Συντάκτης: Μιχάλης Τσολάκος
Η πορεία των Behemoth από τα πρώιμα χρόνια τους μέχρι σήμερα έχει πολλές περιόδους και φάσεις μελέτης. Σα να τραβάνε μια ευδιάκριτη γραμμή πάντα, οι Πολωνοί extreme metallers από το 1991 εως το παρόν έτος, πάντα έβαζαν στόχους. Τα πρώτα χρόνια, τα ασπρόμαυρα, ξεκινάν από το 1993 και σταματάνε κάπου στο 1995. Αυτός ήταν ο ήχος που ήθελαν να πρεσβεύουν τότε σαν συγκρότημα. Το “Grom” ήταν αρκετά πειραματικό, με γυναικεία φωνητικά, ακουστικές κιθάρες και synths. Βγήκαν περιοδεία στην Ευρώπη και απέκτησαν μια κάποια φήμη. Με το "Satanica" τρύπωσαν σαν tour support σε Deicide και Satyricon και με το "Thelema.6" στα Wacken Open Air, With Full Force, Inferno Festival, Mystic Festival και Mind Over Matter. Το πράγμα μετά άρχισε να σοβαρεύει πάρα πολύ, οι Behemoth εξελίχθηκαν σαν παίκτες, βελτίωσαν το συνθετικό τους επίπεδο και σαν αποτέλεσμα έχουμε μια πλούσια δισκογραφία που συνεχίστηκε στο “Zos Kia Cultus (Here And Beyond)” του 2002. Η μουσική τους είχε παραμείνει death metal με industrial επιρροές.
Μεσολάβησαν δύο χρόνια όπου το συγκρότημα έκανε άλματα, το “Demigod” ήταν ο καλύτερος δίσκος τους μέχρι τότε (μέχρι τον επόμενο φυσικά). Πλέον είχαν ανέβει επίπεδο, αλλά πάντα η ταμπέλα του underground δεν έλεγε να φύγει. Το blackened death metal παγιώθηκε και στα “The Apostasy” (που προσωπικά το προτιμώ έναντι του προκατόχου του), “Evangelion” (πλέον στην κραταιά Nuclear Blast και υποστηριζόμενο με παγκόσμια περιοδεία) κι εκεί κλείνει και η τρίτη φάση τους. Μετά ήρθε η κορυφή των κορυφών, “The Satanist”, που τους έβαλε στα σαλόνια του mainstream για τα καλά.
Έκτοτε, οι Behemoth θεωρούνται αρκετά ακραίοι για το mainstream και αρκετά απαλοί για τους underground. Σημασία έχει πως κέρδιζαν συνεχώς οπαδούς και με το “I Loved You At Your Darkest” μπορούσαν πλέον να κάνουν ό,τι θέλουν με το δικό τους show, εμπλουτίζοντάς το συνεχώς, κυκλοφορώντας παράλληλα και όλων των ειδών merch. To status τους είναι πια πολύ μεγάλο, οι συνθέσεις έχουν μελωδία κι ατμόσφαιρα, άρα το “Opvs Contra Natvram” (το 12ο πλήρες άλμπουμ της μπάντας) θα κριθεί γι’ αυτό που είναι και αντιπροσωπεύει τώρα το συγκρότημα και όχι για ό,τι θα ήθελαν κάποιοι να είναι. Η αλήθεια είναι πως δεν διαφέρει δραματικά από τις δύο προηγούμενες κυκλοφορίες. Μετά από πολλές ακροάσεις όμως, διαπιστώνει κανείς μερικά στοιχεία ακόμα και από goth rock, πέρα από το αναγνωρίσιμο black/death ύφος τους. Ίσως να έχει και τα περισσότερα στοιχεία κλασσικού heavy metal, με ξεσπάσματα από τον Inferno στα ντραμς.
To “Malaria Vvlgata”, εναρκτήριο ουσιαστικά κομμάτι του δίσκου, είναι σύντομο, γρήγορο, στα πρότυπα του παραδοσιακού black metal, μια σύνθεση χωρίς σταματημό δηλαδή για όσο διαρκεί. Το “The Deathless Sun” κινείται σε πιο χαμηλές ταχύτητες, με ένα από τα πιο ευκολομνημόνευτα ρεφρέν του δίσκου. To “Ov My Herculean Exile”, πρώτο single που δόθηκε στη δημοσιότητα αν δεν κάνω λάθος, ανήκει στην κατηγορία “Slaves Shall Serve”, “Prometherion”, “Ov Fire And The Void”, “Ora Pro Nobis Lucifer” και “Bartzabel”, των συνθέσεων δηλαδή που τις περισσότερες φορές θα επιλέγονται από κάθε δίσκο για να αποτελούν το σκελετό των ζωντανών εμφανίσεων της μπάντας, σαν ένα best of. To “Neo-Spartacvs” ανεβάζει ταχύτητες που διατηρούνται στο “Disinheritance”, το “Off To War!” καλπάζει αρχικά, κάπου στη μέση ηρεμεί για να συνεχιστεί το μοτίβο αυτό ως το τέλος και το “Once Upon A Pale Horse” έχει από τις καλύτερες ρυθμικές κιθαριστικές στιγμές του δίσκου, από τις καλύτερες συνθέσεις κατά την προσωπική άποψή μου.
“Thy Becoming Eternal” και “Versvs Christvs” ολοκληρώνουν ένα ακόμα επιτυχημένο άλμπουμ από τους Nergal, Inferno, Orion και Seth. Το “Opvs Contra Natvram” δεν είναι το καλύτερο της σύγχρονης εποχής των Behemoth, θα έλεγα ούτε καλύτερο κι από το “I Loved You At Your Darkest”, παρολαυτά εμπεριέχει όλα τα trademarks που έχουν κάνει αγαπητούς τους Πολωνούς σήμερα. Τους έχει βγάλει ήδη σε μεγάλη περιοδεία και εισπράττει θετική ενέργεια. Το καλοδέχομαι, αλλά περιμένω και κάτι διαφορετικό από εδώ και πέρα δισκογραφικά. Ομολογώ πάντως ότι βρίσκομαι αισίως στην εικοστή ακρόαση, μάλλον κάτι έγινε πάλι καλά στο στρατόπεδο του Gdańsk.
Βαθμολογία: 76/100
Για το Rock Overdose,
Μιχάλης Τσολάκος