Tο album, που περιλάμβανε τραγούδια όπως "What'd I Say" και "Ramblin' on My Mind," θεωρείται ευρέως ένα από τα μεγαλύτερα blues άλμπουμ όλων των εποχών. Το θαυματουργό παίξιμο του στο άλμπουμ ενέπνευσε το κολακευτικό παρατσούκλι του "God" το οποίο διαδόθηκε από ένα γκράφιτι στον τοίχο ενός σταθμού του μετρό του Λονδίνου που έλεγε "Ο Clapton είναι Θεός." Παρά την επιτυχία του δίσκου, ο Clapton έφυγε σύντομα από τους the Bluesbreakers. Λίγους μήνες αργότερα, συνεργάστηκε με τον μπασίστα Jack Bruce και τον ντράμερ Ginger Baker για να σχηματίσουν το rock τρίο Cream.
Εκτελώντας εξαιρετικά πρωτότυπα κλασικά μπλουζ όπως "Crossroads" και "Spoonful", καθώς και σύγχρονα κομμάτια blues όπως το "Sunshine of Your Love" και "White Room," ο Clapton ξεπέρασε τα όρια της μπλουζ κιθάρας. Μέσα από τρεις κυκλοφορίες μέχρι το 1968, το συγκρότημα κέρδισε την τεράστια διεθνή αναγνώριση. Λόγω όμως εσωτερικών συγκρούσεων μεταξύ τους όμως, οι δρόμοι τους χώρισαν, μετά από δυο συναυλίες στο Royal Albert Hall του Λονδίνου. Το επόμενο βήμα του, ήταν ο σχηματισμός των Blind Faith, η διάρκεια ζωής των οποίων κράτησε μόνο για ένα δίσκο και μια καταστροφική αμερικανική περιοδεία.
Η αυγή της νέας δεκαετίας, τον βρήκε να ιδρύει τους Derek and the Dominos και να προχωρά στη σύνθεση και την ηχογράφηση ενός απ’ τα πιο επιδραστικά άλμπουμ στην ιστορία της ροκ, του “Layla and Other Assorted Love Songs”. Πρόκειται για μια concept δουλειά που περιστρέφεται γύρω απ’ την ανεκπλήρωτη αγάπη, που έγραψε ο Clapton ώστε να εκφράσει την απελπισμένη του αγάπη για την Pattie Boyd,τη γυναίκα του George Harrison, των Beatles. Παρά την ευρεία αποδοχή του δίσκου απ’ τους κριτικούς, εμπορικά απέτυχε και ως συνέπεια αυτού, η κατάθλιψη του κιθαρίστα χειροτέρεψε και για τρία χρόνια ανέπτυξε εθισμό στην ηρωίνη. Απέβαλε τελικά τη συνήθεια του αυτή και επανεμφανίστηκε στη μουσική σκηνή το 1974, δίνοντας δύο συναυλίες στο Rainbow Theater του Λονδίνου, που οργάνωσε ο φίλος του, Pete Townshend των The Who. Στα τέλης του ίδιου έτους, κυκλοφόρησε το “461 Ocean Boulevard”, που περιλάμβανε ένα απ’ τα πιο δημοφιλή single του, τη διασκευή του Bob Marley, “I Shot the Sheriff”. Το εν λόγω άλμπουμ, σηματοδότησε την αρχή μιας εξαιρετικά παραγωγικής σόλο καριέρας, κατά την οποία ο Clapton, έβγαζε τη μια σημαντική δουλειά, πίσω απ’ την άλλη. Παρά την σταθερή τροχιά στην οποία είχε μπει η καριέρα του, η προσωπική του ζωή εν αντιθέση, παρέμενε σε μεγάλη σύγχυση. Το 1979, πέντε χρόνια μετά το διαζύγιο της από το φίλο του, George Harrison, η Boyd, παντρεύτηκε τελικά τον Clapton. Ωστόσο, αυτή τη φορά ο μουσικός, είχε αντικαταστήσει την εξάρτηση του από την ηρωίνη με το αλκόολ, κάτι που έφερνε προβλήματα στη σχέση τους, ενώ επιπλέον ήταν και άπιστος, έχοντας συλλάβει δύο παιδιά με άλλες γυναίκες κατά τη διάρκεια του γάμου τους, με αποτέλεσμα το 1989 να έρθει το διαζύγιο τους. Συγκεκριμένα, απέκτησε μια κόρη, τη Ruth, το 1985 και τον Conor, το 1986, ο οποίος πέθανε σε ηλικία πέντε ετών, πέφτοντας από το παράθυρο του διαμερίσματος της μητέρας του. Η τραγωδία ήταν ένα βαρύ τίμημα για τον κιθαρίστα και τον ενέπνευσε να γράψει ένα από τα πιο όμορφα και εγκάρδια κομμάτια της καριέρας του, το “Tears in Heaven”.
Το 1987, με τη βοήθεια των Ανώνυμων Αλκοολικών, τελικά απαλλάχτηκε από τον αλκοολισμό του και από τότε παρέμεινε καθαρός. Όντας νηφάλιος για πρώτη φορά στην ενήλικη του ζωή, κατάφερε να πετύχει την προσωπική ευτυχία που δεν είχε γνωρίσει ποτέ πιο πριν. Το 2002, παντρεύτηκε την Melia McEnery και μαζί έχουν τρεις κόρες. Ο καλλιτέχνης, έχει αξιολογηθεί στην τέταρτη θέση των σπουδαιότερων κιθαριστών όλων των εποχών από το περιοδικό Rolling Stone, έχει λάβει δεκαοχτώ βραβεία Grammy και είναι ο μόνος που έχει εισαχθεί τρεις φορές στο Rock and Roll of Fame, ως μέλος των The Yardbirds, ως μέλος των Cream και ως σόλο μουσικός. Συνεχίζει να ηχογραφεί και να κάνει περιοδείες αδιάκοπα, ενώ επίσης δραστηριοποιείται έντονα και φιλανθρωπικά.
Πλέον είναι σε θέση να δηλώνει ευτυχισμένος από τη ζωή του, έχοντας απαλλαγεί από οποιονδήποτε εθισμό και έχοντας στο πλευρό του την οικογένεια του.