Η αλήθεια είναι ότι με την μελωδική πλευρά του Hard Rock και την προέκτασή του προς AoR μεριά δεν τα πάω και πολύ καλά, μιας και λίγες μπάντες με συγκινούν πλέον. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι δεν βρίσκω ακόμη και σήμερα δίσκους που πραγματικά μου φτιάχνουν τη μέρα. Μία τέτοια περίπτωση είναι και οι Έλληνες DangerAngel, τους οποίους πρωτάκουσα σε ένα λάιβ στο Κύτταρο και τους γούσταρα, παρόλες τις αδυναμίες που μπορεί να κρύβει ένα ντεμπούτο. Δύο δίσκους μετά η μοίρα μας φέρνει πάλι κοντά και πρέπει να κρίνω αν ξόρκισαν τους δαίμονες του παρελθόντος ή όχι.
Εν αρχή ην ο Λόγος. Και για να εξηγούμαι, αυτό που κρίνω σχεδόν πάντα πρώτο είναι η φωνή. Καλή η μουσική, αλλά αν δεν δένει με τον τραγουδιστή τότε κάτι πάει λάθος. Για τους DangerAngel, είχα πάντα τη γνώμη ότι πάσχουν σε αυτόν τον τομέα, είτε με τον προηγούμενό τους τραγουδιστή, είτε τώρα με τον BJ. Δεν ξέρω για ποιόν λόγο συμβαίνει αυτό, αλλά και οι δύο μου δίνουν την εντύπωση ότι ζορίζονται να τραγουδήσουν. Κι ενώ είναι στιγμές όπως το “Runaway Angel” παλιότερα και το “When I’m Gone” μετέπειτα, που γουστάρω τα κέρατά μου, έρχεται η συνέχεια η οποία απογοητεύει.
Στα της μουσικής τώρα, έχουμε να κάνουμε με πολύ ταλαντούχα άτομα που από όσο γνωρίζω κιόλας αγαπούν αυτό που κάνουν. Τεχνικά αυτό φαίνεται, ακόμη κι αν κάποιος δεν θέλει να το παραδεχτεί. Στο κομμάτι της ψυχής τώρα, κάτι λείπει. Αυτό που παρατηρώ εγώ είναι ότι σε 3 δίσκους έχουμε 1-2 διαμάντια και μετά το χάος των fillers. Έτσι κι εδώ το εναρκτήριο “To Kill A Saint” δίνει ρέστα, όπως και το ομώνυμο “All The King’s Horses” που μέσα σε επτά λεπτά σου σηκώνει την τρίχα κάγκελο και μόλις ξαναπέσει στην ξανασηκώνει, αλλά μέχρι εκεί.
Γενικά μέσα στον δίσκο θα βρει κάποιος πολύ ενδιαφέρουσες ιδέες, οι οποίες διαρκούν ελάχιστα, μέχρι να έρθει στο προσκήνιο η ίδια μονότονη μελωδία, η οποία την πρώτη φορά είναι τρομερή και πολύεπίπεδη σε κάποια μέρη της, αλλά μετά το τρίτο κομμάτι καταντάει κουραστική. Και μπορεί η έντονη χρήση ηλεκτρονικών ήχων να προσπαθεί να δώσει το φιλί της ζωής στις άψυχες μελωδίες, εντούτοις όμως κι αυτά μετά από ένα σημείο είναι προβλέψιμα και επαναλαμβανόμενα. Κρατάω βέβαια μια πισινή για το πώς θα ακούγονται κάποια κομμάτια εξ αυτών σε ζωντανή εκτέλεση, αλλά μέχρι τότε κρίνουμε με βάση το υπάρχων υλικό.
Εν κατακλείδι λοιπόν, αν ο δίσκος ήτο single με τα δύο κομμάτια που προανέφερα θα είχαμε μια εξαιρετική δουλειά, αλλά τώρα χωλαίνει και δυστυχώς πολύ. Αυτό που μένει λοιπόν είναι ένα μισοάδειο ποτήρι, το οποίο και οι πιο αισιόδοξοι δύσκολα θα δουν μισογεμάτο.
Για το Rock Overdose,
Ηλίας Ιακωβόπουλος