Ημερομηνία δημοσίευσης: 14 Σεπτεμβρίου 2017
Το πρόβλημα με πολλά συγκροτήματα που ξεπηδάνε στο παραδοσιακό black metal αυτήν την περίοδο, είναι πως προσπαθούν με κάθε τρόπο να εστιάσουν στη δημιουργία ατμόσφαιρας, είτε χρησιμοποιώντας υπερβολικά πολλά εφέ και παραμορφώσεις, είτε παρατραβάνε τη χρονική διάρκεια των κομματιών σε εξαντλητικό για τις συνθέσεις σημείο, είτε χρησιμοποιούν πολλές επιτηδευμένες συνταγές, όπως ξερή και στεγνή παραγωγή, ή χρήση φωνητικών ηχογραφημένα με αβυσσώδη παραμόρφωση, και πολλά ακόμα ανάλογα παραδείγματα, με το αποτέλεσμα συνήθως να είναι απωθητικό, καθώς οι συνθέσεις μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα για χάρη των παπατζηλικίων. Ίσως γι αυτό να αγάπησα τόσο πολύ το ντεμπούτο των Σουηδών Fornhem, γιατί εστιάζουν πρώτα στις συνθέσεις και μετά στα υπόλοιπα.
Βέβαια, οφείλουμε να τονίσουμε πως η νοοτροπία της μουσικής τους είναι αρκετά μινιμαλιστική και υπνωτιστική, με τις ατμόσφαιρες να δημιουργούνται από τον τρόπο που έχουν τοποθετηθεί τα riffs στις συνθέσεις, οι οποίες είναι to the point, δηλαδή μινιμαλιστικές αλλά όχι απλοϊκές, ενώ παράλληλα διαθέτουν μια διακριτική folk αισθητική, τόσο διακριτική που καταντάει σχεδόν ανεπαίσθητη. Το αποτέλεσμα είναι πολύ στιβαρό, σε τέτοιο σημείο που η διάρκεια των συνθέσεων δεν καταφέρνει να παίζει κανένα ρόλο. Κι αυτό είναι εντυπωσιακό από τη στιγμή που έχουμε να κάνουμε με 4 συνθέσεις, οι οποίες κυμαίνονται από εφτά έως δεκατρία λεπτά. Όσον αφορά το καθαρά μουσικό μέρος, το παραδοσιακό black metal τους ακούγεται σαν μια μίξη Darkthrone με Burzum, δε θυμίζει όμως καθόλου τα εκατομμύρια αντίγραφά τους που κυκλοφορούν εδώ και δύο δεκαετίες, καθώς δεν τολμούν να εστιάσουν εκεί, παρά χρησιμοποιούν ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά τους, όπως πχ. την παραγωγή, ή, στην περίπτωση των Burzum, την υπνωτιστική επαναληψιμότητα των riffs σε μεγάλη διάρκεια (όπου αυτό χρησιμοποιείται). Και επειδή το συγκρότημα δε μένει μονάχα εκεί, διακρίνονται και επιρροές από Drudkh και Kampfar.
Και μπορεί το αποτέλεσμα να μην είναι ριζοσπαστικό, εξωπραγματικό ή κάτι παρεμφερές, έχει όμως ουσία, πολύ περισσότερη από πολλά παρόμοια συγκροτήματα που προσπαθούν να πουλήσουν φύκια για μεταξωτές κορδέλες, και διαθέτει λεπτομέρειες ικανές να καρφωθούν στο υποσυνείδητο του εκάστοτε ακροατή. Στο ομώνυμο εναρκτήριο κομμάτι για παράδειγμα, το lead μελωδικό riff το οποίο συνοδεύει το κομμάτι, είναι πιθανόν το καλύτερο riff που έχω ακούσει εδώ και πολλά χρόνια, και ομολογώ πως σκάλωσα πολύ άσχημα με αυτό. Ένα άλλο σημείο που επίσης μου άρεσε πολύ, ήταν η συνοδευτική ακουστική κιθάρα στην αρχή της σύνθεσης στο κομμάτι "Úrdjupets svärta". Αγκάλιαζε πολύ υπέροχα τη σύνθεση, και της έδινε ένα ξεχωριστό folk αέρα, χωρίς να υπάρχει κάποια άλλη συνοδεία οποιουδήποτε folk οργάνου.
Τέτοιες ανάλογες στιγμές μπορεί εύκολα να βρει κανείς σε μια τέτοια μεστή και συνειδητοποιημένη δουλειά σαν και αυτή. Ειδικά για όσους γουστάρουν τέτοιες τόσο προσεγμένες μινιμαλιστικές δουλειές και απεχθάνονται την αλόγιστη και άσκοπη χρήση εφέ και περιττών οργάνων που φράζουν τη σύνθεση αντί να τη βοηθήσουν, αυτή η δουλειά είναι βούτυρο στο ψωμί τους. Ειδικά όταν κάποιος καταφέρνει να δημιουργήσει μια τόσο επιβλητική ατμόσφαιρα που δημιουργείται αποκλειστικά από τα riffs, αξίζει τον απεριόριστο σεβασμό μου. Πόσο μάλλον όταν το πακέτο περιλαμβάνει συνθέσεις στιβαρές, μετρημένες αλλά εξαιρετικά δομημένες, μινιμαλιστικές αλλά ταυτόχρονα μεγαλειώδεις, δείγμα κατασταλαγμένων και συνειδητοποιημένων συνθετών (ντουέτο γαρ), οι οποίοι δείχνουν να γνωρίζουν πως ξέρουν τι θέλουν να φτιάξουν και πώς να το φτιάξουν, και πιστεύω πως μπορούμε να περιμένουμε ακόμα μεγαλύτερα πράγματα από αυτούς στο μέλλον.
Βαθμολογία: 80/100
Για το Rock Overdose,
Σταύρος Πισσάνος