Οι tribute μπάντες όπου κάποια μέλη έχουν φύγει από ένα συγκρότημα και συνεχίζουν μέρος της καριέρας τους -αν όχι όλη τη μετέπειτα- παίζοντας κομμάτια του ένδοξου παρελθόντος, όλο και πληθαίνει. Πολλά και πρόσφατα τα παραδείγματα, όπου σε κάποιες περιπτώσεις οι οπαδοί τα αγκαλιάζουν θερμά και σε κάποιες μένουν αδιάφοροι. Η περίπτωση των Kings Of Thrash είναι μία από αυτές που συζητήθηκαν πολύ, καθώς όχι απλά έχουμε να κάνουμε με πρώιμο υλικό των Megadeth και μάλιστα ως επί τω πλείστον της ‘80s περιόδου τους, αλλά και γιατί σ’αυτήν εμπλέκονται ο David Ellefson, χρόνιος μέχρι πρότινος συνεργάτης του Dave Mustaine, αλλά και ο Jeff Young που έπαιξε στο θρυλικό άλμπουμ “So Far, So Good… So What!” το 1988. Άρα έχοντας το ήμισυ μίας σύνθεσης που έδρασε 35 χρόνια πριν, η βραδιά δε θα μπορούσε παρά να είναι αποκλειστικά νοσταλγική κι ακόμα αποκλειστικότερα, για πολύ φανατικούς οπαδούς των Megadeth, οι οποίοι θα είχαν την ευκαιρία να δουν και να ακούσουν κομμάτια του παρελθόντος που είχαν χρόνια να παιχτούν και που ικανοποιούν ανάλογα φανμποϊστικα γούστα, έτσι σύραμε στο Κύτταρο να δούμε τι θα δούμε σε μία βραδιά που ήταν και αρκετά χορταστική από άποψη χρόνου βλέποντας 3 συγκροτήματα διαφορετικά μεταξύ τους όσο δεν πάει.
Αρχή με τους Dieth, το πολυδιαφημισμένο νέο εγχείρημα του Elleffson, ο οποίος έδειξε να το διασκεδάζει πολύ, αυτό το πολύ γκρουβάτο death/thrash που παίζουν του πάει ιδιαίτερα και μιλάμε για μία πολυεθνική κατάσταση, καθώς ο κιθαρίστας/τραγουδιστής Guilherme Miranda είναι Βραζιλιάνος κι ο ντράμερ Michal Lysejko Πολωνός, όπως Πολωνός είναι και ο δεύτερος Live κιθαρίστας, με έκπληξη ευχάριστη είδα να τους συνοδεύει ο Hubert Wiecek, που συνυπήρξε με τον Lysejko στους Decapitated στο “Anticult”. Ωραίος ήχος, ενεργητικότατη η παρουσία τους και ξεκίνημα με το ομότιτλο κομμάτι από το μοναδικό τους ως τώρα άλμπουμ “To Hell And Back” και καπάκι το σινγκλάκι “Don’t Get Mad...Get Even!” όπου ο κόσμος που τους βλέπει γουστάρει δεόντως. Παίξανε περίπου 40’ και κατάφεραν με την διάθεση τους και τον φοβερό τους ήχο να κερδίσουν τους παρευρισκόμενους, νομίζω έχουν τα φόντα να προσφέρουν ακόμα περισσότερα μελλοντικά, παρότι το στυλάκι τους είναι μπερδεμένο λιγάκι, αλλά θεωρώ πως αργά ή γρήγορα θα το βρουν. Σίγουρα η παρουσία του Ellefson έχει ανοίξει πολλές πόρτες που υπό συνθήκες θα ήταν κλειστές και στο χέρι τους είναι να αποδείξουν αν είναι πολλά παραπάνω από μία μπάντα στην οποία συμμετέχει ένας πασίγνωστος θρύλος, όχι ότι και οι υπόλοιποι δεν είναι ήδη γνωστές προσωπικότητες.
Επόμενοι οι Andry επί σκηνής, με τη συμπατριώτισσα μας Andry Lagiou να ηγείται του σχήματος και να έχει δίπλα της μία καλοκουρδισμένη μπάντα η οποία παίζει σε heavy/power μοτίβο στην πλειοψηφία του υλικού. Πολύ ωραία κι ευχάριστη η παρουσία της μπάντας, παρότι εντελώς αντιφατική και με τους Dieth και με τους Kings Of Thrash. Η μεγάλη τους επιτυχία κρύβεται στο γεγονός ότι ενώ περιμέναμε να ακούσουμε κομμάτια στη συνέχεια με τα οποία μεγαλώσαμε, δεν είπαμε αυτό το περιβόητο “άντε τελειώνετε” που γίνεται από τον κόσμο σε ανάλογες περιπτώσεις. Πολύ καλή η φωνή της Andry, ενώ ο κιθαρίστας ναι μεν επιζητεί την προσοχή λίγο παραπάνω από το κανονικό αλλά το υπηρετεί 100% και ζει το όνειρο του στο έπακρο. Ξεκάθαρα Malmsteen-όπαιδο, τον έχει μελετήσει στο έπακρο και δε διστάζει να σκαρφαλώσει μέχρι και στη σκαλωσιά για να κάνει το σόου του. Παιχταράς όμως ειδικά για το νεαρότατο της ηλικίας του, όπως και όλη η μπάντα και φοβερός ήχος. Είχαμε μάσκες, μαστίγια, είχαμε και μία τρομερή διασκευή στο “Burn” των Deep Purple όπου θα πω ένα μπράβο, γιατί ο Coverdale δεν αγγίζεται ούτε από άντρες και η Andry το κάρφωσε ερμηνευτικά. Θα ήθελα να τους δω ξανά σε πιο ταιριαστή κατάσταη, το 1ο δείγμα κρίνεται θετικότατο.
Έρχεται και η ώρα των headliners λοιπόν με τον κόσμο να ξεσπάει σε επευφημίες βλέποντας τον Jeff Young αρχικά, αλήθεια πόσοι περιμέναμε ότι θα τον βλέπαμε κάποτε; Παίρνουν θέση και οι υπόλοιποι ανάμεσα σ’αυτόν και τον Ellefson, ο κιθαρίστας/τραγουδιστής Chaz Leon και ο πολύ καλός ντράμερ Fred Aching και το ξεκίνημα δε θα μπορούσε να ήταν άλλο από αυτό που ανοίγει το “So Far, So Good… So What!” με το ορχηστρικό “Into The Lungs Of Hell” να μας πηγαίνει πολλά χρόνια πίσω, να τονίσω ότι ήταν και το 1ο κομμάτι Megadeth που άκουσα ποτέ και η αλήθεια είναι συγκινήθηκα λίγο παραπάνω. Κι εκεί που περιμένουμε το “Set The World Afire” το οποίο τελικά δεν παίχτηκε δυστυχώς, ακούμε το “Mary Jane” με τη συναυλία να αρχίζει με τον κατάλληλο αουτσάϊντερ τρόπο. Ο Jeff Young τα παίζει όλα καρφί και μπράβο του, οι εκφράσεις στο πρόσωπο του δείχνουν ότι το ζει πλήρως, ενώ το tapping πάει σύννεφο κι αν μη τι άλλο, η κλάση δεν ξεχνιέται. “Κάτι από το “Youthanasia” για τη συνέχεια” μας λένε και ακούμε με μεγάλη έκπληξη αρχικά το “Train Of Consequences” και το λόγο παίρνει αφού παίζεται ο Ellefson τονίζοντας ότι την 1η του μήνα έκλεισε 30 χρόνια.
Έτσι θεώρησαν σωστό (και πολύ καλά έκαναν) να βάλουν στο σετ μερικά κομμάτια από αυτό, έτσι ο Chaz Leon αναφέρει ότι το επόμενο κομμάτι είναι κάτι σαν ανθολογία του παρελθόντος, ακούμε λοιπόν το πολυαγαπημένο “Victory” το οποίο στιχουργικά ενώνει τις παλιές κομματάρες τους και η χαρά έχει φτάσει στο έπακρο. Καιρός να πάμε ακόμα πιο πίσω με το “Skull Beneath The Skin” και τη μπάντα να δείχνει ότι μπορεί να παίξει μια χαρά και το πολύ απαιτητικό παλιό υλικό, ενώ το “502” είναι άλλη μία έκπληξη που δε νομίζω να περίμενε κανείς. Μετά από το κλασικό αχρείαστο drum solo που υπάρχει σε πολλές συναυλίες, έρχεται η στιγμή που περιμένουν οι περισσότεροι, με το “In My Darkest Hour”, ενώ η κορυφαία εκτέλεση της βραδιάς -κι άκρως απροσδόκητη- είναι αυτή του “Good Mourning/Black Friday” όπου θα αρχίσει να πέφτει ξύλο και με μερικούς να μην πιστεύουν ότι όντως το έπαιξαν ολόκληρο. Μία γνώριμη και ιερή θα έλεγα μπασογραμμή γεμίζει το χώρο, καθώς ο Ellefson παίζει το “Dawn Patrol” από το “Rust In Peace”, ρίξε και τον Polaris εκεί πέρα γαμώτο να μη μείνει τίποτα όρθιο, τέλος πάντως, ας μη γκρινιάζουμε, ήταν έστω για 2’ μία πολύ όμορφη προσθήκη.
Το μόνο “φάουλ” που μπορώ να βρω στο όλο εγχείρημα είναι το πόσο πολύ τράβηξαν το τζαμάρισμα του “These Boots”, με το σετ να κάνει κοιλιά καθώς για σχεδόν ένα τέταρτο παίζανε τα κέρατα τους μεν ως παιχταράδες, αλλά θα προτιμούσα 1-2-3 κομμάτια παραπάνω αντί για drum solo και τόσο ξεχείλωμα, θεωρώ θα το φτιάξουν στην πορεία. Το encore μας πάει στο 1986 αυστηρά και τα 2 κομμάτια που εκτόξευσαν τη φήμη των Megadeth παίζονται σερί, αρχικά το “Wake Up Dead” με χαμό από κάτω και στο τέλος το “Peace Sells” όπου συμμετέχει εν χορώ όλο το Κύτταρο και η βραδιά κλείνει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο μετά από 70’. Σίγουρα κάποια πράγματα μπορούν να γίνουν καλύτερα με το σετ τους, αλλά όλοι έφυγαν πολύ ευχαριστημένοι, ενώ θα πρέπει να τονίσω την ευγένεια και χαρά του Jeff Young που βρέθηκε σχεδόν άμεσα κοντά στον κόσμο και δεν αρνήθηκε στους δεκάδες που περίμεναν ένα αυτόγραφο ή μία φωτογραφία, όντας πολύ χαρούμενος που βρέθηκε εδώ. Δεν ξέρω αν και ποιά θα είναι η τύχη των Kings Of Thrash και πόσο πολύ θα κρατήσει αυτό το εγχείρημα, αλλά στο τέλος φύγαμε όλοι χαρούμενοι παρά τις όποιες μικροενστάσεις μπορεί να είχαμε λόγω προσωπικής τελειομανίας μέσα μας.
Can you put a price on peace?
Για το Rock Overdose,
Άγγελος Κατσούρας
Φωτογραφίες: Παναγιώτης Παπανδρεόπουλος