Ημερομηνία δημοσίευσης: 28 Νοεμβρίου 2018
Για τους γνώστες της ελληνικής Black Metal σκηνής, οι Dødsferd δεν χρειάζονται ιδιαίτερες συστάσεις, μιας και πρόκειται για μία από τις πιο παραγωγικές μπάντες της συγκεκριμένης σκηνής, αλλά και της ελληνικής metal σκηνής γενικότερα. Εκείνοι που τυχαίνει να μην γνωρίζουν αυτό το συγκρότημα (λιγάκι απίθανο, αλλά λέμε τώρα) θα πρέπει να τσεκάρουν οπωσδήποτε ολόκληρη τη δισκογραφική τους πορεία, καθώς όλοι οι δίσκοι που έχουν κυκλοφορήσει (εννιά τον αριθμό παρακαλώ, από το 2001) είναι δυνατοί και εξαιρετικά δείγματα του είδους. Τώρα, 3 χρόνια μετά το πολύ ωραίο “Wastes of Life” του 2015, ο Wrath και ο Neptunus, μαζί με τον νεοφερμένο Setesh (γνωστό από τους Diablery και τους Lloth), μας προσφέρουν τον δέκατο δίσκο τους, με τίτλο “Diseased Remnants of a Dying World”.
Στα 5 κομμάτια που απαρτίζουν το δίσκο, οι Dødsferd συνεχίζουν τη μελωδική και ατμοσφαιρική πορεία, που ξεκίνησε κυρίως με το “A Breed of Parasites”, του 2013, και συνεχίστηκε ακόμα πιο έντονα στο “Wastes of Life”. Ήδη το εναρκτήριο τραγούδι, “My Father, My Wrath!”, είναι μια άκρως μελωδική σύνθεση που κινείται κατά κύριο λόγο σε χαλαρές ταχύτητες, με καθαρά φωνητικά και πολύ όμορφες μελωδίες, τόσο μουσικές όσο και φωνητικές, που σε μαγεύουν και σε ταξιδεύουν. Κι ενώ αυτή η μελωδικότητα και η αρέσκεια στις χαλαρές ταχύτητες εκτείνεται καθόλη τη διάρκεια του δίσκου, οι στιγμές που η ταχύτητα ανεβαίνει κατακόρυφα και υπάρχει μια στροφή προς το πιο καθαρόαιμο Black Metal, είναι αρκετές. Είναι όμως γεγονός πως το κυρίαρχο στοιχείο του δίσκου είναι η μελωδία, και μάλιστα σε διάφορες μορφές. Υπάρχουν για παράδειγμα σημεία που είναι σαγηνευτικά και ατμοσφαιρικά, υπάρχουν όμως και στιγμές που η μελωδία που αναδύεται είναι στενάχωρη και καταθλιπτική. Πολλές φορές, επίσης, η μουσική αποκτά κι έναν πιο Post-Rock χαρακτήρα που πραγματικά απογειώνει τον ήδη απογειωμένο δίσκο, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που θα πιάσουμε τον εαυτό μας να “χορεύει” στα Black ‘n’ Roll περάσματα.
Εκεί όμως που οι Dødsferd δίνουν πραγματικά ρέστα, είναι στο “Back to my Homeland… My Last Breath”, το οποίο αποτελεί το διαμάντι αυτού του άλμπουμ. Μία σύνθεση που ξεκινάει ήρεμα και ατμοσφαιρικά, με καθαρά φωνητικά και μελωδίες κρητικής λύρας που συνοδεύονται με ήχους από αέρα και από δείκτες ρολογιού που χτυπάνε συνεχώς και ακούγονται έντονα. Το μόνο που “χαλάει” αυτή την ήρεμη ατμόσφαιρα είναι οι απεγνωσμένες κραυγές που ακούγονται από το βάθος, οι οποίες όμως δίνουν ταυτόχρονα μια ωραία ένταση στο κομμάτι. Όσο όμως προχωράει το τραγούδι οι απεγνωσμένες κραυγές γίνονται ολοένα και πιο συχνές, τα καθαρά φωνητικά δίνουν τη θέση τους σε τσιριχτά φωνητικά, ο αέρας δυναμώνει ολοένα και περισσότερο, ενώ οι μελωδίες του βιολιού γίνονται πιο έντονες και πιο διαπεραστικές. Και όλο αυτό δημιουργεί μια χαοτική αίσθηση που αρχίζει και τσιτώνει τον ακροατή, αλλά την ίδια στιγμή τον μαγνητίζει και τον απορροφάει. Μια πραγματικά αξιομνημόνευτη σύνθεση.
Εκεί που θα νόμιζες ότι μετά από 9 δίσκους οι Dødsferd δεν θα είχαν κάτι καινούργιο να μας προσφέρουν και ότι το νέο τους πόνημα θα ήταν μια από τα ίδια, οι Αθηναίοι μας εκπλήσσουν ευχάριστα για ακόμα μια φορά, προσφέροντάς μας έναν πολύ όμορφο και συμπαγές δίσκο, με πολύ ωραία παραγωγή και εξαιρετικές ιδέες. Οι φαν του συγκροτήματος θα μείνουν παραπάνω από ευχαριστημένοι με αυτή την κυκλοφορία, όπως και γενικά οι οπαδοί του συγκεκριμένου είδους. Εκείνοι που δεν γνωρίζουν τους Dødsferd ήρθε η ώρα να τους μάθουν.
Βαθμολογία: 85/100
Για το Rock Overdose,
Μίνως Ντοκόπουλος