Ημερομηνία δημοσίευσης: 20 Νοεμβρίου 2017
ι Acid Baby Jesus έχουν ακολουθήσει δρόμους, λεωφόρους και σοκάκια, με το όνομά τους να διογκώνεται διαρκώς, εντός και εκτός ελληνικών συνόρων. Ο δύσκολος τρόπος- δρόμος της δουλειάς, της περιοδείας και βουλιμίας για σκηνές, ανά τον κόσμο, είναι, ίσως, ο μόνος που εν τέλει αποδίδει τους προσδοκώμενους καρπούς. Ναι, στο νέο LP της μπάντας δεν ακούμε μόνο νότες, στίχους, ήχο και έμπνευση. Ακούμε όλα αυτά παρέα με τα ισχυρά ανεξίτηλα απομεινάρια των σκηνών του Ευρώπης-Αμερικής, την ικανοποίηση της απήχησης και την ψυχεδέλεια που αυτολλαπλασιάζεται, καβαλώντας το σκουπόξυλο της εμπειρίας και της κατάθεσης έργου σε όλο και περισσότερα ζευγάρια αυτιών και ματιών, ξεπερνώντας τα τσιμεντένια εμπόδια των τεσσάρων τοίχων ενός στούντιο. Η ακρόαση ενός δίσκου με ποικίλα ηχοχρώματα, ιδιαίτερη ατμόσφαιρα και καταβολές από τους Pink Floyd της εποχής Syd Barrett έως τη λικνίζουσα garage επιθετικότητα και αμεσότητα των 90’s, ήταν πράγματι όσο περιπετειώδης και ενδιαφέρουσα θα μπορούσε.
Το “Lilac Days” έχει ήχο-μαγνήτη. Η ατμόσφαιρα χτίζεται αρμονικά, σα να παρατηρείς ανέγερση πύργου σε γρήγορη κίνηση, μέσω τραγουδιών με πολύ προσεγμένη σειρά, το κρεσέντο έρχεται μέσα από μελωδίες, μπασογραμμές που ζωγραφίζουν, φλεγόμενα πιατίνια, εικόνες σκηνών γεμάτων πετάλια, όλα λουσμένα σε ημίφως και παλίρροια ηχητικών κυμάτων. Η μπάντα παίρνει την έμπνευση από μια χρυσή εποχή της σκηνής που συνοπτικά ονομάζει κανείς ψυχεδελικό rock, σκηνή που πέρασε ελαφρύτερες και βαρύτερες φάσεις(ας μην κολλήσουμε σε ταμπέλες), από τη μελωδική και υφολογική συμβολή του Barrett, από τους Beatles του “Lucy in the Sky With Diamonds”, από τις απαρχές, μέχρι και το πέρασμα από τις επόμενες δεκαετίες. Τσιτωμένα παιξίματα στο “Me & Panormita”και “Guide Us In” ηχητική 60’s meets 90’s στόφα υποδειγματικής κιθάρας στο “Faces of Janus”, Doors κληρονομιά με φανερό μετά 70’s ήχο και προσωπικότητα(καμία επιρροή δεν υποκρύπτει σχόλιο κόπιας) στο “No Such Thing as Twice”, γενικά το κράμα εσωστρέφειας και ξεσπασμάτων, ψυχεδέλειας και στακάτης μελωδίας, διστακτικά μελωδικού τρεμάμενου πιάνου(με το ουίσκι στη γωνία) και ιπτάμενης οροσειράς μπασογραμμών, ατμοσφαιρικής ερμηνείας και μυρωδιάς bar, κρίνεται πολύ πετυχημένο.
Η μπάντα έχει βρει προσωπικό ήχο και ξέρει ακριβώς τη δοσολογία κάθε συστατικού. Ακρόαση με την ακρόαση, καταλαβαίνω ότι ο δίσκος έχει πολλές διαστάσεις, κάτι που ομολογουμένως δεν διέκρινα αμέσως. Αισθάνομαι- από τη φύση των συνθέσεων και την αμεσότητα της παραγωγής- ότι οι Acid Baby Jesus γουστάρουν τα live και έχω την υποψία ότι η πολυαναφερόμενη στο εν λόγω κείμενο ατμόσφαιρά τους, δουλεύει ακόμα καλύτερα σε ένα πραγματικό σανίδι, σε ένα πραγματικό bar, σε ένα πραγματικό ψυχεδελικό rock χτύπημα, σε μια αλληλεπίδραση με κόσμο. Το σημειώνω ως προτέρημα, προχωρώντας στο εξίσου αξιοσημείωτο ζήτημα του άκρως ψαρωτικού ήχου. Ναι, ο δίσκος αναδεικνύεται τρομερά με τη δουλειά στον ήχο, οι κρυμμένες λεπτομέρειες, το χάδι του rhythm section, το χρώμα στα χτυπήματα κάθε νότας και οι ατμόσφαιρες των εφέ σε συνδυασμό με τις εναλλαγές ύφους στις ερμηνείες, φωτίζονται εκτυφλωτικά από τη δουλειά της παραγωγής. Τρομερή η δουλειά στο “Vile Man”, ένα τραγούδι που μπορεί να πείσει για την ακεραιότητα της γενικής κατεύθυνσης του δίσκου και την ταυτότητα της ίδιας της μπάντας.
Θεωρώ ότι το έχουν, ότι ξεπερνούν δικαίως σύνορα και σκαρφαλώνουν σε μεγαλύτερες σκηνές, αλλά επειδή όντες προσανατολισμένοι σε ένα ηχητικό φάσμα που από μόνο του χτίζει ομιχλώδεις ατμόσφαιρες, θεωρώ ότι έχουν ακόμα τη δυνατότητα να γράψουν τραγούδια με ακόμα πιο δουλεμένες μελωδικές γραμμές, που δε θα αλλοιώνονται ούτε στο ελάχιστο από το χτίσιμο της παραπαίουσας νεφελώδους ατμόσφαιράς τους. Λειτουργεί και ακμάζει, αυτό δεν το αναιρώ. Αλλά υπάρχει το σκαλί της σύνθεσης τραγουδιών που θα τραγουδιούνται και χωρίς ρεύμα, σε μια ατμόσφαιρα με αρχή και τέλος την ίδια τους τη μελωδία. Το βλέπω ότι το έχουν, βασικά το ακούω, αφού στα υλικά κατασκευής τους αναδεικνύουν τη δυνατότητα να προσεγγίσουν το μελωδικό μεγαλούργημα των 60’s περισσότερο από το (κατ’ εμέ) μικρότερο πιο σύγχρονων σχημάτων όπως οι Flaming Lips, έχοντας όμως ένα δικό τους τσαγανό, μια σιγουριά, μια σύγχρονη ταυτότητα και ένα χτίσιμο live επιτακτικής επαφής, που ίσως αποδειχθεί ο ανελκυστήρας για την επόμενη κατηγορία. Εύγε, παίδες.
Βαθμολογία: 80/100
Για το Rock Overdose,
Θοδωρής Καλουδιώτης