CALIGULA’S HORSE – “Charcoal Grace”

Συντάκτης: Άγγελος Χατζηγιάννης

 

Με δεδομένη αξία στον χώρο του prog metal, οι Αυστραλοί επιστρέφουν υπενθυμίζοντας στον πλανήτη ότι δεν έφυγαν ποτέ.

 

Στο κείμενο αυτό ο υπογράφων θα μακρυγορήσει ξανά για μία μουσική σκηνή, που κάθε φίλος της προοδευτικής μουσικής οφείλει να γνωρίζει και να εξυμνεί σε κάθε προσφερόμενη ευκαιρία: αυτή του Aussie Prog. Παρόλο που το είδος καθημερινά αναδεικνύει νέους πρωταγωνιστές από όλο τον κόσμο, η συνδρομή της χώρας down-under είναι τουλάχιστον εντυπωσιακή: Karnivool, King Gizzard, Toehider, Ne Obliviscaris, Voyager, The Omnific είναι μόνο μερικά από τα ονόματα που έρχονται στο μυαλό όταν μιλάμε για το prog στο μεγαλύτερο νησί του πλανήτη.

 

 

Δίπλα τους, σε έναν καταπράσινο λόφο στολισμένο από τις χρυσές αχτίδες του ηλιοβασιλέματος, στέκεται αγέρωχο το περήφανο άτι ενός Ρωμαίου αυτοκράτορα, έτοιμο να καλπάσει για άλλη μία φορά στα στερεοφωνικά μας. Ο λόγος για τους Caligula’s Horse, ένα συγκρότημα που εδώ και μερικά χρόνια αποτελεί έναν από τους πιο γνωστούς εκφραστές του είδους στη χώρα των καγκουρό, το οποίο επιστρέφει φέτος με την έκτη δισκογραφική του δουλειά με τίτλο “Charcoal Grace”.

 

 

Οι πρώτες νότες του εναρκτήριου “The World Breathes With Me” θέτουν τον πήχη ψηλά, με μία σύνθεση που ισορροπεί τις τεχνικές και υπερβατικές συνθέσεις των πρώτων χρόνων της μπάντας με την πιο μελωδική, radio-friendly προσέγγιση που δείχνουν να ακολουθούν τα τελευταία χρόνια, αρχής γενομένης από το “Rise Radiant” του 2020. Η συνέχεια με τα πιασάρικα “Golem” και “Sails” δείχνει ότι οι Αυστραλοί αφουγκράζονται το ρεύμα της εποχής, βάζοντας τη δική τους ξεχωριστή πινελιά εκεί που είναι απαραίτητο.

 

 

Η παλίρροια ωστόσο έρχεται να σε παρασύρει ξανά στα βαθιά, με δύο μακροσκελείς συνθέσεις που ξεπερνούν τα 12 λεπτά η καθεμιά να σε καθηλώνουν στη θέση σου, σε τυπικό progressive fashion. Η διάσπαση της μίας από αυτές σε τέσσερα μέρη με ξεχωριστούς τίτλους για το καθένα ίσως να ξεγελάσει τον casual ακροατή, αλλά μη γελιέστε, εδώ μιλάμε για το αγνό prog metal που συναντάμε στους Haken και τους -πρώιμους- Leprous. Η δεύτερη (“Mute”) ίσως είναι και η πιο δυνατή στιγμή του δίσκου, σε μία επίδειξη της συνθετικής και εκτελεστικής δεινότητας των Aussies.

 

 

Η δυάδα των Jim Grey και Sam Vallen σε φωνή και κιθάρα αντίστοιχα αποτελούν τον πυρήνα των Caligula’s Horse από τη δημιουργία τους και στο “Charcoal Grace” εξακολουθούν να πρωταγωνιστούν σε κάθε κομμάτι, με τα ζωηρά φωνητικά του Grey και τα τραχιά, βιρτουόζικα riffs του Vallen να βρίσκονται διαρκώς στο προσκήνιο. Παρόλα αυτά, το rhythm section είναι αυτό που συχνά κλέβει την παράσταση, με περίτεχνα drum fills και bass lines διάσπαρτα μέσα στις συνθέσεις. Ειδική μνεία αξίζει επίσης στην εντυπωσιακή παραγωγή του δίσκου, η οποία δημιουργεί βαθιά, ατμοσφαιρικά ηχοτόπια που ταιριάζουν ιδανικά στον prog metal χαρακτήρα της τετράδας.

 

 

Παρ’ όλα τα τεχνικά άριστα που μαζεύει ο δίσκος όμως, το “Charcoal Grace” δεν καινοτομεί σε κάποιον τομέα, με αποτέλεσμα να απουσιάζει η έννοια της προοδευτικότητας που χαρακτηρίζει όλους τους καλλιτέχνες του είδους, και το τελικό προϊόν να μοιάζει σαν ένδειξη στασιμότητας από μία μπάντα που έχει επανειλημμένως δηλώσει ότι η περίοδος της καραντίνας του 2020-21 ήταν σχεδόν καταστροφική για την έμπνευσή τους, φτάνοντάς τους ένα βήμα πριν τη διάλυση.

 

 

Σε τελική ανάλυση, το “Charcoal Grace” μπορεί να μην είναι η υψηλότερη κορυφή στη δισκογραφία των Caligula’s Horse και οι ίδιοι ίσως να μην θεωρούνται πλέον το «poster child» της Αυστραλέζικης prog, αλλά αυτό δεν υποβαθμίζει τα πεπραγμένα τους μέχρι τώρα. Υπάρχουν σίγουρα σύγχρονες μπάντες με πιο φρέσκες και πιο επαναστατικές ιδέες για να αγωνιστούν στον ιππόδρομο της προοδευτικής πραγματικότητας, αλλά ο επιβήτορας από το Brisbane εξακολουθεί να παραμένει μια υπολογίσιμη δύναμη από κάθε άποψη.

 

 

 

Βαθμολογία: 71/100

 

 

 

Για το Rock Overdose,

Άγγελος Χατζηγιάννης



 

Comments