Ημερομηνία δημοσίευσης: 21 Μαΐου 2018
Περίμενα πολύ. Περίμενα πάρα πολύ την επιστροφή των Arctic Monkeys. Τη δίψα μου προσπάθησε να ξεγελάσει η προσπάθεια των Last Shadow Puppets το 2016, και κάτι κατάφερε, αλλά δεν ήταν αρκετό. Αλλά επιτέλους, σχεδόν πέντε χρόνια μετά, οι Arctic Monkeys επέστρεψαν με τον 6ο κατά σειρά δίσκο τους. Λίγα νέα είχαμε πριν την κυκλοφορία του δίσκου αυτού και κανένα απολύτως δείγμα του τι μπορεί να ακούσουμε. Η επιλογή της μπάντας να μην κυκλοφορήσει κανένα κομμάτι από το “Tranquility Base Hotel & Casino” πριν τις 11 ΜαΪου, έκανε την αναμονή να φαίνεται ακόμα μεγαλύτερη, ενώ στην ουσία αυτή ήταν διάρκειας ενός μήνα.
Τα πέντε χρόνια που μεσολάβησαν από το “AM”, ήταν αρκετά και ήδη από το “Humbug” του 2009, η μπάντα έδειχνε πως εξελίσσεται, ωριμάζει, μεγαλώνει. Θα μπορούσαμε να πούμε πως μέχρι ένα σημείο, οι Arctic Monkeys είχαν δοκιμάσει σχεδόν τα πάντα. Αλλά όπως τα πρόσφατα φαινόμενα δείχνουν, έχουν ακόμα πολλές διαφορετικές πτυχές να δείξουν. Το “Tranquility Base Hotel & Casino” πάει αλλού, σε διαφορετικά νερά, σε διαφορετική δεκαετία, με καινούριες επιρροές και με μία αξιοπρόσεχτη συνοχή που ούτε καν ένας δίσκος σαν το αριστουργηματικό “Humbug” δεν είχε. Σχεδόν, δηλαδή, σαν κάποιους από τους κλασικούς δίσκους του David Bowie, των Beach Boys και άλλων, και όχι άστοχα. Από τα λίγα πράγματα που έγιναν γνωστά πριν την κυκλοφορία του δίσκου, ήταν πως η επιρροή του David Bowie θα ήταν εξαιρετικά ευδιάκριτη, καθώς και το sci-fi στοιχείο στον ήχο, θα αναλάμβανε να εξερευνήσει τις δεκαετίες του ’60 και του ’70.
Προσωπικά, λοιπόν, ούσα λάτρης των δύο παραπάνω καλλιτεχνών, το “Tranquility Base Hotel & Casino” κατάφερε να με μαγέψει και να μου δώσει λίγη ακόμα γεύση από τα χρόνια τα οποία δεν έζησα ποτέ. Κάποια από τα αγαπημένα μου είναι αδιαμφισβήτητα το εναρκτήριο “Star Treatment”, το οποίο δηλώνει από την αρχή πόσο έχουν αλλάξει τα πράγματα (και όποιος πει ότι μετά το “So who you gonna call?” δεν είπε Ghostbusters, ψεύδεται) , αλλά και το εξαιρετικά μελωδικό “American Sports”. Το ομώνυμο κομμάτι, αποτελεί μία ωδή στις επιρροές του Alex Turner, οι οποίες σαφώς και γίνονται όλο και πιο εμφανείς καθώς τα κομμάτια εναλάσσονται, ενώ το “Four Out Of Five” λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος του παρελθόντος τους με το παρόν, αφού είναι το μοναδικό κομμάτι του οποίου ο ρυθμός παραπέμπει στις χαρακτηριστικές R&Β μελωδίες του “AM”, αλλά κρατά ταυτόχρονα το ρετρό ύφος που έχει ο δίσκος.
Δε θα μπορούσε να πει κανείς ότι η εξέλιξη αυτή δεν θα ήταν καθόλου πιθανή. Η εισαγωγή του “The World’s First Ever Monster Truck Front Flip” μου έφερε κατευθείαν στο μυαλό το “Don’t Forget Whose Legs You’re On” από το single του “My Propeller” του 2009. Επομένως, τα στοιχεία που κυριαρχούν στο “Tranquility Base”, κατά έναν τρόπο υπήρχαν πάντα, και πιο συγκεκριμένα, άρχισαν να υπάρχουν από τη στιγμή που η μπάντα ωρίμασε. Γιατί όσο και αν το “AM” μπορεί να δίχασε παλιούς με καινούριους ακροατές του συγκροτήματος, δεν έπαψε ποτέ να θεωρείται καλοδουλεμένο και ένα βήμα μπροστά από όλους. Αλλά οι συνδέσεις με παλαιότερες δουλειές τους δεν σταματάει εκεί. Τα νεύματα του “The Ultracheese” σε κομμάτια σαν το “Reckless Serenade” και το “Piledriver Waltz” του “Suck It And See” του 2011, γίνονται επίσης αντιληπτά.
Εν ολίγοις δηλαδή, οι Arctic Monkeys, ή πιο συγκεκριμένα ο Alex Turner που βρίσκεται κυρίως πίσω από τη σύνθεση της μουσικής, δημιούργησαν έναν δίσκο με στοιχεία που είχαμε δει διάσπαρτα εδώ κι εκεί τα τελευταία 9 χρόνια απο τη μπάντα. Το γεγονός ότι δεν υπήρχε single πριν την κυκλοφορία του “Tranquility Base”, ήταν σκόπιμο και πολύ σωστό, αφού δεν υπάρχει single. Τα 11 κομμάτια του δίσκου, τη στιγμή που κυμαίνονται στο ίδιο επίπεδο και στην ίδια ένταση, καταφέρνουν να μην κουράζουν και να δημιουργούν ένα ονειρικό τοπίο στο οποίο μεταφέρεται ο ακροατής για κάποια λεπτά.
Από την άλλη πλευρά όμως, το γεγονός ότι ο Turner έστρεψε το συγκρότημα προς αυτήν την κατεύθυνση, με κάνει να αναπολώ κάποια πράγματα. Το “AM”, αποδυνάμωσε τις κιθάρες και έδωσε καθαρά έμφαση στο ρυθμό. Το “Tranquility Base” αποδυνάμωσε και τα drums, οδηγώντας έτσι στο αποτέλεσμα να δείχνει καθαρά πως προκειται σχεδόν για το solo εγχείρημα του frontman. Θυμίζει άλλωστε εξωφρενικά πολύ, και σε μεγαλύτερο βαθμό από προηγούμενους δίσκους του συγκροτήματος, το solo EP του Turner “Submarine”. Επομένως, όσο και αν λάτρεψα το δίσκο αυτόν, υπάρχουν κάποια πράγματα που δεν μπορώ να παραλείψω.
Αντικειμενικά, το “Tranquility Base” είναι ένας instant classic δίσκος από την αρχή μέχρι το τέλος του. Θα έβγαζε περισσότερο νόημα, όμως, αν παραδείγματος χάρη προερχόταν από τους Last Shadow Puppets. Η νέα πορεία που φαίνεται να ακολουθούν οι Arctic Monkeys, είναι άξια σεβασμού και, προσωπικά, πιστεύω πως θα βοηθήσει να ξεφύγουν από την εικόνα του boyband που εσφαλμένα είχε δημιουργήσει ο ντόρος που προκάλεσε, από το 2013 και μετά, το “AM”. Συνεπώς, η απογοήτευσή μου έγκειται μόνο γύρω από το ότι δεν κατάφερα και σε αυτόν τον δίσκο να ακούσω τα αψεγάδιαστα drums του “ευστροφου κτήνους” Matt Helders, ούτε την κιθαριστική ιδιοφυΪα του Jamie Cook. Παρ’ όλ’ αυτά, αποδέχομαι το καινούριο κεφάλαιο στη μουσική των Arctic Monkeys, καθώς μία από τις all time αγαπημένες μου μπάντες, επανήλθε δριμύτερη και –περίπου- αψεγάδιαστη.
Βαθμολογία: 87/100
Για το Rock Overdose,
Γεωργία Λαδοπούλου
Έφτασε επιτέλους η στιγμή… Κυκλοφόρησε το πολυαναμενόμενο “Tranquility Base Hotel and Casino”, το έκτο κατά σειρά studio album των Arctic Monkeys τους οποίους πρόκειται σύντομα να δούμε ζωντανά στη χώρα μας στα πλαίσια του φετινού Rockwave Festival! Πέντε χρόνια μετά την κυκλοφορία του περίφημου AM (2013), μιας εντελώς διαφορετικής δισκογραφικής δουλειάς σε σχέση με τις προηγούμενες τους η οποία ωστόσο εισέπραξε πολύ καλές κριτικές ενώ σημείωσε τεράστιες πωλήσεις, οι Arctic Monkeys επιλέγουν για ακόμη μια φορά να εξερευνήσουν το «άγνωστο μονοπάτι» και το αποτέλεσμα ξεπερνά τις προσδοκίες!
Όσον αφορά στο background πίσω από τη δημιουργία του δίσκου, τα κομμάτια συντέθηκαν όλα από τον Alex Turner, τον frontman της μπάντας, στο πιάνο ενώ οι στίχοι είναι επηρεασμένοι από την επιστημονική φαντασία, την πολιτική, τη θρησκεία και την τεχνολογία. Το εξώφυλλο του album σχεδιάστηκε επίσης από τον Turner, ο οποίος δηλώνει επηρεασμένος από τους αρχιτέκτονες Eero Saarinen και John Lautner.
Ως προς τη μουσική, ο δίσκος αποκλίνει από τον έως τώρα βασισμένο σε guitar riffs ήχο της μπάντας και προσεγγίζει στοιχεία της jazz, ως λογικό επακόλουθο της πλήρης σύνθεσής του σε πιάνο. Σε lounge, ατμοσφαιρικές διαθέσεις, τα 11 κομμάτια του δίσκου διαδέχονται αρμονικά το ένα το άλλο χωρίς ωστόσο να δυσκολεύουν τον ακροατή να τα διακρίνει, λόγω της ιδιαίτερης φύσης τους. Αν και διαφέρει αρκετά από τις προηγούμενες δισκογραφικές δουλειές τις μπάντας, ο συγκεκριμένος δίσκος παρουσιάζει αρκετά στοιχεία των Arctic Monkeys σε κάθε του τραγούδι, υποδηλώνοντας ότι επιτυχώς καταφέρνουν να εξελίσσονται αλλά όχι να αλλάζουν.
Θα ήταν άδικο να ξεχωρίσουμε κάποια κομμάτια έναντι των άλλων, ωστόσο αν θα μπορούσα να επιλέξω τα προσωπικά αγαπημένα αυτού του δίσκου τα οποία και θα ήθελα πολύ να ακούσω των Ιούλιο στο Terra Vibe είναι το “One Point Perspective”, το “Four out of Five”, το “She Looks Like Fun” και το ομότιτλο “Tranquility Base Hotel and Casino”.
Αρκετοί ίσως βιαστείτε να κρίνετε το album εκφέροντας την άποψη ότι “δεν έχει καμία σχέση με ότι έχουμε έως τώρα ακούσει από τους Arctic Monkeys” και θα έχετε όντως απόλυτο δίκιο! Ωστόσο, πότε κρίθηκε μια μπάντα ως άξια και πετυχημένη για την ικανότητα της να παράγει δίσκους όμοιους ο ένας με τον άλλο; Οι Arctic Monkeys για ακόμη μια φορά τολμούν την πρωτοπορία, δεν βαδίζουν το περπατημένο μονοπάτι και κάνουν την υπέρβαση!
«I just wanted to be one of The Strokes. Now look at the mess you made me make.”
Βαθμολογία: 90/100
Για το Rock Overdose,
Hope Vnz (Ελπίδα Βουνζουλάκη)