ACHELOUS – “Tower Of High Sorcery”

Συντάκτης: Άγγελος Κατσούρας

 

Achelous, μία κατάσταση – φαινόμενο ειδικότερα τα τελευταία 6 χρόνια στην ελληνική σκηνή παρότι φέτος κλείνουν 13 χρόνια ζωής. Οριοθετώ το συγκεκριμένο διάστημα από την κυκλοφορία του πρώτου τους ολοκληρωμένου δίσκου “Macedon”, χωρίς να παραμερίζω την σημασία στην ιστορία τους του θρυλικού demo “Al Iskandar” και του ιστορικού ΕΡ “The Cold Winds Of Olympus”. Κι αυτό γιατί έτυχε να δώσω το παρόν στην τότε προακρόαση του “Macedon” και να γνωρίσω ένα συγκρότημα το οποίο έπαιζε τόσο με την καρδιά και με τόση αγάπη γι’αυτό που έκανε, που με σκλάβωσαν, χωρίς να τους γνωρίζω καν προσωπικά. Λένε ότι στα μάτια των ανθρώπων βλέπεις μόνο την αλήθεια, είτε την καλή, είτε την κακή τους πρόθεση, και αυτό είναι που διέκρινα τότε στο συγκρότημα, τη θέληση να κάνουν το κομμάτι τους με πλήρη ειλικρίνεια και να πορευτούν με το κεφάλι χαμηλά, κατακτώντας σιγά σιγά τα ύψη που άλλοι δε θα τολμούσαν καν να ονειρευτούν. Με σύνεση, σεβασμό στις επιρροές τους, καθότι όλοι τους μεγάλοι οπαδοί της μουσικής μας και μάλιστα με ευρεία γκάμα ακουσμάτων σαν συγκρότημα συνολικά. Πράγμα που θεωρώ ότι είναι και το κυριότερο ατού του ήχου τους, πέραν φυσικά από την αγάπη και την ειλικρίνεια που αναφέραμε άνωθεν, χωρίς αυτά δεν προκόβεις.

 

 

Κι αν το “Macedon” ήταν ένα στιβαρό ντεμπούτο εν έτει 2018, αυτό που έγινε με το προπέρσινο δεύτερο άλμπουμ (Μάρτη βγήκε κι αυτό) “The Icewind Chronicles” δεν το περίμενε ούτε ο πιο αισιόδοξος και φιλικά προσκείμενος στο συγκρότημα. Προσθέτοντας ενδιάμεσα ζωντανές εμφανίσεις που έδειχναν ότι αυτό που ακούγαμε στουντιακά στο σανίδι αποτυπώνεται ακόμα πιο στιβαρά, δυναμικά και μοναδικά, οι Achelous χωρίς να χάσουν πολύ χρόνο, ετοίμαζαν το κρίσιμο τρίτο άλμπουμ που δείχνει μπάντα που θα πάει ένα συγκρότημα στο μέλλον και που μόνο τυχαίο δεν είναι τελικά σε κάθε περίπτωση. Το μόνο που αλλάζει είναι το χρονικό συνεχές που πραγματεύονται, καθώς το “The Icewind Chronicles” μας μετέφερε στον κόσμο των Forgotten Realms ενώ το “Tower Of High Sorcery” όπως τιτλοφορείται το τρίτο τους άλμπουμ, μας μεταφέρει στον κόσμο του Dragonlance. Ως β(λ)αμμένος λάτρης του AD&D από το σωτήριον έτος 1992 και έχοντας ξοδέψει όχι ώρες αλλά χρόνια και στους δυο κόσμους σε sessions που άρχιζαν πρωί και τέλειωναν το επόμενο πρωί, καταλαβαίνετε ότι έχω βασικό λόγο να τους αγαπώ και ηχητικά, καθώς δεν κρίνουμε το ποιόν τους σαν άτομα που είναι ξεχωριστής πάστας αλλά δεν σχετίζεται ποτέ με το μουσικό κομμάτι. Δράκοι, πύργοι, μαγεία και εξώφυλλο αντίθετο του “The Icewind Chronicles”.

 

 

Από τον χρωματισμό και μόνο του υπέροχου εξώφυλλου, ο δίσκος προϊδεάζει για τη ζεστασιά αλλά και την «μαγεία» που τον περιβάλλει. Το συγκρότημα παίζει ΧΕΒΙΜΕΤΑΛΛΑΡΑ με το επικό στοιχείο έντονο ανέκαθεν, αλλά ευτυχώς χωρίς την τυρίλα που χαρακτηρίζει τη μέση τρουόκαυλη μπάντα και οπαδό αυτής και δε φαντάζεστε πόσο σωτήριο είναι αυτό στο τέλος. Να πω με πλήρη συναίσθηση ότι ακούγοντας το πρώτο δείγμα με το “Dragon Wings” συγκινήθηκα. Πολύ! Δεν περίμενα ποτέ ότι θα μπορούσαν να γράψουν τέτοιο κομμάτι. Όχι γιατί δεν είχαν τις δυνατότητες, αλλά γιατί μιλάμε για ένα ρυθμό τόσο κολλητικό και ένα άσμα που κορυφώνεται τόσο, που ο πήχης για το δίσκο τίθεται ψηλά από την αρχή, με φόβο ότι τα άλλα 7 κομμάτια (συν η εισαγωγή “Whispering Forest”) δε θα είναι στο ίδιο επίπεδο. Η διάψευση μέσα από τα 45’ διάρκειας του “Tower Of High Sorcery” είναι κάτι που θα το κατανοήσει ο οπαδός του παραδοσιακού ήχου και καθώς ήδη αυτό συμβαίνει λόγω του attitude που έχουν, θα κερδίσει ακόμα και οπαδούς πιο ακραίων ακουσμάτων, καθώς και οι ίδιοι είναι οπαδοί ακραίων συγκροτημάτων, αλλά έχουν φροντίσει και να καλωσορίζουν άτομα πιο κάφρικης προσέγγισης με τον τρόπο με τον οποίο φέρονται στο συγκρότημα τους πρωτίστως.

 

 

Ο ήχος τους έχει γλυκάνει απίστευτα όμορφα, ειδικά στις κιθάρες έχει βγει ένα πολύ όμορφο αποτέλεσμα όταν δεν ριφφάρουν, καθώς όποτε μαρσάρουν επικά καβάλα σε δράκους και όχι άλογα (μην ξεχνάμε και το περιβάλλον που πραγματεύεται ο δίσκος), φαντάζεσαι σπαθιά στον αέρα και μάχες κινηματογραφικής εμβέλειας, καθώς οι στίχοι τους παραπέμπουν σε εικόνες που παίρνουν σάρκα και οστά μπροστά σου και κάνουν το επικό συναίσθημα ακόμα μεγαλύτερο. Με την επιστροφή του Χάρη Ντίνου στις κιθάρες στη θέση της συμπαθέστατης Βίκυς Δεμερτζή, κλείνει ένας κύκλος που άνοιξε στην εξέλιξη τους και είναι λες και ξεκινάνε πλέον ξανά από την αρχή πιο σίγουροι από ποτέ για την οντότητα τους σαν σχήμα και με το κεφάλι ψηλότερα από ποτέ. Ο Χρήστος Κάππας πιο σινεματικός από ποτέ και πιο καθαρός στην άρθρωση του χωρίς να χάνει το πομπώδες των ερμηνειών του, οδηγεί τις συνθέσεις, ο Γιώργος Μαυρομμάτης δίπλα στον Χάρη συνθέτουν κιθαριστικό δίδυμο με φοβερή χημεία, ενώ το rhythm section με Chris Achelous στο μπάσο και Γιάννη Ρούσση στα τύμπανα ανεβάζει τον όγκο και το τέμπο τεχνηέντως όπου χρειάζεται. Θα χώριζα το δίσκο σε δυο κατηγορίες, αρχικά με τα πιο μικρά κομμάτια που παίζουν μεταξύ 3 – 4’ και μετά με τα τρία μεγάλα κομμάτια.

 

 

Στα μικρότερα κομμάτια οι Achelous στο κλασικό τους ύφος, κάνουν θαύματα. Πιάνουν μέχρι και  Αμερική (ειδικά στο “Into The Shadows” και όχι μόνο λόγω της συμμετοχής του μεγάλου Harry “Tyrant” Conklin των Jag Panzer/Titan Force) και γενικά δείχνουν ότι έχουν πλήρη επίγνωση των επιρροών τους αλλά και του πώς να τις φιλτράρουν ώστε το αποτέλεσμα να ακουστεί ολόδικο τους. Στα μεγαλύτερα κομμάτια όμως, έχουν αυξήσει το εκφραστικό τους πεδίο όσο ποτέ, ειδικά το “Istar (Blood Red Sea)” με το τρομερό oriental vibe μπορεί να σας θυμίσει μέχρι και… Myrath, καθώς είναι μάστορες σε τέτοιους ρυθμούς και τους χρησιμοποιώ ως μεγάλο credit για τους Achelous να βγάζουν τέτοιο συναίσθημα. Το ομότιτλο κομμάτι στη μέση του δίσκου προετοιμάζει το έδαφος για τη συνέχεια, και η φοβερή μπαλάντα “Pagan Fire”, δε διστάζουν να χρησιμοποιήσουν γυναικεία φωνητικά για να τονίσουν το πόσο ποιητικό είναι το όλο setting του κόσμου του Dragonlance και στο τέλος το «δώρο» του ακροατή όσο αδόκιμος κι αν μοιάζει ο όρος, είναι το μεγαλύτερο κομμάτι της ως τώρα καριέρας τους, το “When The Angels Bleed”, ένα πραγματικό έπος που θα συγκινήσει ακόμα και τα μεγαλύτερα ντουβάρια που μπορεί να ακούσουν το δίσκο και βρίσκω σχεδόν αδύνατο να μείνουν ανεπηρέαστοι συναισθηματικά.

 

 

Με αυτό το θριαμβευτικό κλείσιμο, οι Achelous μας προσφέρουν αναντίρρητα όχι απλά το καλύτερο άλμπουμ τους, (μέχρι το επόμενο που θα έλεγε κι ο μεγαλύτερος εν ζωή Έλληνας Νίκος Γκάλης), αλλά και ένα από τα καλύτερα στην ιστορία της Ελληνικής μεταλλικής σκηνής στο σύνολο της. Τέμνουν επιρροές και ήχους που μπορεί να μην πάει καν ο νους σας, από την βαρύτητα των Bathory μέχρι ατόφιο U.S. metal, έχουν λυρισμό, βαρύτητα, αμεσότητα με άκρως μεταδοτικό παίξιμο και αυτό που κάνουν συνεχίζεται να γίνεται με αγάπη. Ο δίσκος ακούγεται ότι δουλεύτηκε προσεκτικά, ο master Στάθης Παυλάντης τους έβγαλε πάλι τον καλύτερο με φοβερό ήχο και ο καθένας τους προσωπικά και όλοι μαζί συνολικά, συνέβαλλαν να βγει ένα άλμπουμ το οποίο ειδικά για δεδομένα παραδοσιακού ήχου στο οποίο οι καλές κυκλοφορίες κάνουν άμεσα τη διαφορά, όντας πολύ λιγότερες σε συχνότητα από τις αντίστοιχες ακραίες. Οι Achelous όχι απλά μπορούν και πρέπει να αισθάνονται περήφανοι για όσα έχουν καταφέρει εντός συνόρων, απόλυτα ολομόναχοι χωρίς τις πλάτες και τις αβάντες οποιουδήποτε, αλλά μπορούν και πρέπει να κάνουν το άνοιγμα των φτερών τους να απλωθεί και εκτός χώρας καθώς δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα απολύτως από αντίστοιχες μπάντες εκτός Ελλάδος, ήρθε η ώρα τους.

 

Κάπου σε μία απόμερη γωνιά του Krynn και αγναντεύοντας τη θέα από τον πανύψηλο πύργο του, ο Raistlin Majere απλώνει προστατευτικό spell μακράς διαρκείας στους Achelous και χαμογελάει που η μαγεία του κόσμου του έγινε αντικείμενο μελέτης στο κατώτερο άκρο των Βαλκανίων και σε ένα πλανήτη πολύ πολύ μακριά από τον δικό του.

 

 

Βαθμολογία: 90/100

 

 

Για το Rock Overdose,

Άγγελος Κατσούρας



Comments