Η φωνή του δεν έχει απλά επηρεάσει τη metal σκηνή, αλλά ως ένα βαθμό την έχει διαμορφώσει. Ο απόλυτος frontman του είδους, ο άνθρωπος του οποίου η φωτογραφία φιγουράρει δίπλα στον ορισμό του Metal God, o αέναος Rob Halford, γίνεται 66 ετών!
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην περιοχή του Midlands στο Birmingham της Αγγλίας, που παραδόξως έχει παράδοση στα βαριά μέταλλα, αφού όπως έχει δηλώσει, στην εφηβεία του περπατούσε πέντε χιλιόμετρα για να φτάσει στο σχολείο του, περνώντας από διάφορα χυτήρια μετάλλων της περιοχής. Ο πατέρας του μάλιστα, εργαζόταν σε επιχείρηση παραγωγής χάλυβα, ενώ η μητέρα του για σειρά ετών ήταν νοικοκυρά και στη συνέχεια δούλεψε ως βρεφονηπιοκόμος και σε άλλες δουλειές. Περιγράφει εκείνα τα χρόνια ως δύσκολα, αφού δεν υπήρχαν αρκετά χρήματα, ούτε και θέρμανση στο σπίτι τους, αν και αισθάνεται υπερηφάνεια, τονίζοντας πως λειτούργησαν ευνοϊκά στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του. Ως παιδί, θυμάται πως ήταν ερωτευμένος με όλους τους τομείς του θεάματος που σχετίζονταν με την ψυχαγωγία, ενώ η μουσική είχε για εκείνον απίστευτη αξία. Ειδικά στις αρχές της εφηβείας του, που ξεκίνησε όπως συμβαίνει συνήθως τη δική του επανάσταση, ήταν η καλύτερη παρέα που θα μπορούσε να έχει, νιώθοντας κι εκείνος πως κανείς δεν τον καταλάβαινε, ούτε τον αγαπούσε. Κατάλαβε αμέσως σχεδόν, ότι αυτό που ήθελε ήταν ν’ αναμειχθεί πάση θυσία με την αγαπημένη του τέχνη.
Γνώριζε άλλωστε πως διέθετε μια πολύ καλή φωνή για να το πετύχει, από τότε που ήταν οκτώ ετών και έπρεπε να τραγουδήσει μπροστά σε όλη την τάξη με τη δασκάλα του, που έκανε οντισιόν για τη χορωδία. «Έκανα τέτοια εντύπωση που με πήρε σε όλες τις άλλες τάξεις να τραγουδήσω a cappella και τα παιδιά χειροκροτούσαν. Σκέφτηκα πως αυτό που συνέβαινε ήταν πραγματικά πολύ ωραίο και αναμφίβολα ήταν ένα γεγονός απ’ αυτά που δεν μπορείς να ξεχάσεις ποτέ». Όταν άφησε το σχολείο, στα 16 του χρόνια, δούλεψε σε ένα θέατρο, ως μηχανικός φωτισμού της σκηνής και εκτέθηκε σε οτιδήποτε, από το Royal Ballet μέχρι την όπερα και σόου με ζογκλέρ και μάγους. «Είδα πολλά δίπλα απ’ τη σκηνή και είπα στον εαυτό μου πως δε θέλω να είμαι στο πλάι της. Θέλω να είμαι πάνω στη σκηνή!», είναι τα λόγια του. Ξεκίνησε να τραγουδά με διάφορα τοπικά γκρουπάκια, όπως οι Athens Wood, Abraxas, Thark και Hiroshima, αλλά ήταν ένα ένα παράξενο περιστατικό αυτό που το 1973, τον έφερε στους κόλπους ενός ανερχόμενου γκρουπ του Birmingham, των Judas Priest. Είχε γνωριστεί με τον μπασίστα τους, Ian Hill, με τον οποίο έβγαινε η αδερφή του και μια μέρα, ορισμένα μέλη της μπάντας, είχαν μαζευτεί σπίτι του, όταν τον άκουσαν να τραγουδά μαζί με το ραδιόφωνο. Οι Priest είχαν χάσει τον τραγουδιστή τους κι έτσι αποφάσισαν να του κάνουν ένα δοκιμαστικό, μετά το πέρας του οποίου έγινε αμέσως δεκτός, ενώνοντας τις δυνάμεις του με τον Hill, το κιθαριστικό δίδυμο των K.K. Downing και Glenn Tipton και διάφορους κατά καιρούς ντράμερ.
Με εκείνον στις τάξεις τους, οι Βρετανοί μπόρεσαν να δώσουν στον ήχο τους μια περισσότερο μεταλλική, κατά μία έννοια, χροιά και τελικά το ντεμπούτο τους, Rocka Rolla, κυκλοφόρησε το 1974. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας, ο Halford, ξεχώριζε ως ένας από τους καλύτερους τραγουδιστές του hard rock και metal είδους, διαθέτοντας την ικανότητα να εναλλάσσεται με χαρακτηριστική άνεση και αβίαστο τρόπο μεταξύ τραχιών γρυλισμάτων και διαπεραστικών – μελωδιών falsetto. Επιπλέον ήταν αναγνωρίσιμος για το μηχανόβιο στυλ που είχε υιοθετήσει, ντυμένος από την κορφή ως τα νύχια με δερμάτινα και καρφιά, και οδηγώντας μια Harley ακόμα και επί σκηνής στις εμφανίσεις της μπάντας. Η μεγάλη επιτυχία, αναγνώριση και οι τεράστιες πωλήσεις συνεχίστηκαν και τα επόμενα χρόνια, με αποκορύφωμα το “Painkiller” το Σεπτέμβρη του 1990, περίπου ενάμιση χρόνο μετά την κυκλοφορία του οποίου, ο καλλιτέχνης, ανακοίνωσε την αποχώρηση του από το συγκρότημα το οποίο υπηρέτησε επάξια για είκοσι περίπου χρόνια. Αν και οι λόγοι αποχώρησης του αποδόθηκαν στην ανάγκη του να εξερευνήσει άλλα μουσικά εδάφη, φήμες θέλουν και την ύπαρξη εσωτερικών διαφωνιών στο εσωτερικό των Priest. Συνέχισε σχηματίζοντας το πρώτο του project, τους Fight, το στυλ των οποίων κυρίως σε ότι αφορά την πρώτη τους κυκλοφορία, το “War of Words”, κυμάνθηκε σε πιο thrash – groove επίπεδα. Ακολούθησε ένα ακόμα άλμπουμ, το 1995, όταν και ο Halford διέλυσε την μπάντα. Επόμενο βήμα του ήταν η ίδρυση του industrial σχήματος 2wo, με τους οποίους έκανε μία μονάχα δουλειά, το 1998. Λίγο πριν, ο τραγουδιστής, είχε προβεί στην ακόλουθη δήλωση: «Νομίζω πως οι περισσότεροι γνωρίζουν πως είμαι γκέι σε όλη μου τη ζωή, αλλά πρόσφατα ένιωσα άνετα να το δηλώσω, γιατί πιστεύω πως αυτή είναι η κατάλληλη στιγμή για να το συζητήσω».
Μάλιστα όπως αποκαλύφθηκε σε εκπομπή του VH1, η απόκρυψη της σεξουαλικότητας του κατά τη διάρκεια της καριέρας του με τους Priest, του είχε προκαλέσει σοβαρή κατάθλιψη και απομόνωση, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί σε κατάχρηση αλκοόλ και ναρκωτικών. Στα της καριέρας του και πάλι, έχοντας δοκιμάσει ένα electro – rock πειραματισμό που εν τέλει δεν του ταίριαζε, επέστρεψε στο ξεκίνημα της νέας χιλιετίας στις metal ρίζες του, δημιουργώντας νέα πενταμελή σύνθεση, αυτή τη φορά με το απλό όνομα, Halford. Η πρώτη δουλειά τους, το “Ressurrection” συγκέντρωσε το ενδιαφέρον και τις ευνοϊκές αντιδράσεις της metal κοινότητας. Συμμετείχε στην περιοδεία Metal 2000, με τους Iron Maiden και Queensrÿche για την προώθηση του άλμπουμ. Ακολούθησε μια live κυκλοφορία, ένα χρόνο αργότερα, την ίδια στιγμή που οι φήμες για επανένωση του με τους Priest καλά κρατούσαν. Τελικά, το 2002, είδε το φως μια νέα προσωπική του προσπάθεια, με τίτλο “Crucible”, λίγο πριν η επιθυμία πλήθους οπαδών της metal γίνει πραγματικότητα και ανακοινωθεί η πολυπόθητη επιστροφή του Halford στην μπάντα με την οποία όλοι τον λατρέψαμε, στους Judas Priest. Από το 2003 που ηγείται εκ νέου του σχήματος και μέχρι σήμερα, έχει κυκλοφορήσει δύο στούντιο δουλειές. Στις περίπου τέσσερις δεκαετίες της πορείας του, έχει συνεργαστεί με αρκετά καταξιωμένα ονόματα του χώρου, με πιο αξιοσημείωτη, τη συμμετοχή του ως τραγουδιστής των Black Sabbath για τρεις εμφανίσεις δύο φορές ως αντικαταστάτης του Dio και μία αντί του Osbourne. O Βρετανός, ανήκει στους πρωτοπόρους των οπερετικών φωνητικών για το metal και rock είδος και είναι σύνηθες να έχει μια θέση σε λίστες με τους κορυφαίους τραγουδιστές και frontman όλων των εποχών.
Σύμφωνα με τον ίδιο του ο τρόπος ερμηνειών του έχει επηρεαστεί κυρίως απ’ τους Arthur Brown, Janis Joplin, Lemmy, Robert Plant, David Bowie, Roger Daltrey, Freddie Mercury, Peter Hammill, Ian Anderson και Ian Gillan.