Ημερομηνία δημοσίευσης: 11 Σεπτεμβρίου 2017
Μικρό θαύμα! Έτσι χαρακτήρισα με την 1η ακρόαση το νέο 10ο άλμπουμ των πάλαι ποτέ αγαπημένων Arch Enemy, κι αυτό κυρίως διότι από ένα σημείο και μετά, εκεί που ο κανόνας ήταν η έμπνευση και οι συνεχείς δισκάρες (όπου τα πρώτα πέντε άλμπουμ μέχρι ΚΑΙ το ''Anthems Of Rebellion'' είναι το λιγότερο γαμηστερά), στη συνέχεια έγινε η εξαίρεση και σε κάθε κυκλοφορία από το 2003 και μετά (παρ' ότι προσωπικά γουστάρω το ''Doomsday Machine'') υπήρχε σταδιακή φθίνουσα πορεία. Οι Arch Enemy άρχισαν να έχουν όλα τα κακά που θα μπορούσε να έχει ένα δημοφιλές συγκρότημα. Η μουσική τους ήταν τέρμα εμπορική, την έλεγες και ''τυρένια'' από το πόσο κλισαρισμένη κι επιτηδευμένη είχε γίνει, έμπνευση ούτε για δειγμα και πολλές, αχρείαστες και υπερβολικές μελωδίες. Μελωδίες που κάποτε χρησιμοποιούσε ο Michael Amott εύστοχα και όχι σε τόσο μεγάλο βαθμό για να ντύνει τα κομμάτια, όχι για να τα χτίζει πάνω τους όπως έκανε από ένα σημείο και μετά. Χώρια ότι προσωπικά ποτέ δεν κατάλαβα γιατί έπρεπε να πάρουν γυναίκα στα φωνητικά, αρχικά με την Angela Gossow, της οποίας η φωνή με το χρόνο δεν άντεχε την ταλαιπωρία, όπως και τώρα με την Alissa White - Gluz, η οποία ωστόσο οφείλω να παραδεχτώ ότι είναι ο κύριος λόγος της ανόδου τους, κάτι που είχε αρχίσει να φαίνεται με το προηγούμενο άλμπουμ τους και πρώτο για την Alissa, ''War Eternal''.
Ερχόμενοι στο φετινό και 10ο όπως προείπα άλμπουμ τους (άκου δέκα, πως πέρασαν τα χρόνια;), οι Arch Enemy καταφέρνουν και κάνουν μία σειρά πραγμάτων ολόσωστα και χωρίς υπερβολές και λοιπές βλακείες, βγάζουν ένα δίσκο που χρονολογικά έπρεπε να έχουμε 2007 και όχι 2017 για να τον απολαύσουμε. Ο δίσκος ξεκινάει όμορφα με το ''The Race'', ύστερα από την κλασσική εισαγωγή ''Set Flame To The Night''. Είναι εμφανές από την αρχή ότι η White - Gluz ακούγεται πολύ πιο σίγουρη και βελτιωμένη, πήρε προφανώς το χρόνο προσαρμογής της, δούλεψε σκληρά (φαίνεται αυτό με τη μία) και η ερμηνεία της είναι πολύ ανώτερη απ΄ όσο πολλοί θα περίμεναν. Ο δίσκος ακούγεται πιο ριφφάτος σε όλο του το σύνολο, τα ριφφ αυτή τη φορά κερδίζουν κατά κράτος τη μάχη με τις μελωδίες και είναι οι κύριοι εκφραστές σε κάθε κομμάτι του δίσκου, πολύ βασικός λόγος για τον οποίο ο δίσκος είναι αξιόλογος και εμπνευσμένος. Ότι και να λέμε, υπήρχαν πάντα φοβερά ριφφ στη μουσική τους και ειδικά τα πρώτα χρόνια, ερχόντουσαν το ένα μετά το άλλο κατά ριπάς. Είναι λοιπόν μία ευχάριστη επιστροφή στην παλιότερη νοοτροπία τους το ''Will To Power'', χώρια ότι τα κομμάτια ακούγονται λες κι έχουν γραφτεί για να ταιριάξουν ιδανικά πάνω στη φωνή της γαλαζομάλλας Καναδής frontwoman του συγκροτήματος, η οποία δε χάνει την ευκαιρία και απογειώνει τα κομμάτια σε πολλές περιπτώσεις.
Ενώ ο δίσκος κυλάει, ερχόμαστε αντιμέτωποι με τα 2 πρώτα βίντεο που γίνανε για το δίσκο, το κάπως πιο επιθετικό ''The World Is Yours'' και το mid-tempo ''The Eagle Flies Alone''. Η φόρμα των συγκεκριμένων μοιάζει αρκετά (όπως και των υπολοίπων κομματιών) με παλιότερα φοβερά κομμάτια τους, δεν είναι ότι κάνουν κάποια ιδιαίτερη καινοτομία που τους αλλάζει τον ήχο, απλά τέτοιου είδους κομμάτια είχαν αρχίσει να ενοχλούν τους ακροατές, αυτή τη φορά όμως κέρδισαν και κόσμο που τους είχε τελείως ξεγραμμένους (κι εμένα μαζί που το τι κατάρες τους έχω ρίξει τα τελευταία χρόνια, δε λέγεται). Ότι θα είχαμε και μπαλαντοειδές κομμάτι όμως, δεν το περίμενα. Αξιόλογη η πρώτη απόπειρα για καθαρά φωνητικά από την Alissa, η οποία δεν έχει άσχημη φωνή και ίσως και τα καθαρά φωνητικά γενικότερα να ακουγόντουσαν πιο ταιριαστά, ειδικά τα προηγούμενα χρόνια και με τις ανοησίες που γράφανε στους προηγούμενους δίσκους. Έχει καλή και γλυκιά φωνή και το ''Reason To Believe'', διότι περί αυτού ο λόγος, είναι πολύ ιδιαίτερο κομμάτι, παρ' όλα αυτά είναι και λίγο εκτός κλίματος σε σχέση με τη ριφφάτη και γρήγορη δομή των περισσότερων κομματιών, οπότε είναι λίγο άκυρο, όχι ανέμπνευστο αλλά μάλλον υποδεέστερο των υπολοίπων στην τελική ανάγνωση του ''Will To Power''.
Και κάπως έτσι έχει τελειώσει το πρώτο μισό του δίσκου και πιάνεις τον εαυτό σου να λέει ''ρε συ είναι καλό αυτό''. Εκεί όμως που επιβεβαιώνεσαι επ' αυτού είναι στο 2ο μισό, καθώς θα συναντήσεις τα πραγματικά σούπερ κομμάτια του δίσκου, με το ''First Day In Hell'' να σε καθηλώνει με το μαστούρικο ριφφ του α λα ''Exist To Exit'' από το ''Anthems Of Rebellion'' και να αποδεικνύεται λίρα εκατό στο σύνολο, το βιρτουόζικο και υψηλής κλάσης ''Dreams Of Retribution'', με την αρχή του να είναι συγκινητικά υπέροχη, σαν να ακούς το 1ο άλμπουμ του Yngwie Malmsteen όταν ξεδιπλωνόταν το ταλέντο του σε μικρή ηλικία, με τη συνέχεια του να εξελίσσεται σε ένα από τα καλύτερα τους κομμάτια των τελευταίων ετών, το σχεδόν θρασάτο ''My Shadow And I'' και το ''A Fight I Must Win'' να κλείνει υπέροχα και ρυθμικά τον δίσκο, ο οποίος βάζει σε νέα βάση την καριέρα των Arch Enemy κατ' εμέ. Δεν είναι ότι χάσανε σε πωλήσεις όλα αυτά τα χρόνια ή ότι είχε πέσει η δημοτικότητα τους (το αντίθετο μάλιστα), αλλά άλλο το να τους ακούς έτσι εν έτει 2017 και να πιστεύεις ότι μπορούν και καλύτερα στο προσεχές μέλλον, κι άλλο να βλέπεις καρικατούρες του παλιού καλού τους εαυτού επί σκηνής κι εντός ηχείων. Υπάρχει και μία διασκευή στο ''City Baby Attacked By Rats'' των Charged G.B.H.) στην περιορισμένη έκδοση του δίσκου, ποτέ δε μου άρεσαν οι διασκευές τους όμως, και το ίδιο συμβαίνει και με αυτήν.
Δεν ξέρω αν αυτή η ενισχυμένη κιθαριστική προσέγγιση οφείλεται στο γεγονός ότι πλάι στον Amott έχουμε τον ΜΕΓΑΛΟ Jeff Loomis να ηχογραφεί πρώτη φορά μαζί τους, μια κι απ' όσο γνωρίζω δεν έγραψε κομμάτια, αλλά σίγουρα έχει βοηθήσει απίστευτα στο να ακούγεται συμπαγής ο δίσκος και μάλλον ο κοκκινομάλλης ένιωθε ασφάλεια μ' αυτόν δίπλα του στο να γράψει υλικό τέτοιο που έλειπε από το ρεπερτόριο της μπάντας. Όπως και να έχει έχουμε ένα φοβερό κιθαριστικό δίδυμο στο ίδιο συγκρότημα, που υπόσχεται καλύτερα πράγματα για το μέλλον (όσο κι αν θα ήθελα τον Jeff να κάνει τελείως διαφορετικά πράγματα). To ''Will To Power'' καθαρά σαν σύνολο και όχι με μεμονωμένα κομμάτια, κερδίζει πολύ εύκολα την τιμητική θέση νούμερο 6 στη δισκογραφία τους σε σύνολο 10 δίσκων, αυτό για τα δεδομένα των τελευταίων πάμπολλων ετών, το λες κι επίτευγμα για τους Arch Enemy του 2017. Πραγματικά διασκεδαστικός δίσκος, ο οποίος σου προσφέρει πάρα πολλά με κάθε νέα ακρόαση και τον απολαμβάνεις με χαμόγελο, ας είμαστε ρεαλιστές, το τελευταίο σχεδόν συγκρότημα από το οποίο περιμένατε καλό δίσκο ήταν οι Arch Enemy! Ελπίζω ειλικρινά να μην αποτελέσει εξαίρεση ο δίσκος και να ξαναβρούν το δρόμο τους, σε 3 χρονάκια θα ξέρουμε αν ήταν έμπνευση της στιγμής, ή αν θα επιστρέψουν στην αβεβαιότητα, αν όμως συνεχίσουν έτσι και γράψει κι ο Loomis κανένα κομμάτι, μάλλον θα έχουμε νέα έκπληξη!
Βαθμολογία: 80/100
Για το Rock Overdose,
Δημήτρης Αλόρας