JUDAS PRIEST – “Firepower”

Ημερομηνία δημοσίευσης: 4 Φεβρουαρίου 2018

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

''Θα κάνεις την κριτική για το νέο Judas Priest''. Δε με ρώτησαν, μου το ανακοίνωσαν! Κι ενώ αποτελεί τιμή σίγουρα μία τέτοια ανάθεση, να τονίσω επίσης ότι θα ήταν τρελλός όποιος δεν θα ήθελε τέτοια αντίστοιχη ευθύνη. Διότι ας μην γελιόμαστε, είναι τεράστια ευθύνη να αναλαμβάνεις δισκοκριτική για τα πλέον ιστορικά συγκροτήματα με τα οποία μεγάλωσες, και οι Judas Priest μου είχαν ξεφύγει όλα αυτά τα χρόνια. Οφείλω να πω ότι είμαι πάρα πολύ τυχερός διότι στον 18ο τους δίσκο οι εμβληματικοί Βρετανοί που όρισαν τον μεταλλικό ήχο (οι Black Sabbath ήταν το heavy και οι Judas Priest το metal της υπόθεσης, τελεία και καύλα) βρίσκονται σε τρομερή φόρμα και μόνο για σχεδόν 70άρηδες δεν ακούγονται (το λέω κι ανατριχιάζω, θα μπορούσαν να είναι μπαμπάδες ή παππούδες μας και ξεφτιλίζουν το μεγαλύτερο ποσοστό της νεολαίας εκεί έξω). Δε θα κρύψω ότι ανέλαβα τη συγκεκριμένη ευθύνη πολύ υποψιασμένος και με ξεκάθαρη διάθεση να θάψω και να σιχτιρήσω τους μεγάλους βετεράνους αν χρειαστεί, αλλά πραγματικά χάρηκα πάρα πολύ που από την πρώτη ακρόαση ο δίσκος με ανάγκασε να μην βάλω καν τέτοιες σκέψεις στο μυαλό μου, διότι στα σχεδόν 59' διάρκειας του, η ποιότητα και η φρεσκάδα έχουν ξεχειλίσει σε βαθμό που μάλλον ούτε ο πλέον αισιόδοξος οπαδός τους μπορεί να μην περίμενε.

 

 

Ο δίσκος ανοίγει με κλασσική ριφφάρα και καπάκι τσιρίδα του Rob Halford, δε νομίζω ότι μπορεί να χαλάσει η μαγιά με τέτοια αρχή, καταπληκτικό το ομότιτλο ''Firepower'' και με τσίτα τα γκάζια, πρόσφατα έγινε και διαθέσιμο για το κοινό και μία πλάκα την πάθανε οι περισσότεροι. Σαν να μην πέρασε μία μέρα, πόσο μάλλον 40φεύγα χρόνια, οι Priest δείχνουν για άλλη μία φορά ότι η αθάνατη τέχνη του riff είναι που έκανε αυτή τη μουσική να αντέξει στο χρόνο, λες και έχουν εδώ και κοντά μισό αιώνα ολόκληρο θησαυροφυλάκιο από ιδέες που τις πετάνε σε τακτά χρονικά διαστήματα και κάνουν τον κόσμο να παραλληρεί! Μπομπάτη αρχή, στακάτη συνέχεια με το ήδη γνωστό ''Lightning Strike''. Ρυθμικό, πειθήνιο, χωρίς να χρειαστεί να σπιντάρει ιδιαίτερα αλλά με εύλογο τον αέρα υπεροχής και αυτό το απαράμιλλο στυλ που τους διακατέχει. Άρεσε στον κόσμο και στις συναυλίες θα είναι ακόμα καλύτερο. Ως εδώ όλα καλά με τα κομμάτια που άκουσε ο κόσμος. Τι συμβαίνει όμως στα υπόλοιπα; Το μεγάλο καλό του δίσκου είναι ότι όλα τα κομμάτια είναι άξια να είναι σε Judas Priest δίσκο, άλλα περισσότερο, άλλα λιγότερο, αλλά όλα! Κι εδώ είναι που τους βγάζεις το καπέλο, ενώ δε θα ήταν υπερβολή να πω ότι είναι ο δίσκος που έπρεπε χρονολογικά να βγεί μετά το ''Painkiller'', κάπου το '93 κατά προτίμηση.

 

 

Η φυγή του Rob Halford τα έφερε αλλιώς τα πράγματα, αλλά μετά από πολλά σκαμπανεβάσματα κι ενώ υποτίθεται είχαν ανακοινώσει την απόσυρση τους στην ''Εpitaph'' περιοδεία του '11, να που έχουμε τον δεύτερο δίσκο τους από τότε. 4μιση σχεδόν χρόνια μετά το πολύ καλό ''Redeemer Of Souls'', οι Priest διορθώνουν τις όποιες ατέλειες υπήρχαν εκεί, με πιό συμπαγές υλικό και με τον Richie Faulkner αυτή τη φορά να είναι κυριολεκτικά on fire. Δεν είναι τυχαίο ότι η φρεσκάδα που πηγάζει από τον δίσκο οφείλεται στον μικρό κατ'εμέ, όταν είσαι 38 κι έχεις να κάνεις με μεγαθήρια μεν, αλλά με άτομα σχεδόν δύο φορές την ηλικία σου (μην ξεχνάμε ότι ο Tipton είναι 70 και οι Halford/Hill 67), το έργο σου είναι ευκολότερο προς κρίση και σε περιμένουν όλοι στην γωνία. Ο πιτσιρικάς αποδεικνύει γιατί αντικατέστησε το αγαπημένο μου μέλος της μπάντας K.K. Downing επάξια και λάμπει στον δίσκο με την παρουσία του. Η ρυθμική βάση με τον Ian Hill να κοπανιέται ακόμα κι όταν δεν παίζει μουσική (μυθική φιγούρα που θα επιζήσει ακόμα κι από πυρηνική καταστροφή) και τον Scott Travis να σηκώνει για άλλη μία φορά το αποτέλεσμα στα ουράνια με τα τύμπανα του, παραδίδει μαθήματα μεταλλικής βάσης για όσους θέλουν να βγούν εκεί έξω και να κάνουν αυτό που κάνουν οι Judas Priest εδώ και σχεδόν 50 χρόνια. Άλλο να το λέω όμως κι άλλο να το ακούσετε.

 

 

Πιστεύω ότι στον δίσκο υπάρχουν κομμάτια τα οποία θα μπορούσαν να σταθούν σχεδόν σε οποιαδήποτε κυκλοφορία τους, δε θα μπορούσα να μην αναφέρω το καταπληκτικό ''Necromancer'' ως την τοπ στιγμή του δίσκου, πυρακτωμένα riffs, ο Halford να ξεφεύγει σε σαρκασμό και άρθρωση και όλη η ομάδα να παίζει λες και ξέρει ότι θα πάρει το Champions League για νιοστή συνεχόμενη φορά, στο ίδιο μοτίβο μεταλλικής τρίποδης ανύψωσης και τα ''Flame Thrower'' και ''Traitors Gate'' για παράδειγμα, ενώ υπάρχουν και οι υμνικές στιγμές τύπου ''Rising From Ruins'' που θα τις λατρέψετε με την πρώτη ακρόαση και θα πιστέψετε στη δεύτερη νιότη του συγκροτήματος. Από το εξώφυλλο προετοιμάζεσαι για κάτι μοντέρνα παραδοσιακό, ενώ υπάρχουν και στιγμές πιό γκρουβάτες όπως το ''Lone Wolf'' πριν κλείσει ο δίσκος, που ενώ κάποτε μπορεί να ξένιζαν τον κόσμο, είναι μέρος ενός συνόλου που αναδεικνύει τα κομμάτια σαν ομάδα και όχι ατομικά. Κι όπως και νά'χει, αν είναι η όχι και τόσο καλή στιγμή του δίσκου να ηχεί έτσι, εμένα μιά χαρά μου κάνει και μου περισσεύει. Στην κονσόλα της παραγωγής από κοινού οι Tom Allom (μετά από 30 χρόνια και το ''Ram It Down'' επιστρέφει) και Andy Sneap έχουν δώσει ένα φοβερό ήχο στο συγκρότημα, πεντακάθαρο αλλά όχι γυαλισμένο, μοντέρνο αλλά όχι ξέκωλο, χαρακτηριστικό του ήχου τους αλλά όχι παρωχημένο, αψεγάδιαστο αποτέλεσμα που ενισχύει την ανάγκη για πολλές συνεχείς ακροάσεις.

 

 

Επίσης μεγάλο καλό η μικρή διάρκεια των περισσότερων κομματιών, με μεγαλύτερο να είναι το μπαλαντοειδές ''Sea Of Red'' στα 5:51! 13 κομμάτια που το καθένα έχει τη δική του ιστορία να διηγηθεί και αποτελεί δίκαια μέρος της ιστορίας που με χρυσά γράμματα γράψανε οι θρύλοι από το Birmingham όλα αυτά τα χρόνια. Όσο κάφρος κι αν κατέληξες στην πορεία, όσο μοντέρνα κι αν γίνανε τα ακούσματα σου και οι Priest ντε και καλά παλιώσανε μέσα σου, δε μπορείς να αρνηθείς ότι ο σεβασμός ήταν εκεί, όπως εκεί θα παραμείνει εφ'όρου ζωής. Το να σας πω εγώ ότι ο δίσκος είναι αντάξιος του ονόματος τους είναι κάτι που μπορεί να διαβάσετε σε άλλες δεκάδες χιλιάδες αντίστοιχες δισκοκριτικές για το άλμπουμ, αυτό που ο καθένας θα βιώσει μέσα του όμως είναι πιστεύω ένα αίσθημα πληρότητας στο τέλος και μία χαρά που ίσως και να μην την περίμενε, όχι γιατί οι Βρετανοί πάψανε να είναι σημαντικοί κι εμπνευσμένοι (με λίγες εξαιρέσεις), αλλά γιατί όσο κλισέ κι αν ακούγεται, έχουμε πλέον 2018 και ψάχνεις τους νέους Judas Priest που θα δώσουν φρεσκάδα στον ήχο (και που με μαθηματική ακρίβεια δε θα εμφανιστούν ποτέ). Το ''Firepower'' είναι ο καλύτερος δίσκος της τελευταίας 20ετίας τους (μην ξεχνάτε ότι το ''Jugulator'' είναι μνημείο και δε σηκώνω κουβέντα), για πολύ κόσμο θα αποτελέσει το άλμπουμ που έπρεπε να βγεί μετά το ''Painkiller'' και δε θα άνοιγε μύτη για τυχόν συγκρίσεις, ενώ το να βλέπεις να παίρνουν όλο το metal από το χεράκι και να το οδηγούν στο μέλλον με τον πλέον παραδοσιακό τρόπο, μόνο να σε συγκινήσει μπορεί. Τα κουρέλια τραγουδούν ακόμα, παραμένουν metal gods δίχως αμφισβήτηση και ο δίσκος πιθανότατα θα φιγουράρει πολύ ψηλά στις λίστες των περισσότερων συντακτών στο τέλος της χρονιάς.

 

 

Υ.Γ. : Τα solo είναι από άλλο πλανήτη σε πολλά σημεία, πραγματικά θα τα απολαύσετε σε κάθε δευτερόλεπτο!

 

Υ.Γ. 2: Δεν είναι τυχαίο που λένε ότι ο παλιός είναι πάντα αλλιώς!

 

Υ.Γ. 3: Το νέο άλμπουμ των Saxon (''Thunderbolt'' ), είναι ανάλογου επιπέδου, τι στο διάολο πάθανε όλοι φέτος;

 

Υ.Γ 4: Μέχρι το καλοκαίρι βλέπω να έρχονται εγκεφαλικά...

 

Υ.Γ. 5: Υπάρχουν τύποι που κάνουν τους τραγουδιστές, υπάρχουν οι όντως αληθινοί τραγουδιστές και υπάρχει και ο Rob Halford. Τέλος!

 

Υ.Γ. 6(66): Προς κάθε επίδοξο ωχαδερφιστή αμφισβητία που θα μας πρήξει τα παπάρια για άλλη μία φορά... Πατώνεις; Αν όχι, ξύδι και υαλουρονικό στον πάτο σου! Φιλικά πάντα!

 

 

Βαθμολογία: 86/100

 

Για το Rock Overdose

Δημήτρης Αλόρας

 

Comments