Συντάκτης: Γεωργία Λαδοπούλου
Δε θέλω να αρχίσω αυτό το κείμενο με κανένα κλισέ, γιατί πολύ απλά δεν έχω κάτι νέο να πω. Αγαπώ τους Architects ενεργά πάνω από μία δεκαετία και μεγάλωσα μαζί τους από τότε που ήταν φρατζόπαιδα και μετά κουρεύτηκαν και μετά αφήσαν λίγο μαλλί και τελικά το κούρεψαν τελείως. Επομένως, τα νέα ότι θα υπάρξει νέος δίσκος νωρίς το 2021 ήρθαν με το που αναρωτήθηκα γιατί ήταν τόσο ήσυχοι εκείνο το διάστημα (τότε τέλη καλοκαιριού με αρχές φθινοπώρου). Κάπου εκεί έσκασε σαν ατομική βόμβα το “Animals” και η διχόνοια ξεκίνησε.
Έχω βρεθεί “παρούσα” σε πολλές περιπτώσεις όπου συγκροτήματα τολμούν κάτι αλλιώτικο και πολλοί ξενερώνουν, και έφτασα να δω να συμβαίνει αυτό και στην αγαπημένη μου μπάντα. Οι Architects άφησαν τα χαρακτηριστικά τους Northlane-ικά riffs, εισήγαγαν “woah-oahs” στα ρεφρέν και ακούγονται περισσότερο industrial, παρά alternative metalcore. Εμένα το spotify μου έδειξε πάντως ότι το “Animals” το αγάπησα. Άλλοι πάλι καθόλου. Ακολούθησε το “Black Lungs”, σε εξίσου ραδιοφωνικές, αλλά ενδιαφέρουσες τοποθετήσεις όπως και το “Dead Butterflies” σαν το μακρινό ξαδερφάκι του “Wasted Hymn” από τον προηγούμενο δίσκο. Το χαστούκι ήρθε στο “Meteor” το οποίο ξέρω μεν ότι όταν έρθει εκείνη η στιγμή να το ακούσω live, δε θα σταματήσω να χοροπηδάω, αλλά μέχρι τότε δε μπορώ να το πάρω στα σοβαρά με τίποτα. Επομένως, δεν ξέρω εν τέλει τι περίμενα ακριβώς από αυτόν το δίσκο. Η αναγκαία αλλαγή πλεύσης ήταν αναμενόμενη και η συνεχής προώθηση του δίσκου από μέσα τα οποία δεν είχαν ποτέ πριν δώσει σημασία στους Architects έγινε αισθητή σε μεγάλο επίπεδο. Ο δίσκος προωθήθηκε εκτενέστερα και θυμηθήκαμε όλοι μετά–“Sempiternal” εποχές, με ό,τι αυτό σήμαινε για τους Bring Me The Horizon.
Για αρχή, το αποτέλεσμα είναι εξαιρετικά χορταστικό στα δεκαπέντε κομμάτια του, τα οποία έχουμε να ακούσουμε. Το ότι είχαμε εισαγωγή για πρώτη φορά μετά από σχεδόν δέκα χρόνια από το “Daybreaker”, δίνει την αίσθηση ότι θα υπάρξει δίσκος με αρχή, μέση και τέλος και κάτι τέτοιο συμβαίνει όντως. Η αρχή ήταν ήδη γνωστή, έχοντας ακούσει το “Discourse Ιs Dead” στο live στο Royal Albert Hall το Νοέμβριο, επομένως δεν υπήρχαν εκπλήξεις, αφού και το “Giving Blood”, ενώ θυμίζει πολύ το “Meteor”, είναι πιο ευχάριστο.
Η μέση είναι και αυτή που χρήζει και της μεγαλύτερης προσοχής, αφού απαντώνται μερικά κολοσσιαία κομμάτια και αυτά χτίζονται γύρω από τις τρεις συνεργασίες που ακούμε στο δίσκο. Έχουμε αρχικά τον Winston McCall των Parkway Drive στο συρτό αλλά δυναμικό “Impermanence”, τον Mike Kerr των Royal Blood στο “Little Wonder”, που φέρνει στο “Throne” των Bring Me The Horizon, και τον Simon Neil των Biffy Clyro στο καλύτερο κομμάτι στο δίσκο –και το δικό του κομμάτι συγκεκριμένα να είναι το καλύτερο- στο “Goliath”, που αντιπροσωπεύεται πλήρως από τον τίτλο του. Κομμάτια σαν το “Libertine” και το “Demi God” είναι πιο κοντά στους Architects που γνωρίζαμε μέχρι τώρα, αν και το τελευταίο φαίνεται πως όντως ταιριάζει στο νέο περιβάλλον που δημιούργησε η μπάντα. Το “Flight Without Feathers” οριοθετεί περισσότερο το μέσο του δίσκου απ’ότι προσφέρει κάτι παραπάνω, ενώ το “Dying Is Absolutely Safe” αντικατοπτρίζει την εισαγωγή και κλείνει το δίσκο με μία ανάλογη νότα.
Το “For Those That Wish To Exist” ξεφεύγει κατά πολύ από τους προηγούμενους δίσκους όχι μόνο μουσικά, αλλά και από άποψη προβλεψιμότητας. Εδώ δεν ξέρουμε τι περιμένουμε και αυτό είναι αναζωογονητικό. Η πεντάδα μεγαλώνει, εξελίσσεται και καρτερεί την ημέρα, που θα μπορέσει να παίξει ζωντανά μπροστά σε κοινό, γιατί ο δίσκος γράφτηκε για μεγάλα πλήθη. Κι όταν λέμε μεγάλα, εννοούμε αρένες. Το “Holy Hell” τους έδωσε μια γεύση και το “For Those That Wish To Exist” κλειδώνει τη θέση των Architects σε τέτοιες σκηνές, με το Royal Albert Hall να ήταν ήδη η πρώτη πρόγευση. Ο δίσκος όσο ευκολοχώνευτος είναι, αποτελεί ισάξια προσθήκη δίπλα στους υπόλοιπους, παρ'όλο που πολλοί θεωρούν πως δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Εγώ πάντως θα πω πως τα φεστιβάλ βρήκαν νέους headliners.
Βαθμολογία: 80/100
Για το Rock Overdose,
Γεωργία Λαδοπούλου