Ημερομηνία δημοσίευσης: 11 Οκτωβρίου 2017
Οι Φιλανδοί Crimfall κυκλοφόρησαν το νέο τους δίσκο, με τίτλο “Amain” σε συνεργασία με τη Metal Blade και ο διαδικτυακός κόσμος άναψε. Διάβαζα σε διάφορα φόρουμ αντιπαραθέσεις και διχογνωμίες, τσακωμούς και βαρύγδουπες δηλώσεις περί δίσκου της χρονιάς από τη μία και pop (sic) σκουπίδι από την άλλη. Σίγουρα, στη φόρα της εισαγωγής, χρησιμοποίησα τη λέξη άναψε, αλλά μη φανταστείτε, αν δεν έτυχε να πάρει κάτι το μάτι σας, ότι έγινε και κανένα debate αλά “Death Magnetic”! Ωστόσο, ως ενδιαφερόμενος για το πάντρεμα συμφωνικής metal με Folk/Viking/Power στοιχεία, ο ντόρος απόψεων με ώθησε ακόμα περισσότερο σε μια ανυπομονησία για την ακρόαση και το σχηματισμό άποψης.
Ας ξεκινήσουμε από τα γενικά συμπεράσματα. Οι Crimfall έχουν δουλέψει αρκετά τις ενορχηστρώσεις, το πώς θα αναδείξουν τις ιδέες τους, το πώς θα πουλήσουν την (σε σημεία υπερβολική) ποικιλότητα των περιεχομένων ανά τραγούδι και σε συνεργασία με τη Metal Blade έχουν θριαμβεύσει στο ζήτημα του ήχου. Ο δίσκος ακούγεται νερό. Σε πολύ λίγα σημεία κολλάει, ή πλατειάζει. Τα ζητήματα που ανακύπτουν είναι δύο: Πρώτον, οι δυνατότητες της μπάντας να κάνει κάτι πολύ καλό στο είδος της και δεύτερον η θολή κατεύθυνση και το πάντρεμα πολλών και διαφόρων μουσικών υφών στα τραγούδια, που προσθέτει περιττό βάρος, σε σημεία να μην αναδεικνύει πάντα τις ιδέες. Η ζυγαριά, με λίγα λόγια, δύσκολα αποφασίζει για το απόλυτα θετικό πρόσημο της κυκλοφορίας, λόγω της ύπαρξης αδιαμφισβήτητων (πολύ) δυνατών και αδύναμων σημείων.
Στο “Amain” υπάρχουν τραγουδάρες. Επειδή, όμως, πολλά έχουν δει τα μάτια μας κι ακόμα περισσότερα έχουν ακούσει τα αυτιά μας, ο όρος τραγουδάρες, για να μην ποτιστεί με το φανατισμό του στείρου ενθουσιασμού πρέπει να χρησιμοποιείται φειδωλά. Πολλά τραγούδια είναι καλά, λίγα τραγούδια πιστεύω θα συντροφεύσουν τις μελλοντικές μου ακροάσεις. Όχι γιατί είμαι ακριβοθώρητος, αλλά γιατί ένα απλά εύηχο τραγούδι που δεν αφήνει κάτι παραπάνω, είναι καταδικασμένο να χαθεί στη λήθη της ποσότητας ανώτερων ακουσμάτων. Σαφώς μιλώ υποκειμενικά, ένας δίσκος, που, όπως προείπα, ρέει, θα έχει σίγουρα φανατικούς υποστηρικτές διαφορετικού γούστου. Γι’ αυτό θα γίνω πιο συγκεκριμένος. Το εναρκτήριο λάκτισμα, μετά την επιβλητική εισαγωγή, είναι το “The Last of Stands”. Πολύ δυνατό τραγούδι, με στοιχεία από συμφωνικό power, αλά Rhapsody, brutal περάσματα και πολυφωνίες, γέφυρες και ποτάμια μελωδιών και ξεσπασμάτων. Κάθε στοιχείο έχει τρομερές δυνατότητες ανάδειξης, αλλά όλα μαζί δεν κάνουν το τρελό κρεσέντο! Ο προθάλαμος του κουπλέ, μια στιγμή που θα μπορούσε να εξελιχθεί σαν το “Tears” των Ensiferum και να τσακίσει κόκαλα, μεταμορφώνεται πολλάκις και ενώ εντυπωσιάζει, φτάνει στη γέφυρα του τελευταίου verse να έχει μπερδέψει το αυτί. Τόσα υπέροχα στοιχεία, που σίγουρα δένουν σε ένα πολύ δυνατό κομμάτι, αλλά δεν απογειώνουν. Αντίστοιχα, θα μπορούσε να τσακίσει κόκαλα και με μια συμφωνική προοπτική, ή ένα epic-πολεμικό εμβατήριο, το ανακάτεμα της τράπουλας δείχνει τις ικανότητες επί παντός επιστητού, η ένδειξη αφορά το αν εν τέλει όλη αυτή η πρόσθεση επιδράσεων έβγαλε ανώτερο ποιοτικό άθροισμα ή δεν επέτρεψε το μεγάλο κρεσέντο.
Αυτό ήταν το καλό σενάριο. Αναφέρθηκα εκτενώς στο “The Last of Stands”, διότι θεωρώ πως αποτελεί μια μικρογραφία όλου το άλμπουμ. Σε τραγούδια, όμως, όπως το “Far From Any Fate” , το δέσιμο των καλών στοιχείων δεν αποδίδει. Παραφορτωμένη σύνθεση, παρά τις καλές ιδέες, το φοβερό ήχο και τις δυναμικές. Το ίδιο με το Eluveitie-style “Dawn Without a Sun” και το “Song of the Mourn”. Επικρατεί ένα μπέρδεμα, τουλάχιστον στα δικά μου αυτιά, παρά την εμφανή δουλειά που έχει γίνει. Τα καλά στοιχεία, ίσως να μην επιτρέψουν ιδιαίτερη ξενέρα, ιδιαίτερα σε κάποιο fan, που διψάει για το είδος, αλλά όπως και να ‘χει υπήρξε ένα αλλά! Το ερωτηματικό έγκειται στο πόσο καλύτερος θα ήταν αυτός ο δίσκος στο μουσικό πλαίσιο, στο οποίο ανήκει. Η μικρή κόπωση στα σημεία «υπερβολής» ήταν ένα ψεγάδι, που συνοδεύει αυτή την κριτική, ειδικότερα από το σημείο εντοπισμού του (υποκειμενικού) προβλήματος.
Από την άλλη, ακούμε τραγουδάρες, όπως το “It’s a Long Road”, “Mother of Unbelievers” και “Wayward Verities”, που παρά την ποικιλότητα, ο άξονας στον οποίο περιστρέφονται είναι πιο σαφής, τα μουσικά θέματα δένουν μεταξύ τους, χωρίς να κάνει μπαμ κάτι επιτηδευμένο. Τα folk στοιχεία είναι διάχυτα και στοχευμένα, τα γυναικεία φωνητικά ακολουθούν τα ατμοσφαιρικά vocal lines τονίζοντας την αντίθεση με τους brutal καλπασμούς και πείθουν για το μουσικό αφήγημα του σχήματος. Τα ρεφρέν στα προαναφερθέντα τραγούδια είναι sing along, τα κοψίματα για χάρη συμφωνικών ιντερλούδιων δεν ακούγονται παράταιρα (αν και ίσως σε σημεία πάλι πλατειάζουν και φορτώνουν αχρείαστα, όπως στο break του “Wayward Verities”) και οι αυξομειώσεις στις ταχύτητες είναι στιβαρότατες.
Σε συγκεκριμένες συνθέσεις η προσθήκες μοτίβων και στοιχείων ανέδειξαν την ουσία, σε άλλες τη θάμπωσαν από το πολύ γυάλισμα. Πιστεύω ότι ο δίσκος θα αγαπηθεί, έχει τα ρεφρέν, έχει τη γαλήνη, που συνοδεύεται από το ξέσπασμα μιας ψυχικής έξαρσης, έχει τον επικό χαρακτήρα, τις δυναμικές και έναν εξαίρετο ήχο. Το combo επικού λυρισμού και brutal επιθετικότητας δεν είναι πλέον καινοτόμο, ούτε σοκάρει, συνεπώς σίγουρα κάποιοι δε θα εκτιμήσουν την εν λόγω μανιέρα, είτε ως poppy( στα metal πλαίσια, πάντα) είτε ως too harsh. Κατ’ εμέ, στην ισορροπία δύναμης και έντασης, δεν υπάρχουν ψήγματα. Ο χαρακτήρας του δίσκου είναι ξεκάθαρος, δεν παραπλανεί κανέναν. Το μόνο θέμα, που προέκυψε στα τραγούδια, για την αποκαθήλωσή του από μια ή δύο θριαμβευτικές ακροάσεις, είναι το υπέρ του δέοντος φορτίο, η επιτηδευμένη πρόσθεση. Λείπει, βλέπετε, ένας μινιμαλισμός από ένα τμήμα τούτης της δημιουργίας, ένας μινιμαλισμός που θα μπορούσε να συμβάλει στη δημιουργία μιας τραγουδάρας και όχι ενός απλώς καλού τραγουδιού. Οι ιδέες, πάντως, εκεί μέσα είναι, συνθετικά η μπάντα πήγε περίφημα. Οι ενορχηστρώσεις και η προσέγγιση – και πάλι σε συγκεκριμένα σημεία του δίσκου- είναι ένα σημείο παρατήρησης και ενστάσεων
Η ποικιλότητα είναι δώρο στην τέχνη. Ωστόσο ο συνδυασμός διαφορετικών μουσικών δρόμων, οφείλει να οδηγεί σε μια κατεύθυνση, έστω με σταθμούς, και όχι να κάνει κύκλους. Το ταξίδι, άλλωστε, δεν τελειώνει στον ένα προορισμό. Δε με ενόχλησαν ούτε τα brutal μέρη, ούτε η χρήση folk στοιχείων, ούτε η Avantasia προσέγγιση ορισμένων συνθέσεων. Αντιθέτως, διέκρινα τη δύναμη της μπάντας σε όλα αυτά τα μονοπάτια, οι άνθρωποι κάνουν με τρομερό επαγγελματισμό αυτό που κάνουν. Οι Crimfall έκαναν ένα πολύ αποφασισμένο βήμα προς τα μπρος ανεβάζοντας κι άλλο τον πήχη. Αλλά η πρόσθεση, όπως απεδείχθη, όταν γίνει αυτοσκοπός, δε βοηθάει, τελικά, το δημιουργό να αποθεώσει την ιδέα, γιατί τα επιπρόσθετα στοιχεία δεν την εφοδιάζουν με δύναμη εκτόξευσης, αλλά κρατούν αντίσταση στο προσδοκώμενο πέταγμα προς την επιτυχία.
Βαθμολογία: 75/100
Για το Rock Overdose,
Θοδωρής Καλουδιώτης