Συντάκτης: Τζοβάνα Σπήλιου
Η Σκανδιναβία και ακόμα περισσότερο η Σουηδία γεννάει εκπληκτικούς μουσικούς. Δεν ξέρω αν το έχουν στο DNA τους, αλλά κάθε φορά που βγαίνει και μία εντυπωσιακή κυκλοφορία νιώθω πως αναγράφει Made In Sweden. Προς τι όλη αυτή η εισαγωγή; Μα φυσικά για τη νέα και έβδομη κυκλοφορία των Σουηδών Dynazty, “The Dark Delight”, η οποία είναι ξεκάθαρα σκέτη «απόλαυση» για τα αυτιά. Δεκατρία ολόκληρα χρόνια μετράνε στο ενεργητικό τους οι Dynazty και αυτά τα χρόνια έχουν υπάρξει αρκετά παραγωγικοί, γράφοντας σχεδόν κάθε ένα με δύο χρόνια και από ένα δίσκο. Μας συστήθηκαν το 2009 με το αμιγώς μελωδικό hard rock “Bring Τhe Thunder” στο οποίο αναβίωναν τη μουσική που οι περισσότεροι από εμάς αγαπήσαμε τη δεκαετία του ’80 βάζοντας όμως τη δική τους υπογραφή, ενώ με τις επόμενες δύο κυκλοφορίες της (“Knock You Down” και “Sultans Οf Sin”) η μπάντα συνέχισε να μας δίνει ισχυρές δόσεις εξαιρετικού μελωδικού hard rock.
Δεν τους λες τυχαία μπάντα ούτε η εξέλιξη που παρουσίασαν ήταν τυχαία, καθώς τους Dynazty απαρτίζουν καθόλου «τυχαίοι» μουσικοί, οι οποίοι παραμένουν ενεργοί στον χώρο του rock/metal με πολλούς τρόπους: Ο μπασίστας Jonathan Olsson συμμετέχει στους Lindemann και στους Pain, ο κιθαρίστας Love Magnusson και ο drummer Georg Härnsten Egg συχνά περιοδεύουν με τους Joe Lynn Turner και Dee Snider, ο κιθαρίστας Mikael Lavér επίσης συμμετέχει στους Lindemann και στον Joe Lynn Turner, ενώ ο τραγουδιστής τους Nils Molin (o οποίος διαφοροποιεί ηχητικά τους Dynazty με τα υπέροχα φωνητικά του) συμμετέχει στους Σουηδούς Amaranthe. Αν και αρκετά απασχολημένοι, φαίνεται πως δίνουν ιδιαίτερη προσοχή στη μπάντα. Η δε συμμετοχή του Molin στους Amaranthe φαίνεται να τον έχει εξελίξει αφού πλέον έχει αποκτήσει και μεγαλύτερη εμπειρία ως live performer.
Το ερώτημα που εύλογα προκύπτει μετά από όλη αυτή την εισαγωγή είναι το εξής: τι διαφορετικό και αξιοσημείωτο έκανε αυτή η μπάντα μέσα στα χρόνια ύπαρξης και ενεργής παρουσίας της; Με μία λέξη: Διαφοροποιήθηκε. Εξέλιξε και άλλαξε τον ήχο της. Και αυτό μόνο θετικό αποτέλεσμα μπορεί να έχει, όταν γίνεται με τρόπο που δείχνει σεβασμό στο παρελθόν της μπάντας και εξυπηρετεί την ανάγκη της για δημιουργία. Η αλλαγή ξεκίνησε να φαίνεται σιγά σιγά το 2014 όπου οι Dynazty με την τέταρτη κυκλοφορία τους “Renatus” προσθέτουν πλήκτρα και synthesizers, δυναμώνοντας κι άλλο την ένταση, με αποτέλεσμα ο ήχος τους να αρχίσει να φλερτάρει επικίνδυνα και με το power metal. Προφανώς και κάτι τέτοιο ήρθε ως φυσική εξέλιξη της μπάντας, από την άλλη θεωρώ πως κινήθηκαν και στρατηγικά, ειδικά όταν κατάλαβαν πως το μελωδικό hard rock σαν είδος μουσικής μπορεί να λειτουργήσει αρκετά περιοριστικά στην εξέλιξη τους ως μπάντα. Στην ουσία από το “Renatus” και μετά ήταν σαν να έκαναν ένα reboot και επαναπροσδιόρισαν το ποιοι θέλουν να είναι. Οι δύο επόμενοι δίσκοι (“Titanic Mass” και “Firesign") ξεκάθαρα κινήθηκαν προς το συνδυασμό του power/hard rock και ερχόμαστε στο 2020 όπου οι Dynazty με το “The Dark Delight” πήγαν ακόμα παραπέρα. Όπως λένε οι ίδιοι «αυτός ο δίσκος αποτελεί το ολοκληρωμένο όραμα τους για το τι ήθελε η μπάντα να γίνει από πάντα».
Δώδεκα συνθέσεις απαρτίζουν το “The Dark Delight” και πραγματικά όλες είναι μία προς μία. Αξίζει δε να σημειωθεί πως την παραγωγή του δίσκου την ανέλαβε η ίδια η μπάντα, ενώ στη μίξη συναντάμε τον Jacob Hansen (Flotsam & Jetsam, Volbeat, U.D.O., Amaranthe, Destruction). Πρώτο κομμάτι και πρώτο single του δίσκου αποτελεί το άκρως δυναμικό “Presence Of Mind”, το οποίο αποτελεί την ιδανικότερη εισαγωγή για να καταλάβουμε τι μας περιμένει στη συνέχεια. Εθιστικός ρυθμός, εξαιρετικό drumming, δυναμικές κιθάρες και ένας Nils Molin που μας δείχνει τις άγριες διαθέσεις του. Όταν το άκουσα για πρώτη φορά αυτό το κομμάτι απλώς μου κόλλησε στο μυαλό και το αναζητούσα να το ακούσω ξανά και ξανά. Συνέχεια με ένα από τα αγαπημένα μου από τον δίσκο: “Paradise Of The Architect”. Καταιγιστικό κομμάτι, αρκετά heavy χωρίς να χάνει τη μελωδικότητά του, δίνει αυτή τη συμφωνική αίσθηση με τα keyboards να βγαίνουν μπροστά και να δίνουν όγκο στο κομμάτι. Κι όμως η μπάντα δεν έχει full time keyboard-ίστα και προς το παρόν δεν έχουν σκοπό να προσθέσουν, αφού τα καταφέρνουν μια χαρά μόνοι τους. Η συνέχεια εξίσου επική με το “The Black”, του οποίου το refrain κολλάει στον εγκέφαλο. Αρκετά heavy και αυτό το κομμάτι με τον Molin να αγριεύει τα φωνητικά του και να το απογειώνει.
Στο “From Sound To Silence” συναντάμε τον Henrik “GG6” Englund από τους Amaranthe ως guest στα φωνητικά από το δεύτερο κουπλέ και μετά. Ταιριάζει απόλυτα αυτή η εναλλαγή καθαρών και “βρώμικων” φωνητικών, με τις φωνές των Molin και Englund να δένουν απόλυτα. Αυτό που για μένα απογειώνει το κομμάτι είναι το ενδιάμεσο σόλο, το οποίο χαρίζει μια υπέροχη μελωδικότητα στην όλη ένταση. Νομίζω πως υπάρχει ένας άγραφος κανόνας που λέει πως κάθε hard rock μπάντα, η οποία σέβεται τον εαυτό της πρέπει να έχει και από μία μπαλάντα σε κάθε της δίσκο. Έλα όμως που το “Hologram” είναι μια power μπαλάντα που ταιριάζει απόλυτα στον δίσκο, ρίχνει λίγο τους τόνους ίσα για να πάρουμε μια ανάσα, ενώ βγάζει υπέροχα συναισθήματα τόσο με τους στίχους της, την ερμηνεία του Molin όσο και με την μελωδία της. Και έρχεται το δεύτερο single από αυτό τον δίσκο, που προσωπικά με ξετρελαίνει: “Heartless Madness”. Δεν υπάρχει ο δυναμισμός και ο ασύλληπτα ξεσηκωτικός ρυθμός αυτού του κομματιού. Αν μπορέσει να μου επιτραπεί η σύγκριση… μου έφερε στο μυαλό κάτι από το “Wild Dances” της Ruslana (και αυτό το αναφέρω ως καλό και μόνο). Αυτό το κομμάτι μόνο δυνατά μπορείς να το ακούσεις, δε γίνεται αλλιώς. Τρίτο single το “Waterfall”, το οποίο είναι ένας ύμνος για την αποφασιστικότητα και τη λύτρωση. Αυτό το κομμάτι με συνεπαίρνει μετά το δεύτερο refrain, όπου ξεκινάει ένα εθιστικό beat σε συνδυασμό με ένα κιθαριστικό σόλο που κορυφώνει το κομμάτι ως το τέλος. Ένα από τα κομμάτια που επίσης λατρεύω απόλυτα είναι το “Threading The Needle”, με τον κολλητικό ρυθμό του. Αποτελεί σαφέστατα μία από τις κορυφαίες στιγμές του δίσκου, με τα drums να απογειώνουν τον ρυθμό. Οι Dynazty δε στάθηκαν όμως στα κλασικά, αλλά με το “The Man And The Elements” έδωσαν ένα κέλτικο ύφος, στο οποίο συνδυάζοντας τις κιθάρες με synthesizers, δημιούργησαν την ηχητική αίσθηση της γκάιντας. Από τα πλέον ιδιαίτερα κομμάτια του δίσκου και το “Apex”, το οποίο έχει δύο refrain, ένα πιο μελωδικό και ένα πιο επιθετικό με τον Molin να εντυπωσιάζει εδώ με τα φωνητικά του. Αυτό το κομμάτι θα μπορούσε να μας φέρει στο μυαλό και κάτι από το ύφος των Arch Enemy. Και οι διαφοροποιήσεις δε σταματούν, αφού το “The Road To Redemption” έχει ένα πιο country/blues ύφος και μας δείχνει πόσο έχει αφεθεί ελεύθερη η μπάντα στο να πειραματιστεί και να εκφραστεί. O δίσκος κλείνει ιδανικά με το ομώνυμο κομμάτι του δίσκου, “The Dark Delight”, το οποίο ενώ έχει ένα ανατολίτικο ύφος στο ρυθμό του, παράλληλα βγάζει μια πιο σκοτεινή και επική ατμόσφαιρα. Περιττό να πω πως από την πρώτη κιόλας ακρόαση του δίσκου το repeat ήταν μονόδρομος.
Το “The Dark Delight” έγινε συντροφιά μου για πάρα πολλές ακροάσεις και κάθε μα κάθε φορά κατέληγα στο πόσο εξαιρετικός δίσκος είναι. Σαφέστατα αυτός ο δίσκος αποτελεί μακράν την καλύτερη και πιο ολοκληρωμένη δουλειά της μπάντας. Εδώ οι Dynazty κατάφεραν για άλλη μια φορά να συγχωνεύσουν το κλασικό hard rock με τη μοντέρνα σκηνή του metal, δημιουργώντας ένα δικό τους μοναδικό ήχο. Και το κάνουν εξαιρετικά. Έχουν ξεπεράσει τους εαυτούς τους και μας χαρίζουν κομμάτια που το ένα είναι καλύτερο από το άλλο, τόσο σε μελωδίες όσο και σε στίχους. Ο δίσκος δεν έχει ούτε ένα κομμάτι, ούτε ένα σημείο που να μη θες να επιστρέψεις και να το ξανακούσεις. Αν και ό,τι έχουν βγάλει ως τώρα ήταν αξιοπρεπέστατο και καλοδουλεμένο, εδώ πραγματικά εντυπωσιάστηκα και ομολογώ πως εθίστηκα με ό,τι άκουγα. Αν δεν τους έχετε ψάξει ακόμα, κάντε το χτες: όλη τη δισκογραφία τους. Αν τους ξέρετε ήδη, τότε μάλλον θα συμφωνήσετε μαζί μου πως το “The Dark Delight” είναι ξεκάθαρα ο μέχρι τώρα κορυφαίος δίσκος των Dynazty, ο οποίος νομίζω θα αποτελέσει μια κυκλοφορία ορόσημο στην ιστορία της μπάντας. Εύχομαι και ελπίζω πως ήρθε επιτέλους η ώρα οι Dynazty να αποκτήσουν τη θέση που τους αξίζει στο χώρο της metal μουσικής.
Βαθμολογία: 90/100
Για το Rock Overdose,
Τζοβάνα Σπήλιου