Άποψη: Είναι ΟΚ να αλλάζουν οι μπάντες τόνο στα κομμάτια τους;

 

Τι είναι προτιμότερο;

Να μένει ένα κομμάτι στον τόνο που γράφτηκε ή να αλλάζει ανάλογα με τον τραγουδιστή;

 

Είναι μία συζήτηση που γίνεται ανά καιρούς σε κύκλους μουσικόφιλων.

Κάποιοι θεωρούν πως όταν ένα κομμάτι αλλάζει τόνο -και συνήθως χαμηλώνει-, χάνει την αίγλη του ή παύει να είναι εξίσου συναρπαστικό.

 

Μπορούμε όμως να έχουμε την απαίτηση από έναν τραγουδιστή στα 50-60 του να φτάνει τις νότες που έπιανε στα 25; Μπορεί ένας άνθρωπος να τραγουδήσει κομμάτια που είναι γραμμένα πάνω στη φωνή άλλου;

 

Οι Iron Maiden είναι ένα παράδειγμα μπάντας που αρνείται να αλλάξει τόνο στα κομμάτια της ακόμη κι αν κάτι τέτοιο θα επέτρεπε στον Bruce να μη ζορίζει τη φωνή του τόσο στα live. Δεν το έκαναν ακόμη και όταν ο Blaze αντικατέστησε για λίγο τον Bruce ενώ έχει ξεκάθαρα άλλος εύρος. Θυμόμαστε επίσης πόσο είχε ζοριστεί η Annete στους Nightwish.

 

Άλλοι προτιμούν να αλλάξει ένα κομμάτι έτσι ώστε να ταιριάζει στη φωνή του εκάστοτε τραγουδιστή παρά να έχουμε περιπτώσεις παραφωνίας και φάλτσων. Οι System Of a Down για παράδειγμα στα live παίζουν όλα τους κομμάτια σε Ντο, ενώ πολλά είναι γραμμένα σε Ντο#.

 

Ενώ ήταν ένα ζήτημα που είχα στο πίσω μέρος του μυαλού μου -αν και έγερνα προς μία κατεύθυνση- ένα ντοκιμαντέρ μου έδωσε μια ενδιαφέρουσα οπτική.

Στο φετινό και πρώτο Φεστιβάλ Καλλιτεχνικού Ντοκιμαντέρ Καρδαμύλης που είχα την τύχη να παρεβρεθώ, είδα το Cine Rabeca της Mancia Mansur.

 

 

Η ταινία ακολουθεί την πορεία του Luiz Paixão, ενός Βραζιλιάνου μουσικού που με το βιολί του βοήθησε την παραδοσιακή μουσική του τόπου του να ακουστεί παραέξω.

Για να σας βάλω λίγο στο κλίμα, ο Luiz δούλευε σε χωράφια με ζαχαροκάλαμα από τα 8 του και αγόρασε το πρώτο του βιολί από το θείο του, με αντάλλαγμα μία κότα.

 

Η Sambada που παίζουνε στην περιοχή με αυτοσχέδια όργανα μαθαίνεται μόνο βιωματικά, παίζοντας με αυτούς που ξέρουν τους οποίους αποκαλούν "μαέστρους". Δεν υπάρχουν φυσικά ωδεία, ούτε καν βίβλία αφού μιλάμε για μεγάλη φτώχια και σπίτια που δεν έχουν πόρτες και παράθυρα.

Ο Luiz λοιπόν παθιασμένος από μικρός με τη μουσική, μαθαίνει μεγάλο μέρος των παραδοσιακών κομματιών, γράφει δικά του και με τη βοήθεια της νεαρής Renata Rosa που τον εντάσσει στην μπάντα της, γίνονται για τα δεδομένα της περιοχής διάσημοι και περιοδεύουν.

 

 

Σε ένα σημείο της ταινίας όπου τους βλέπουμε να πηγαίνουν από χωριό σε χωριό σε πανηγύρια και γιορτές, ο Luiz συναντά τον τραγουδιστή του χωριού για να συμφωνήσουν στο τι θα παίξουν. Ο Luiz προβάρει ένα κομμάτι με τον τραγουδιστή και αλλάζει επιτόπου κούρδισμα στο βιολί του.

 

"Κουρδίζω το βιολί πάνω στη φωνή του τραγουδιστή της βραδιάς".

 

Ένας μουσικός δηλαδή που δε γνώριζε κλίμακες, κλειδιά, ούτε καν νότες και έπαιζε μουσική βιωματικά, θεωρούσε απόλυτα φυσικό να φέρνει το κομμάτι στη φωνή του τραγουδιστή γιατί με αυτόν τον τρόπο θα ακουστεί καλύτερα.

Δεν είχε την απαίτηση να τραγουδήσουν το κομμάτι "στον τόνο που είναι" ακόμη κι αν για αυτούς ο ίδιος ήταν celebrity.

 

Τα συμπεράσματα δικά σας.

Μπορείτε να δείτε το Cine Rabeca εδώ.

 

Για το Rock Overdose,

Νίκος Χήναρης

 

Comments