Ημερομηνία δημοσίευσης: 6 Ιουνίου 2017
Πριν λίγο καιρό βρέθηκα στην πολύ δύσκολη θέση του να κάνω την κριτική στον τελευταίο δίσκο των Evergrey. Δύσκολη γιατί τα λόγια βγαίνουν δύσκολα και πολλές φορές πιο “επικριτικά” όταν έχεις να κάνεις με μπάντες που σε σημάδεψαν, ιδιαίτερα όταν αυτές οι μπάντες σε “απογοητεύουν” πλέον. Στην κριτική που διαβάζεις τα πράγματα είναι ακόμα πιο δύσκολα. Δεν γράφω για ένα αγαπημένο μου συγκρότημα, ούτε για ένα από τα πολλά που με σημάδεψαν όπως είπα και παραπάνω. Γράφω για αυτούς που με έκαναν να πάρω μια κιθάρα και να γράψω μουσική. Για αυτούς που με γαλούχησαν στον “μουσικό” που είμαι σήμερα. Και τα λόγια σκαλώνουν, και τα δάχτυλα κολλάνε στο πληκτρολόγιο.
Νιώθω ότι μπορώ να γράφω για πάντα όταν ανοίγει το κεφάλαιο των Iced Earth. Από που να ξεκινήσεις και που να τελειώσεις με δαύτους; Από ποια οπτική να το κοιτάξεις και να το προσεγγίσεις; Σαν οπαδός, σαν Fan, σαν απλός ακροατής, σαν επικριτής; Ο μόνος τρόπος για εμένα προσωπικά να περιγράψω την δική μου άποψη για τον τελευταίο τους δίσκο είναι με το να πάω λίγα χρόνια πίσω, 20 για την ακρίβεια (λίγα είπαμε ρε μεγάλε). Νομίζω πως οι περισσότεροι θα συμφωνήσουν πως το “The Dark Saga” είναι από τα πιο διφορούμενα album τους μέχρι τώρα. Δίχασε πολύ κόσμο, έκανε αρκετούς από τους μέχρι τότε “βαμμένους” τους οπαδούς να τους γυρίσουν την πλάτη και παράλληλα παραμένει μέχρι σήμερα ένας από τους πιο επιτυχημένους και αγαπητούς τους δίσκους, συμπεριλαμβανομένου και του υπογράφοντα, όχι γιατί είναι ο καλύτερός τους, αλλά γιατί με αυτό τους γνώρισα, με αυτό άνοιξε ένας τεράστιος κόσμος μουσικής για εμένα και σαν album κατέχει μια πολύ ιδιαίτερη θέση στην καρδιά μου. Που θέλω να καταλήξω; Στο ότι πλέον μπορώ να καταλάβω τους τότε οπαδούς. Την απογοήτευση και την “ξενέρα” τους, γιατί ας είμαστε ειλικρινείς, το “The Dark Saga” είναι χιλιετηρίδες μακρυά από τον μέχρι τότε ήχο τους. Εδώ και χρόνια ο θείος John με κερνάει “πίκρες” καθώς είμαι από αυτούς που θεωρούν ότι τα τελευταία δύο τους album είναι άσχημη καρικατούρα του εαυτού τους. Η τελευταία τους ξαφνική “αναλαμπή” έμπνευσης ήταν το 2008, όπου κατά την γνώμη μου έκαναν έναν εξαιρετικό δίσκο, ο οποίος όμως έχει “αποκηρυχτεί” από τον boss, καλή ώρα όπως και το “Burnt Offerings”. Παρόλα αυτά, σε κάθε καινούργια τους κυκλοφορία εξακολουθώ να ελπίζω και να βάζω τις προσδοκίες μου σε υψηλό επίπεδο.
Και φτάσαμε στην ρίζα του κακού. Οι Iced Earth κάνουν αυτό που νομίζουν ή πιστεύουν σωστό. Η έμπνευση πλέον είναι φανερό πως έχει “βαλτώσει” και αυτό είναι κάτι που πιστεύω πως και οι ίδιοι το ξέρουν πολύ καλά. Εγώ και εσύ μπορούμε να το φωνάξουμε παντού, οι ίδιοι όμως όχι. Αυτή είναι η δουλειά τους, γιατί καλή η ροματζάδα αλλά η πραγματικότητα είναι πως για αυτούς είναι δουλειά και οφείλουν να την “προμοτάρουν” όσο καλύτερα μπορούν. Η ρίζα λοιπόν του κακού είναι η δική μου και η δική σου προσδοκία. Δεν μπορείς να περιμένεις μεγαλεία και δόξες του παρελθόντος. Αν το δεις από αυτήν την οπτική όλα αλλάζουν. Θα χρησιμοποιήσω την φράση του καλού μου φίλου Άκη “Δεν είναι οι Iced Earth που θέλω, αλλά από την άλλη, οι Iced Earth που θέλω “πέθαναν” το 1995”.
Υπό αυτό το πρίσμα το “Incorruptible” είναι ένας καλός δίσκος, κατά πολύ καλύτερος από το “Dystopia” του 2011. Άνευρος; Βεβαίως, τα μοναδικά επιθετικά κομμάτια είναι τα “ The Great Heathen Army” και “Seven Headed Whore” με το δεύτερο να κάνει την διαφορά και την έκπληξη ως προς το θέμα των φωνητικών και κατά έναν πολύ μεγάλο βαθμό να αποτελεί το “Violate” της εποχής μας. Απλωμένος, χωρίς ιδιαίτερα πολλά riff, με μία όμως έντονη Maiden-ική αισθητική και για πρώτη φορά μετά από χρόνια, αβίαστος και ελεύθερος. Δεν προσπαθούν να παίξουν με το ζόρι κάτι που δεν τους βγαίνει πλέον, όπως έκαναν στα δύο προηγούμενα. Ο Stu σαφώς πιο άνετος με την φωνή του, λιγότερο “μίμος” και περισσότερο ο εαυτός του. Κάτι που πραγματικά με χαροποίησε είναι το ότι για πρώτη φορά ακούμε ουσιαστικά solos της προκοπής σε αυτή την μπάντα (με εξαίρεση τις σολάρες του Santolla στο “Glorious Burden”) και όχι, τα guest του Morris στις μπαλάντες δεν μετράνε. Εξαιρετικός ο Jake Dreyer, τεχνικός εκεί που πρέπει, εκφραστικότατος, μελωδικός, κάλυψε με τον καλύτερο τρόπο το κενό δεκαετιών. Σε γενικές γραμμές οι συνθέσεις είναι συμπαθητικές, με πάρα πολύ μελωδία σε όλους τους τομείς, με κομμάτια όπως τα “The Veil” (εδώ πραγματικά χαμογέλασα μέχρι τα αυτιά) , το εξαιρετικό “Ghost Dance (Awaken The Ancestors)” και το “Clear the Way (December 13th 1862)” να κάνουν την διαφορά σε όλους τους τομείς. Οι κλασικές τρίλιες, που αποτελούσαν και το χαρακτηριστικό τους είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό απούσες από το album. Ο θείος John πόνταρε αλλού αυτήν την φορά και η αλήθεια είναι πως του πέτυχε. Η βάση όλων των κομματιών είναι στην ατμόσφαιρα, στην ανάπτυξη και στην πανταχού παρούσα μελωδία. Σας θυμίζει κάτι όλο αυτό; Σίγουρα δεν μιλάμε για έναν δίσκο του ιδίου επιπέδου, αλλά η συνταγή είναι λίγο πολύ η ίδια.
Κλείνοντας λοιπόν, έχεις δύο επιλογές. Ή αποδέχεσαι το γεγονός ότι αυτό που ήξερες και αγαπούσες δεν υπάρχει πλέον και με αυτό κατά νου δίνεις μια ευκαιρία σε κάτι άλλο, διαφορετικό, που έχει όμως τελικά κάτι να σου πει (καιρός ήταν, έστω και έτσι) ή που κρατάς το παρελθόν ένδοξο στο μυαλό σου, κλείνοντας το κεφάλαιο Iced Earth για τα καλά. Διάλεξα το πρώτο και μπορεί να μην πήρα αυτό που ήθελα (είπαμε οι προσδοκίες είναι λάθος) πήρα όμως στο σύνολό του έναν καλό Heavy Metal δίσκο. Οι Iced Earth που εγώ αγάπησα σταμάτησαν πριν πολλά χρόνια, τους χρωστάω όμως πολλά και νομίζω πως μπορώ να τους “ακολουθήσω” για ακόμα μια φορά με το “Incorruptible” γιατί θαρρώ πως βρήκαν και πάλι την “ειλικρίνειά” τους. Άκη, σε ευχαριστώ που σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις με βοηθάς να βρω την ισορροπία.
We ride the Storm
Βαθμολογία: 70/100
Για το Rock Overdose
Κωνσταντίνος Μάρης
Μπορεί να μην είμαι από τους μεγαλύτερους και πιο φανατικούς οπαδούς του power, οι Iced Earth, όμως πάντα είχαν και έχουν μια ξεχωριστή θέση μέσα μου, καθώς τα άλμπουμ κορυφές των 90's κατέλαβαν μια ξεχωριστή θέση μέσα στη καρδιά μου, και έκτοτε δε σταμάτησα να τους παρακολουθώ. Δε ξενέρωσα όταν πειραματίστηκαν (βλ. "Horror Show", "The Glorious Burden"), γιατί κατανόησα τη διάθεση τους να δοκιμάσουν κάτι διαφορετικό. Μπορεί για διάφορους λόγους να μην ήταν τόσο πετυχημένο, αλλά ήταν μια ειλικρινής προσπάθεια.
Από εκεί και πέρα όμως, συμπεριλαμβάνοντας και το "Dystopia", το οποίο είναι ένα από τα αγαπημένα μου άλμπουμ τους, έχουν εξαφανιστεί η διάθεση, ο ενθουσιασμός και οι ιδέες, με το τελικό αποτέλεσμα να θυμίζει απομεινάρια ανακυκλωμένου υλικού. Αυτό το μοτίβο παρατηρείται και στο καινούργιο άλμπουμ. Δε θα με ενοχλούσε μια ακόμα επανάληψη παλαιότερων δοξαστικών στιγμών (όπως ήταν το "Dystopia"), από τη στιγμή που από ένα τέτοιο συγκρότημα δεν περιμένεις πλέον να ανακαλύψει ξανά τον τροχό, αλλά είναι ενοχλητικό το γεγονός πως ακόμα και το επίπεδο των συνθέσεων θυμίζει προσπάθεια ανακύκλωσης των παλαιότερων καλών ιδεών, με αποτέλεσμα τη μεγάλη συσσώρευση των fillers. Με σκόρπιες ελάχιστες καλές στιγμές όμως και με απολύτως safe προσέγγιση σε όλους τους τομείς, συνέπεια της συνθετικής ανεπάρκειας, το αποτέλεσμα είναι καταδικασμένο από την αρχή.
Η μεγαλύτερη απογοήτευσή μου πάντως παραμένει ο τρόπος που ο Schaffer (κακό)μεταχειρίζεται τον τραγουδιστή Stu Block. Από την πρώτη στιγμή που ήρθε αυτός ο τραγουδιστής, είδα με κακό μάτι την προσπάθεια του αρχηγού να προσπαθεί τόσο πολύ επίμονα να αλλάξει ριζικά τη φωνή του Stu ώστε να προσπαθεί να θυμίζει τη φωνή του Matt Barlow, για να μην απογοητευτούν οι οπαδοί. Ο Schaffer έχοντας γνωρίζει σε πλήρη έκταση το ταλέντο του Stu, όπως αυτό εκδηλώθηκε μέσω των Into Eternity, όπου τραγούδησε σε δύο άλμπουμ, ξεδιπλώνοντας ένα απίστευτο ταλέντο, καταφέρνει να τον χαντακώνει άσχημα, όχι μόνο περιορίζοντάς τον, αλλά πειράζοντάς του και τη φωνή για να μοιάζει με εκείνη του Barlow. Κι αν δε ψήνεστε να ακούσετε τους Into Eternity για να διαπιστώσετε τη διαφορά, στο dvd που έβγαλαν οι Iced Earth πριν 4 χρόνια με το live της Κύπρου, φαίνεται ξεκάθαρα πόση διαφορά υπάρχει ανάμεσα στα live και τα studio φωνητικά. Ακόμα και τώρα που ακούγεται πιο φυσικός και έχει ένα μεγαλύτερο εύρος, δεν έχει την ελευθερία που θα έπρεπε να έχει ένα τέτοιο ταλέντο.
Αν ήθελα να προσεγγίσω το άλμπουμ καθαρά ψυχρά, θα το χαρακτήριζα ελαφρώς ανώτερο από το "Plagues Of Babylon". Αυτό όμως δεν αρκεί για να σώσει την κατάσταση σε ένα άλμπουμ με τόσες πολλές ανακυκλωμένες ιδέες, που καταντάει άνευρο, άγευστο και άοσμο, σαν ένα γεύμα νοσοκομείου μαγειρεμένο στο φούρνο μικροκυμάτων. Το πιθανότερο βέβαια, είναι πως, πολύς κόσμος δεν θα το καταλάβει άμεσα αυτό, αλλά με τον καιρό θα αντιληφθούν τις πολλές αδυναμίες του σε σύγκριση με τα παλαιότερα άλμπουμ.
Βαθμολογία: 68/100
Για το Rock Overdose,
Σταύρος Πισσάνος
Incorruptible… to change…
Αγαπητέ Jon Schaffer,
Δεν είμαι ο #1 φαν των Iced Earth. Για την ακρίβεια, μπορεί να είμαι και ο τελευταίος, άντε προτελευταίος στην κατάταξη. Παραπάνω δε με τοποθετώ. Παρόλα αυτά τους έχω ψάξει σαν μπάντα. Έχω ακούσει τους πειραματισμούς που έκανε το συγκρότημα με τον Matt Barlow στα φωνητικά. Καταλαβαίνω γιατί ο Έλληνας μεταλλάς οπαδός σας αγαπά τόσο πολύ (βλέπε το “Alive in Athens”). Έχετε απίστευτα κομμάτια στη δισκογραφία σας. Και έχεις δείξει πως μπορείς να γράψεις έπη. Λογικό το βρίσκω. Μέσα στη δεκαετία του ’90 γράφτηκαν albums που συγκλόνισαν το metal ακροατήριο και που μέχρι τώρα γαλουχούν μεταλλάδες.
Τότε, ρε Jon, γιατί αναμασάς παλιές φόρμες τα τελευταία χρόνια; Έχεις στο συγκρότημά σου μία φωνή με απίστευτο φωνητικό εύρος στο πρόσωπο του Stu Block. Εκμεταλλεύσου τον στο έπακρο. Το “Dystopia” είχε τα ελαττώματά του, αλλά ήταν μια πολύ ωραία εισαγωγή για τον Stu στην μπάντα. Το “Plagues of Babylon” είχε ορισμένα από τα αγαπημένα μου κομμάτια, πατώντας πάντοτε σε safe μονοπάτια, αλλά σε αυτό το album δεν έφερες τίποτα καινούριο, ελάχιστες ενδιαφέρουσες εκλάμψεις, αλλά έπαιξες υπερβολικά εκ του ασφαλούς στιχουργικά και συνθετικά.
Γιατί, βρε Jon? Κατανοώ ένα μεγάλο συγκρότημα να τιμά τις πρώτες του μέρες, αλλά είναι άσχημο να αντιγράφει σε πιο απλοϊκές εκδόσεις τις προηγούμενες δουλειές του. Δεν περιμένω να ανακαλύψετε πάλι τον τροχό. Αυτό θα ήταν το ιδανικό, αλλά ξελόλλα πλέον από τις φόρμες του Barlow. Άσε τον Stu να βάλει σημεία με growls. Όπως και να έχει, απόλαυσα κομμάτια όπως το “Raven Wing”, το “Clear the Way (Dec, 13th, 1862)”, το “Ghost Dance” και το “Seven Headed Whore”. Αν το συγκρότημα παρουσίαζε αυτή τη δουλειά σαν πρώτο ή δεύτερο άλμπουμ, δικαίως θα αποθεωνόταν. Αλλά όταν έχεις τόσα χρόνια υπηρεσίας στο είδος, δημιουργούνται προσδοκίες. Μετά τη σκοτεινή, δυστοπιακή (pun intended) στροφή του “Plagues of Babylon” και του “Dystopia”, τα έξυπνα στιχουργικά σημεία αυτών των δύο δίσκων, συνοδευόμενα από trademarked μελωδίες, περίμενα να εξερευνήσεις κι άλλο τα μηνύματα που μπορούσες να περάσεις μέσω της μουσικής σου. Κρίμα. Σαν metal δίσκος είναι άρτιος, αλλά δεν θεωρώ πως έχει κάτι που να τοποθετείται στο top 10 ή έστω στο top 20 των κομματιών σας.
Κι εδώ αναρωτιέμαι. Να το βαθμολογήσω υπό το φάσμα του ονόματος του συγκροτήματος ή να του κόψω λίγη λάσκα; Αν του κόψω λάσκα, κοιτώντας το εκτός του ονόματός σας, είναι ένα τίμιο album, αλλά αν το βάλεις κάτω από την κληρονομιά των Iced Earth, τα πράγματα δεν είναι πολύ καλά.
Βαθμολογία: 65/100
Με εκτίμηση,
Γιάννης Revan
Το ποτήρι ξεχείλισε, ο κόμπος έφτασε στο χτένι και τα νεύρα μου έχουν γίνει πραγματικά τσατάλια. Μόνο μ' αυτή την άτυπη εισαγωγή αγανάκτησης μπορώ να περιγράψω πλήρως τα συναισθήματα μου για το νέο πόνημα των πάντοτε υπερ-λατρεμένων μου Iced Earth και για την απογοήτευση που ένιωσα άλλη μία φορά. Έφτασα στο σημείο να μην έχω άλλες αντοχές να περιμένω. Και όταν λέμε να περιμένω, εννοούμε να περιμένω για κάτι αξιοπρεπές και έστω λίγο @ρχιδ@το επιπέδου ''Dystopia'', διότι για προ 1998 μεγαλεία, ούτε λόγος. Και φυσικά δε θα μπω σε διαδικασία συγκρίσεων με το δοξασμένο παρελθόν, τότε που βγάζανε τους Έλληνες στο δρόμο ουρλιάζοντας σε ακατάληπτες γλώσσες από την ΠΩΡΩΣΗ και το πάθος για ότι δημιουργούσαν. Αυτό που (πρέπει να) μας νοιάζει, είναι οι Iced Earth του 2017, οι οποίοι με μεγάλη μου λύπη δείχνουν (ή πιο σωστά ακούγονται) για άλλη μία (νιοστή) φορά με το πόδι στο φρένο και πηγαίνοντας με ασφαλή οδήγηση σε ίσιο δρόμο κάνοντας μεγαλύτερη διαδρομή μόνο και μόνο για να αποφύγουν κάποιες στροφές, χάνοντας έτσι και χρόνο αλλά και τη διασκέδαση της διαδρομής με τα σκαμπανεβάσματα της, επιλέγοντας τη μονοτονία και την αργοπορία. Φανταστείτε ένα εγνωσμένης αξίας ταχύτατο άλογο που ο ίδιος ο ιδιοκτήτης του τραβάει τα χαλινάρια όποτε αυτό πάει να επιταχύνει όπως έχει συνηθίσει.
Και το χειρότερο είναι ότι το άλογο αυτό στο τέλος επηρεάζεται ψυχολογικά και δε θα είναι ποτέ πια ξανά το ίδιο μέσα του. Όπως καταλαβαίνετε, κατηγορώ άμεσα και χωρίς κανέναν φόβο τον ηγέτη, κιθαρίστα, αρχηγό και πλέον μετά από τόσες συναντήσεις μαζί του, καλό μου φίλο Jon Schaffer γι' αυτό που μέσα μου δε διστάζω να αποκαλέσω ''κατάντια'' για το συγκρότημα. Ο αρχηγός λοιπόν έχει πάνω από 20 χρόνια που έχει αποφασίσει να πάει σε συγκεκριμένη λογική τρόπου γραφής κομματιών, με το αποτέλεσμα να είναι πιο εύκολο στην αφομοίωση και φυσικά να μπορεί να δώσει και μία εμπορική επιτυχία στο συγκρότημα. Δεν είναι κακό, γιατί δικαιούταν να κάνει επιτυχία, την οποία στη χώρα μας γεύτηκε με το παραπάνω, το θέμα είναι ότι ήταν τέτοιος ο τρόπος που την κάνανε, που δε μπορούμε να δεχτούμε ημίμετρα πλέον. Κανείς δεν απαιτεί να γεμίσουν ένα δίσκο με τις χαρακτηριστικές του τριπλές στα ριφφ που ακολουθούταν από δίκασες που βάζανε φωτιά στα ηχεία. Με πολλούς τρόπους είχε αποδείξει ότι μπορούσε να γράφει ωραία και ΩΡΙΜΑ τραγούδια ακόμα και χωρίς την ταχύτητα του παρελθόντος, αυτό που πειράζει τον μέσο (άρρωστο) οπαδό τους, είναι η αρχική (και που επικρατεί σε πολλές περιπτώσεις) σκέψη ότι πολλά κομμάτια των μεταγενέστερων δίσκων, δε θα μπαίνανε ούτε σε σκέψη κυκλοφορίας παλιότερα.
Οι σκέψεις μου επειδή σαν οπαδός νιώθω ότι ξέρω την ψυχολογία τους σαν συγκρότημα ήταν ανησυχητικές. Με τα πρώτα τρία κομμάτια πήρα κρυάδα. Κι αυτό γιατί φοβόμουν για το υπόλοιπο αποτέλεσμα του δίσκου. Με το εξαιρετικό και σίγουρα όαση του δίσκου ''Seven Headed Whore'' που μέσα σε 3' μας δείχνει γιατί τους αγαπήσαμε, κάτι σκίρτησε μέσα μου. 3' μόλις σε διάρκεια, αλλά τουλάχιστον υπάρχει μία ενέργεια. Ενέργεια που μας είχε λείψει κατά πολύ εδώ και πολλά χρόνια, βέβαια από την άλλη, ούτε αυτό θα έβρισκε θέση σε άλλους παλιούς δίσκους, αλλά τέλος πάντων. Το εναρκτήριο ''Great Heathen Army'' που άνοιγε και τις πρόσφατες συναυλίες τους, είναι ένα καλό και τίμιο κομμάτι, αλλά ΟΧΙ ΓΙΑ ΝΑ ΑΝΟΙΓΕΙ ICED EARTH ΔΙΣΚΟ. Kαι δε μας παίρνει να αναφέρω τι κομμάτια έχουν ανοίξει δίσκους τους, παραπέμπω πάλι στο ομότιτλο ''Dystopia'' και το λήγω αναίμακτα. Τέλος, το ''Raven Wing'' που ήταν το τρίτο κατά σειρά που μας σέρβιραν, ήταν σίγουρα κατώτερο, μπαλαντοειδές και λυρικό, με τη φωνή του Stu Block να λάμπει (όπως και σε όλο το δίσκο, αφού ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ο δικτάτορας τον άφησε λίγο να τραγουδήσει όπως μπορεί σε κάποια σημεία), χωρίς να είναι κακό, αλλά όπως και το μεγαλύτερο σύνολο του δίσκου, στο τέλος κρίνεται ανεπαρκές και υπερκάτω των προσδοκιών που λανθασμένα είχα άλλη μία φορά...
Αυτό που δε μπορώ να χωνέψω με τίποτα είναι για ποιό λόγο να γεμίζει ένας δίσκος με fillers της σειράς, όπως τα ''The Veil'', ''Τhe Relic (Part 1)'' (δηλαδή θα υπάρξει και δεύτερο μέρος του όνειδους, άρα μείον ένα κομμάτι κι από τον επόμενο δίσκο, ωραία το πας αρχηγέ, τα σέβη μου), και την πραγματική ντροπή ''Ghost Dance (Awaken The Ancestors)'', ένα ορχηστρικό κομμάτι τους που ΚΑΤΑΦΕΡΝΕΙ να ακούγεται γελοίο με τις Ινδιάνικες ιαχές του στη μέση και να σε κάνει να θες να κλάψεις με τα βλαμμένα -και καλά- tribal τύμπανα του. Instrumental Iced Earth σήμαινε δάκρυα χαράς, και εδώ δυστυχώς σημαίνει 6μιση λεπτά χάσιμου χρόνου, είναι δυστυχώς και το μεγαλύτερο κομμάτι πλην του τελειωτικού ''Clear The Way (December 13th, 1862)'', ενώ και το ''Brothers'' που ακολουθεί, ενώ το παλεύει κάπως περισσότερο, στο τέλος περνάει και δεν ακουμπάει με την καμία. Ευτυχώς ο δίσκος κλείνει κάπως όμορφα με το τελειωτικό δίδυμο των ''Defiance'' (το πόσο ξεχωρίζει μετά το προαναφερθέν σερί χείριστων κομματιών, είναι σχεδόν λυτρωτικό). Και πάλι βέβαια όχι κάτι μεγαλειώδες όπως θα επιθυμούσαμε, αλλά το κεφάλι κουνιέται και το χαμόγελο επιστρέφει στα χείλη. Ο δίσκος κλείνει με το κλασσικά μεγαλύτερο σε διάρκεια κομμάτι όπως είθισται σε κάθε κυκλοφορία, και τουλάχιστον σου αφήνει μία καλή γεύση σε σχέση με την πίκρα που έχεις γευτεί.
Προσωπικά δεν περίμενα χειρότερο δίσκο από το ''Plagues Of Babylon'', είχα τις (φρούδες όπως αποδείχτηκε) ελπίδες μου ότι θα έχουμε κάτι καλύτερο, αλλά στην καλύτερη των περιπτώσεων να τα βάλω ως ισάξια (που φτάσαμε...), κι αυτό λίγο χάρη στο κλείσιμο του δίσκου, με το προαναφερθέν ''Clear The Way'' να κλείνει το σύνολο λίγο εμβατηριακά και τουλάχιστον να υπάρχει μία κλιμάκωση ότι είσαι σε μάχη και βλέπεις το σκοτωμό, με ένα πολύ ωραίο break λίγο πριν τη μέση (λίγο σαν Running Wild χωρίς την πειρατίλα μου κάνει) που το ανεβάζει πολύ στη συνείδηση του ακροατή. Προσθέτοντας και το πολύ όμορφο ''Black Flag'' που ξέχασα να αναφέρω, έχουμε βαριά 5 κομμάτια στα 10 που έχουν κάτι να πουν και 5 που είστε πραγματικοί ήρωες και σίγουρα με μεγαλύτερες αντοχές από μένα αν σας αρέσουν. Είναι όλα θέμα προσδοκιών και στιγμής. Αν είστε άρρωστοι σαν εμένα και πάντα νομίζετε ότι θα τετραγωνιστεί ο κύκλος και θα ξυπνήσουν να γράψουν κάτι σαν το ''Dystopia'' (ενεργητικό, εμπνευσμένο και τίμιο δηλαδή), τότε λογικό είναι να απογοητευτείτε (για πιο πίσω άλμπουμ σε αναφορά ούτε λόγος). Αν πάλι το έχετε πάρει απόφαση ότι το συγκρότημα έχει συγκεκριμένο ταβάνι το οποίο δεν περιμένετε να ξεπεράσουν και τη βρίσκετε στη σκέψη να τους βλέπετε ζωντανά περισσότερο από το να τους ακούτε στουντιακά, τότε εύχομαι ολόψυχα να σας αρέσει πολύ περισσότερο απ' ότι σε μένα. 19 χρόνια φαγούρας με 2-3 στιγμές που είναι η εξαίρεση και όχι ο κανόνας, είναι πολλά για τη μόνη μπάντα που κάποτε πίστεψα ότι θα γίνει κάτι σαν τους Metallica και Maiden... Ο βαθμός είναι εντελώς χαριστικός λόγω της αγάπης μου γι' αυτούς.
Βαθμολογία: 65/100
Για το Rock Overdose,
Δημήτρης Αλόρας