Συντάκτης: Άγγελος Κατσούρας
Μία από τις καλύτερες και πλέον σκληρά εργαζόμενες μπάντες της τελευταίας δεκαετίας, ήταν το δίχως άλλο οι γείτονες μας Ρωμαίοι Devangelic. Από πάρα πολύ νωρίς μας έδειξαν τις διαθέσεις τους με το brutal death υλικό τους, το φοβερό τους ντεμπούτο “Ressurrection Denied” το 2014 είχε ως συνέχεια το ΕΡ “Deprecating The Scriptures” την επόμενη χρονιά, ενώ και το “Phlegethon” του 2017 κι ακόμα περισσότερο το “Ersetu” του 2020, τους εδραίωναν με αργά και σταθερά βήματα στις συνειδήσεις των οπαδών του ακραίου ήχου.
Οι Devangelic, που είχαν την ατυχία να μην προλάβουν να περιοδεύσουν τόσο πολύ για το “Ersetu” λόγω και της πανδημίας, βρήκαν «θεραπεία» από αυτή την άτυχη στιγμή στο να συνθέσουν το επόμενο άλμπουμ τους, έτσι ο τέταρτος δίσκος τους λιτά ονομασμένος ως “Xul” βλέπει το φως (ή το σκοτάδι;) και είναι η μεγάλη ώρα της δισκογραφίας τους, η στιγμή στην καριέρα τους, που όλοι θα θυμούνται ότι τους έδωσε το έναυσμα να αλλάξουν το –ήδη υψηλό- επίπεδο τους και να γίνουν μια ακόμα πιο υπολογίσιμη δύναμη στο μεταλλικό ήχο γενικά, γιατί για το ακραίο παρακλάδι του δεν το συζητάμε καν. Παρότι πολλές μπάντες συνηθίζουν στο 3ο άλμπουμ –εξ ου και ονομάζεται πάντα κρίσιμο- να κάνουν τη διαφορά, εδώ έχουμε εξαίρεση!
Κι αυτό διότι το “Xul” είναι τόσο πιο πλήρες, γεμάτο και εντυπωσιακό άλμπουμ για τους Ιταλούς σε σχέση με τα προηγούμενα τους, που ενδέχεται όσοι το ακούσουν να εκπλαγούν πάρα πολύ. Οι γνωρίζοντες το συγκρότημα ξέρουν ότι μπορούν –και πρέπει- πάντα να περιμένουν κάτι πολύ ποιοτικό, όμως το “Xul” ξεπερνάει τέτοιους μετριοπαθείς χαρακτηρισμούς άμεσα, με το μπάσιμο ακόμα του “Scribes Of Xul”. Αυτό το πιο «ανατολίτικο» συναίσθημα που έχουν εισάγει στον ήχο τους αλλά και η καταστροφολογία που ξεκινάει από το εντυπωσιακότατο εξώφυλλο του Nick Keller (The Black Dahlia Murder, Disentomb, Fallujah μεταξύ άλλων κάποιοι που έχει φιλοτεχνήσει εξωφυλλάρες τους) κάνουν άμεσα τη διαφορά. Κοιτώντας το εξώφυλλο του “Xul” με αυτόν τον δαίμονα φτιαγμένο από… έντερα να κρατάει στο χέρι του έναν άμοιρο –και μάλλον ετοιμοθάνατο- ενώ αναδύεται από την άμμο, σου παγώνει την ψυχή. Εύστοχα ο καλλιτέχνης έχει συνδέσει το εξώφυλλο αυτό μαζί με αυτό του “Ersetu”, στο οποίο βλέπουμε έναν πολιτισμό στην ανάπτυξη του και με το “Xul” έρχεται η καταστροφή αυτού. Αν νιώθεις λοιπόν ότι πολλές φορές «ακούς» το εξώφυλλο ή ότι αυτό σου «μιλάει» πριν παίξει ο δίσκος, στην περίπτωση του “Xul” πέφτεις μέσα πολύ περισσότερο από όσο νομίζεις. Τουλάχιστον είσαι εν μέρει προετοιμασμένος.
Εν μέρει διότι οι Devangelic ακούγονται εδώ έτοιμοι περισσότερο από ποτέ να πάρουν ότι τους αξίζει και να καλύψουν και το χαμένο έδαφος της πανδημίας. Η επιρροή των Nile σε αυτό το δίσκο είναι τόσο προφανής, όχι μόνο στο υλικό που θυμίζει ένδοξες εποχές των Αμερικάνων (τρία πρώτα τους άλμπουμ δηλαδή), αλλά και οι τίτλοι δεν αποκλίνουν πολύ, όπως καλή ώρα το “Which Shall Be The Darkness Of The Heretic”. Ή ακόμα περισσότερο το “Udug-Hul Incantation” που έγινε και το βίντεο του δίσκου και για Devangelic δεδομένα, αποτελεί ένα πιο αργό και πειραματικό κομμάτι, το οποίο ωστόσο είναι ιδανικό να σε βάλει στο κλίμα του δίσκου. Με το που ακολουθεί το μικρό ιντερλούδιο “Famine Of Nineveh”, ξέρεις ότι θα επέλθει σφαγή όπως συνηθίζεται σε τέτοιες περιπτώσεις και πράγματι το “Sirius, Draconis, Capricornus” που ήταν και το πρώτο δείγμα που ακούσαμε από το δίσκο, έρχεται να σου δείξει πόσο ικανοί είναι να σε κάνουν φανατικό οπαδό τους από την αρχή. Θεωρώ ότι πολύ βασικό στο να βγει ο δίσκος έτσι είναι η εδραίωση του line-up για δεύτερο σερί δίσκο. Οι «παλιοί» Mario Di Giambattista (κιθάρες) και Paolo Chiti (φωνητικά) είναι όπως πάντα καθηλωτικοί ο καθένας στο ρόλο του όπως σε κάθε δίσκο.
Ο μεν ως κύριος συνθέτης είναι ο υπεύθυνος αυτού του 39λεπτου μακελειού προ των αυτιών σου, ενώ ο δε με την εκφραστική πηχτή φωνή του κάνει τα πάντα ακόμα πιο όμορφα και ακραία. Η ρυθμική τους βάση όμως κάνει θαύματα, ο μπασίστας Alessio Pacifici ακούγεται όσο πρέπει καθώς σε δίσκους με τέτοιο ξύλο, το μπάσο τείνει να θάβεται από αρκετά ως ολοκληρωτικά, ενώ για τον ντράμερ Marco Coghe ότι και να πω είναι ελάχιστο, ο τύπος ισοπεδώνει ηπείρους με το παίξιμο του με παντοδύναμα χέρια που διαλύουν κάσες, κάνουν τα πιατίνια να μοιάζουν στόχοι προς εξόντωση και τα πόδια του «πετάνε» πάνω στη δίκαση και νιώθεις κάπως ότι ο δαίμονας στο εξώφυλλο δε θα είναι ο μόνος που θα βγει κάτω από το έδαφος αλλά θα ακολουθήσει ολόκληρη στρατιά που θα εξολοθρεύσει κάθε τι ανθρώπινο. Για του λόγου το αληθές σε πείθει πολύ άμεσα και το μπάσιμο της θεωρητικής δεύτερης πλευράς με το “Worship Of The Black Flames” που είναι ως εκείνη τη στιγμή το πιο μεγάλο κομμάτι, δώστε παρακαλώ βάση στο break riff που μπαίνει λίγο πριν το τέλος και που επαναλαμβάνεται ως το τέλος του κομματιού! Αντίστοιχα ακολουθεί ακάθεκτο το μικρότερο κομμάτι του δίσκου “Ingominious Flesh Degradation”!
Έχουν βάλει και τα κομμάτια σε ιδανική σειρά για να ικανοποιούν κάθε όρεξη, αλλά το συγκεκριμένο είναι το «σφηνάκι» (2:47) όπου αν έχετε φτάσει ζωντανοί ως εδώ, καταλαβαίνετε τι συμβαίνει. Έξυπνα προσθέτουν άλλο ένα ιντερλούδιο με το “Hymn Of Savage Cannibalism” (μα τι ευαισθησία, τι σαβουάρ-βιβρ!) και με το “Shadows Of The Iniquitous” βλέπεις να έρχεται ένα μεγαλειώδες τέλος από μακριά, πράγμα που επιβεβαιώνει το μεγάλο κομμάτι του δίσκου που ξεπερνάει τα 6’. Το “Sa Belet Ersetim Ki’Am Parsuse” κλείνει ΜΕΓΑΛΕΙΩΔΩΣ το “Xul” με το πιο «επικό» συναίσθημα που σου αφήνει, «σέρνεται» στην αρχή σαν γιγάντιο ερπετό που έχει «λοκάρει» τη λεία του και χτίζεται μεθοδικά για να υπηρετήσει το σύνολο του δίσκου με τον τρόπο του. Ένα ιδανικό τελείωμα σε ένα ιδανικό δίσκο για τους Devangelic, οι οποίοι όχι απλά μπορούν να αισθάνονται περήφανοι για το ανοσιούργημα τους, αλλά και να προετοιμαστούν να αναλάβουν πρωταγωνιστικό ρόλο στο μέλλον εξ’αιτίας του “Xul”. Δεν ξέρω αν και κατά πόσο μπορούν να το ξεπεράσουν στο μέλλον, αλλά ξέρω ότι ήταν πάντα μια ποιοτική μπάντα, που επίσημα χτυπάει την πόρτα του κλαμπ των μεγάλων, αλίμονο σε όσους τους αρνηθούν την είσοδο τους σ’αυτό!
Βαθμολογία: 90/100
Για το Rock Overdose,
Άγγελος Κατσούρας