Ημερομηνία δημοσίευσης: 17 Σεπτεμβρίου 2017
Η καλή μέρα, λένε, φαίνεται από το πρωί, από το ξεκίνημά της. Χωρίς να συμφωνώ αξιωματικά με τη ρήση, υπάρχουν δίσκοι, που επιβεβαιώνουν πανηγυρικά αυτή την προφητικού χαρακτήρα φράση και ένας τέτοιος ήταν το “From the Solitary Woods” των Buttered Bacon Biscuits. Το πρώτο πόνημα της μπάντας κυκλοφόρησε στα τέλη του 2009, ωστόσο με αφορμή την επανακυκλοφορία του, επανέρχομαι στη διθυραμβική άποψη που σχημάτισα από την πρώτη ακρόαση, ελπίζοντας σε μια εκτενέστερη απήχηση του εν λόγω έργου στους λάτρεις του παραδοσιακού prog rock και hardrock.
Από τις πρώτες νότες του album το groove της μπάντας πιάνει από τον αυχένα τον ακροατή και καρφιτσώνει την ακουστική προσοχή στο μονοπάτι, που, αν και δυσδιάκριτο, λόγω των τόσων και τόσων δίσκων του είδους, που πιθανότατα έχει ακούσει, απλώνεται με την ηχητική του λυρική δύναμη (είπαμε, και prog και hard!!!) για φρέσκους και συνάμα νοσταλγικούς καλλιτεχνικούς προορισμούς. Η κληρονομιά των Led Zeppelin ξεχωρίζει σα σημαδούρα στο λείο πέλαγος μιας μίξης 70’s αισθητικής, μπάσου με στόμα ικανό να καταπιεί τον κόσμο, King Crimson και Yes πινελιών, εναλλαγών λυρικής και παθιασμένης ερμηνείας με περάσματα Plant-Coverdale-Cornell, παραγωγής με ρετρό αισθητική αλλά μοντέρνες εκλάμψεις (π.χ το στιβαρό ηχητικά rhythm section ξεφεύγει από την προσέγγιση του 70’s drumming) και φανερής ποικιλότητας επίδειξης ικανοτήτων, υπό την προοπτική ευελιξίας για το πως μπορεί το σχήμα να εκφραστεί και να ακουστεί.
Λάτρεψα την ερμηνεία του Ricky Dal στο “Into the Wild”, ένιωσα τον τριγμό κάθε λυγμού στα κρατήματα του, κουνήθηκα με τις groove hard rock φόρμες των “I Hope you are Feeling Bad” και “Losing my Pride”, ανατρίχιασα με το φόρο τιμής στο “Going to California”, που ακούει στο όνομα “Another Secret in the Sun”- κι ας δε συνεχίζει τα της 60’s θεματολογίας, έβγαλα το καπέλο στην ενορχήστρωση, που σε σημεία αν και minimal εκτόξευε τη δημιουργία με τη βοήθεια μιας εξαιρετικής παραγωγής (να ένα καραμπινάτο bonus της επανακυκλοφορίας) και γούσταρα τρελά το συναίσθημα sing along κάθε τραγουδιού, με κάποιες κορυφώσεις, όπως το “State of Mind”. Η αποτίμηση στο μυαλό μου, εδραιώθηκε χωρίς λογική διεργασία, απλώς η επίγευση (συχνά σημαντικότερη της ίδιας της γεύσης) ήταν τόσο έντονα γλυκιά και η θέληση για επιπλέον ακροάσεις αντίστοιχα ισχυρές, που δηλώνω πιστός στο εγχείρημα της μπάντας και προτείνω ανεπιφύλακτα την επαφή των απανταχού φίλων του rock ήχου (υπό ένα γενικό πρίσμα) με το “From the Solitary Woods”.
Δεν άκουσα κάτι που με έκανε να ψάχνω λεξικά για μουσικές ορολογίες και ιδιώματα, δεν παρευρέθηκα σε κάποιο μεγαλεπήβολο γάμο μουσικών ειδών από διαφορετικούς ορίζοντες, σίγουρα αν κάποιος θεωρεί ότι η επαφή του με την προαναφερθείσα σκηνή και μουσική τελείωσε, μπορεί να παρακάμψει την κυκλοφορία. Ίσως, επίσης, να έπιασα μελωδικές γραμμές, που (ευγενικά) «κάτι μου θύμιζαν», αλλά ούτε αυτό το κάτι έκραζε άλλο δημιουργό, ούτε εν τέλει φύτεψε μέσα μου κάποια ιδιαίτερη ενόχληση. Όσον αφορά την πρώτη παρατήρηση, δε θεωρώ την πρωτοτυπία αυτοσκοπό, συνεπώς εγώ προσωπικά δεν επηρεάζομαι, εφόσον το αποτέλεσμα με ικανοποίησε πλήρως.
Τώρα, για το αν προσωπικά θα προτιμούσα να κάνω κριτική για ένα νέο δίσκο, με τις ίδιες θετικές εκρήξεις στην αντίληψή μου, από την επανακυκλοφορία αυτή, ναι, σίγουρα οφείλω να δηλώσω σκεπτικιστής απέναντι στις κινήσεις αυτές, θέλω και ζητάω το καινούριο όταν εμπιστεύομαι ένα σχήμα! Αλλά η ακρόαση ενισχύθηκε με μια νέα φρεσκάδα ήχου και το δίχως άλλο τούτη η ενασχόληση με την κυκλοφορία αποσκοπεί στη γνωστοποίηση ενός εξαιρετικού σχήματος σε όλο και περισσότερα αυτιά. Για το familiar melody line, επίσης δεν αισθάνθηκα κλοπή, ίσως μια μικρή εμμονή στις επιρροές, αλλά εν τέλει δεν ξένισα, μοιράζομαι απλώς κάθε πτυχή της ακρόασης, πράγμα που οφείλεται μάλλον στη δύναμή της.
Σχολιάκι για το τέλος: Όσο άτοπο μου φάνηκε το κατά τ’ άλλα έξυπνο όνομα της μπάντας αναλογικά με τον ήχο τους, άλλο τόσο ηδονική οπτική επαφή με τα μάτια και χροιά με τα αυτιά μου, είχε ο υπέροχος τίτλος. Μα δε θα ήταν κρίμα να χαραμιστεί ένας τέτοιος τίτλος; Και μόνο γι’ αυτό φοράω ένα τυχάρπαστο καπέλο, για να το ξαναβγάλω σιγοτραγουδώντας με folk χροιά την περπατημένη αλλά ακόρεστη μανιέρα του “No Man’s Land” , για χάρη μιας μουσικής, που αποδεικνύεται όλο και πιο αγέραστη.
Βαθμολογία: 80/100
Για το Rock Overdose,
Θοδωρής Καλουδιώτης