Συντάκτης: Άγγελος Κατσούρας
Είναι κάτι παραπάνω από επιβεβαιωμένο ότι στο μεταλλικό ήχο τουλάχιστον, καμία άλλη μπάντα δεν επηρέασε τόσο κόσμο όσοι οι μεγάλοι, τράνοι και επιβλητικοί Incantation. 34 χρόνια μετράνε πλέον στο κουρμπέτι και με τρόπο ανεξήγητο όσο και πειστικό, κρατάνε ακόμα τα σκήπτρα της δυσαρμονίας στο death metal ως πρώτοι διδάξαντες και μαζί με τους συμπατριώτες τους Νεοϋορκέζους Immolation, όποτε αποφασίζουν να βγάλουν δίσκο, γνωρίζεις εκ των προτέρων ότι θα ακούσεις κάτι το οποίο δε χωράει πολλές αναλύσεις, γιατί όχι απλά κάθε δίσκος τους είναι περισσότερο άλλες φορές και λιγότερο κάποιες άλλες, συνώνυμο της ποιότητας, αλλά και της μοναδικότητας τους στα χρόνια. Μπορεί δυστυχώς να δισκογραφούν λίγο πιο αραιά απ’ότι θα θέλαμε, καθώς είναι σύνηθες οι δίσκοι τους να έχουν στην καλύτερη των περιπτώσεων ένα κενό 2 και βάλε ετών, αλλά όταν βλέπεις δίσκο με το –ιερό- λογότυπο τους, ξέρεις τι να περιμένεις. Το 13ο και ευτυχώς όχι γρουσούζικο άλμπουμ τους ονόματι “Unholy Deification” αποδεικνύει του λόγου το αληθές παραπάνω και για άλλη μια φορά το πράγμα μιλάει από μόνο του από το εξώφυλλο ακόμα του Eliran Kantor, του κορυφαίου καλλιτέχνη εξωφύλλων των ημερών μας, ο οποίος φρόντισε να δώσει μια άκρως απειλητική υφή με αυτό το… τέρας αγνώστου μορφής που φιλοτέχνησε.
O John McEntee, ηγέτης/κιθαρίστας/τραγουδιστής των Incantation, το πήγε ένα βήμα παραπέρα σε ότι αφορά το “Unholy Deification”, λέγοντας ότι θέλει οι οπαδοί ακούγοντας το δίσκο αυτό να αναρωτιούνται γιατί η μπάντα ακούγεται τόσο θυμωμένη και γιατί τελικά βγήκε ο δίσκος έτσι. Η αλήθεια να λέγεται, το άλμπουμ είναι τρομερά τραχύ και επιθετικό, με φοβερή παραγωγάρα που τονίζει τον όγκο τους ενώ ο ίδιος ο McEntee στα σχεδόν 54 του, ακούγεται ίσως καλύτερος και ωριμότερος από ποτέ, το πηγαδίσιο λαρύγγι του κάνει τη διαφορά, ενώ για την κιθαριστική του δουλειά ό,τι και να πούμε είναι λίγο, φοβερά και αλλεπάλληλα riff κάθε τόνου και ταχύτητας, βαριά, γρήγορα, αργά, με πολλαπλά εφιαλτικά περάσματα, που μπορεί να ρίξουν το τέμπο στο πάτωμα ή και με ομοβροντίες, που μπορεί να σε στείλουν στον τοίχο μια ώρα αρχύτερα. Αυτή τη φορά δίπλα του έχουμε το νέο –από το 2020- μέλος των Incantation, τον μόλις 31 ετών κιθαρίστα Luke Shively, που κλήθηκε να γεμίσει μια θέση σαν ηλεκτρική καρέκλα, και πιστέψτε με, παρά το νεαρό της ηλικίας του –σκεφτείτε ότι δεν είχε καν γεννηθεί όταν δημιουργήθηκαν οι Incantation-, τα καταφέρνει περίφημα, χωρίς να τον πνίγει η ευθύνη του να παίζει για μια τόσο μεγάλη και ιδιαίτερη μπάντα.
Ο δίσκος ξεκινάει φρενήρης με το “Offerings (The Swarm) IV” και γενικότερα ο δίσκος αποτελεί στιχουργικά ένα concept, με το οποίο καταπιάστηκε ο μπασίστας Chuck Sherwood, που ούτε λίγο ούτε πολύ, πραγματεύεται την εξέλιξη μέσα από τον διαφωτισμό. Ίσως να μπερδευτείτε λίγο με τους τίτλους των κομματιών, καθώς δίπλα σε κάθε κομμάτι υπάρχει μια παρένθεση και ένας λατινικός αριθμός, που δε συνάδει με τον αριθμό του κομματιού στο δίσκο, αλλά σίγουρα έχει γίνει για συγκεκριμένο λόγο και δεν επηρεάζει σε τίποτα τη ροή του δίσκου. Μιλώντας περί ροής δίσκου, σε λιγότερο από 42’ οι Incantation δείχνουν μέσα στα 10 κομμάτια του “Unholy Deification” ότι ελαχιστοποιούν την πιθανότητα λάθους, η οποία είναι ούτως ή άλλως μικρή όταν μιλάμε για δικό τους δίσκο. Λίγο μικρότερο από τους δυο προκατόχους τους, “Profane Nexus” και “Sect Of Vile Divinities”, το “Unholy Deification” αποτελεί το τρίτο μέρος μιας Αγίας Τριάδας στη δισκογραφία τους, καθώς θεωρώ ότι υπάρχει η ίδια λογική στις συνθέσεις, αλλά και ο ήχος γενικά κάνει μεγάλη διαφορά. Αυτή τη φορά διατηρείται πάνω κάτω η ίδια διάρκεια με λιγότερα κομμάτια όμως, άρα υπάρχει μια μεγαλύτερη διάρκεια κομματιών κατά μέσο όρο που δε λειτουργεί εναντίον του ακροατή, αντίθετα απλώνει πιο μεγαλοπρεπώς τον ήχο.
Βλέποντας τα βίντεο για τα “Concordat (The Pact) I” και “Invocation (Chthonic Merge) X” πριν την κυκλοφορία του δίσκου, ο οπαδός τους ήξερε ότι και πάλι θα κάνουν το θαύμα τους και θα προσφέρουν δισκάρα. Άλλο όμως να το λες κι άλλο να το ακούς για πολλοστή φορά. Βάλτε και το lyric video για το “Homunculus (Spirit Made Flesh) IX”, οι Incantation είχαν κάνει ένα απόλυτο 3/3 πριν την κυκλοφορία του “Unholy Deification” και το μόνο που έμενε ήταν και τα υπόλοιπα κομμάτια να αποδείξουν τι εστί για άλλη μια φορά η έννοια «δίσκος Incantation» σε παλιούς οπαδούς, αλλά και σε μικρότερης ηλικίας παιδιά που δεν έτυχε ακόμα να ασχοληθούν μαζί τους. Και πιστεύω όπως και με τα δυο προηγούμενα άλμπουμ ότι είναι μια ιδανική φάση και περίοδος κάποιος να καταπιαστεί με τους μεγάλους Νεοϋορκέζους καθώς ο ήχος τους είναι πιο καθαρός από ποτέ, χωρίς βέβαια να έχει γυαλίσει και να εξυπηρετεί τάσεις, παρά μόνο τη δική τους προσωπική αισθητική. Τα τύμπανα του βετεράνου Kyle Severn (συμπληρώνονται 25 χρόνια από την πρώτη του παρουσία στη μπάντα με διάφορα πάνε-έλα ενδιάμεσα) κάνουν όπως πάντα τη μεγάλη διαφορά, βαράει oldschool-άδικα και δυνατά και με απόλυτη προσαρμογή σε κάθε αλλαγή ρυθμού και ταχύτητας.
Δε μπορώ να αναφέρω κάποιο κομμάτι συγκεκριμένα που μπορεί να αγαπήσετε πιο πολύ, γιατί οι δίσκοι των Incantation μια ζωή στηρίζονταν στο σύνολο και το ίδιο ισχύει σε τεράστιο βαθμό και με το “Unholy Deification”. Μέχρι το τέλος με το “Circle (Eye Of Ascension) VII” ο δίσκος κυλάει ιδανικά, χωρίς διαλείμματα ποιότητας, χωρίς καθόλου ερωτηματικά και χωρίς την παραμικρή διάθεση συμβιβασμού από πλευράς Incantation. To “Unholy Deification” είναι το 13ο ολοκληρωμένο έργο μιας αθάνατης στα χρονικά κληρονομιάς που μόνο δέος και σεβασμό έχει προκαλέσει και που δείχνει ότι οι Incantation όχι απλά είχαν έρθει για να μείνουν εξ’αρχής, αλλά δείχνουν συνεχώς το δρόμο σε νεότερες μπάντες, οι οποίες κατά πολύ μεγάλο ποσοστό, τους έχουν εικόνισμα και κύρια επιρροή. Death metal ακομπλεξάριστο, αγνό και παράτολμο σε πολλές περιπτώσεις, δεν εφησυχάζουν ποτέ, διατηρούν την αξία του ονόματος τους πολύ ψηλά και δίκαια και δεν έχουν να αποδείξουν τίποτα και σε κανέναν. Είτε είσαι φίλος της μπάντας είτε όχι, αν θες εξηγήσεις γιατί μιλάμε για ένα τεράστιο συγκρότημα και με καριέρα που θα ζήλευαν πολύ μεγαλύτερες σε όνομα μπάντες, διαβάζεις λάθος κριτική και webzine ταυτόχρονα.
Βαθμολογία: 90/100
Για το Rock Overdose,
Άγγελος Κατσούρας