Ημερομηνία δημοσίευσης: 20 Νοεμβρίου 2018
Burning Witches λοιπόν. Ένα όνομα συγκροτήματος που παραπέμπει σε πολλά. Μας αφήνει με την απορία του περί τίνος πρόκειται η μπάντα, μιας και μπορεί να αφορά από Heavy Metal σε Folk Metal. Η αλήθεια είναι ότι πρόκειται για μία γυναικεία μπάντα, που κυμαίνεται μεταξύ new school Heavy και Power Metal. Κυκλοφόρησε λοιπόν στις 9 Νοεμβρίου το δεύτερο LP τους, “Hexenhammer”.
Ανοίγει ο δίσκος με το “The Witch Circle” και καταλαβαίνουμε αμέσως ότι το όνομα της μπάντας συνδέεται άμεσα με τη μουσική της. Δίνει ένα περίεργο κλίμα, που σε κάνει να φαντάζεσαι όλα τα μέλη να παίζουν φορώντας καπέλα μαγισσών. Όταν μπαίνει το δεύτερο κομμάτι, σου γεννιέται μια νέα απορία. Αυτή είναι το πώς στέκονται τα καπέλα με το headbanging.
Τα πρώτα λεπτά της ακρόασης, φανερώνουν ξεκάθαρα ότι το συγκρότημα πέτυχε τον ήχο τον οποίο στόχευε, χωρίς να ξέρουμε ακόμα αν αυτό είναι κάτι καλό ή όχι. Κοινότυπα riffs του είδους σε συνδυασμό με τις ενδιαφέρουσες αρμονικές, τα διάφωνα διαστήματα και τα δυναμικά γυνακεία φωνητικά μας προσφέρουν αυτό το περίεργο συναίσθημα, της μαγείας που περιβάλλεται από μάγισσες.
Αντικειμενικά, δεν πρόκειται για κάτι ξεχωριστό. Πέρα απ’ αυτό το κλίμα, τα κομμάτια δεν παρουσιάζουν κάτι που να εντυπωσιάζει. Αξιοπρεπές το αποτέλεσμα, αλλά μέχρι εκεί. Στη συνέχεια στον δίσκο, υπάρχει κάτι σαν διάλειμμα 40 περίπου δευτερολέπτων, το “Dungeon of Infinity”, με την καμπάνα από την εισαγωγή του “A Touch of Evil” των Judas Priest, ήχους τριξίματος, φωνών και ό,τι συνεπάγεται. Κάποιοι μπορεί να θεωρήσουν ότι προσφέρει μια ωραία γεύση, άλλοι να το κρίνουν περιττό. Το ομώνυμο κομμάτι του δίσκου, “Hexenhammer”, ξεχωρίζει εμφανώς απ’ τα υπόλοιπα. Πιο δυνατό και δημιουργικό.
Κοιτάζοντας το tracklist του δίσκου, αυτό που μου κέντρισε το ενδιαφέρον ήταν το τελευταίο κομμάτι, το “Holy Diver”, που προφανώς θα ήταν διασκευή του γνωστού κομματιού από τον μεγάλο Dio. Βέβαια, εκτός από το ενδιαφέρον, μου δημιούργησε και μια αίσθηση άγχους, μιας και ήταν τολμηρό να το δοκιμάσουν αυτό, καθώς πρόκειται για έναν Heavy Metal ύμνο που απαιτεί τον ανάλογο σεβασμό. Τελικά, δεν ήταν καθόλου απογοητευτικό, αφού δεν το είχαν αλλάξει σχεδόν καθόλου, παρόλο που κατάφεραν να το προσαρμόσουν στον ήχο τους.
Η παραγωγή ήταν πολύ καλή, με ισορροπημένες εντάσεις, ωραίο και γεμάτο ήχο σε όλα τα όργανα και χωρίς να έχει κομπρεσαριστεί περισσότερο απ’ όσο θα ‘πρεπε.
Κλείνοντας, στο σύνολό του ο δίσκος δεν μπορεί να χαρακτηριστεί καλός. Πολύ συνηθισμένος, με τα φωνητικά να γίνονται ενοχλητικά σε πολλά σημεία. Ακόμη, ήταν βαρετός και προσπερνιέται εύκολα, χωρίς να τραβήξει την απαιτούμενη προσοχή για να μην ξεχαστεί. Είχε ορισμένα θετικά στοιχεία, αλλά τίποτα παραπάνω.
Βαθμολογία: 50/100
Για το Rockoverdose.gr
Φώτης Καϋμενάκης