LAMB OF GOD – “Omens”

Συντάκτης: Άγγελος Κατσούρας

 

10! Αριθμός συνώνυμος με την αξία των Lamb Of God σαν συγκρότημα γενικότερα.

 

Έχω πάρα πολλούς λόγους και τεκμήρια που μπορώ να αποδείξω αν και γιατί ήταν και παραμένουν η κορυφαία μπάντα των τελευταίων δυο δεκαετιών στον μεταλλικό ήχο. Μεταλλικό, όπως το ακούτε, γιατί έχομε και εκτός τόπου και χρόνου απόψεις που το αμφισβητούν για να ικανοποιήσουν δεν ξέρω κι εγώ τι μέσα τους μερικοί.

 

Δεν έχει όμως καμία σημασία η δική μου γνώμη αλλά το αποτύπωμα τους στην ιστορία, το αν και πόσο μπροστά πήγε όλη η μουσική μας εξ’αιτίας τους, πόσες πόρτες άνοιξαν, πόσους τόνους αδρεναλίνης πρόσφεραν και πάρα πολλά άλλα που είναι στη διακριτική ευχέρεια του καθενός να διακρίνει/καταλάβει/αφομοιώσει.

 

Αυτό που μετράει μόνο αυτή τη στιγμή είναι ότι επιστρέφουν με νέο δίσκο (!) σε χρόνο-ρεκόρ για τα δικά τους δεδομένα, μόλις 28 μήνες μετά το ομότιτλο άλμπουμ τους το 2020. 10 είναι και ο αριθμός της δισκογραφικής αυτής προσπάθειας, συμπεριλαμβανομένου ΠΑΝΤΑ και του ντεμπούτου τους σαν Burn The Priest, καθότι μιλάμε για αδιαίρετες έννοιες και δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε πως ξεκίνησε η μουσική τους κυριαρχία.

 

Οι Lamb Of God λοιπόν για πρώτη φορά με τον προηγούμενο δίσκο τους ακούστηκαν ευάλωτοι, κοινή θνητοί, μη θεοί, πράγμα απαράδεκτο για μένα.

 

Ξεκαθαρίζω ότι και πάλι μιλούσαμε για δίσκο που άλλοι δε θα βλέπανε στα όνειρα τους, αλλά οι άλλοι δεν είναι οι Lamb Of God και οι Lamb Of God δεν είναι οι άλλοι, μην τρελαθούμε κιόλας. Το συγκρότημα μάλλον κατάλαβε (με ερωτηματικό) το «ατόπημα» και αυτή τη φορά επιστρέφει πίσω στις ρίζες του.

 

Στις εποχές που κάθε κομμάτι ήταν γραφτό να μείνει στην ιστορία από μόνο του και να αποτελέσει και μέρος ενός συνόλου που θα ερχόταν κατά πάνω σου απειλητικά χωρίς να σου αφήνει πολλά περιθώρια. Οι πολύ φανατικοί τους οπαδοί, υποστηρίζουμε ότι στην ουσία το συγκρότημα τέλειωσε όταν ο Randy Blythe κρατήθηκε στην φυλακή στην Πράγα και επιστρέφοντας αθώος, τίποτα πια δεν ήταν το ίδιο.

 

Το momentum χάθηκε, το συγκρότημα έμεινε ρέστο στην κυριολεξία έχοντας υποστεί οικονομική καταστροφή από όλο αυτό, ενώ και μέσα στη μουσική τους, άρχισαν να εισχωρούν σημεία πιο ώριμα που ήταν μεν καλοδεχούμενα, αλλά από την άλλη μας έκαναν να μας λείπουν οι εποχές που κατέστρεφαν τα πάντα στο διάβα τους.

 

Κι όπως είχα αναρωτηθεί από το “VIII…” τότε, «τι πάει να πει ώριμοι Lamb Of God δηλαδή; Οι Lamb Of God πρέπει να σε ενοχλούν στο πρώτο δευτερόλεπτο, και κυρίως να φοβάσαι να βρεθείς πρόσωπο με πρόσωπο με τον οπαδό τους».

 

Παρότι με χαρακτηρισμούς τύπου «ας ξανακάνουμε τη μουσική επικίνδυνη» που αιωρούνται κατά καιρούς γελάω, ακούγοντας τους Lamb Of God ένιωθες όντως επικίνδυνος κι εσύ μαζί τους. Ήταν αυτή η ορμή τους, αυτή η ξεκάθαρη αντισυμβιβαστική αύρα τους και αυτός ο τρόπος με τον οποίο ένιωθες άτρωτος σε κάθε τους ανάσα, που τους τοποθετούσε πιο βαθιά στο κεφάλι τους το στέμμα των κορυφαίων εκεί έξω μεταξύ άλλων.

 

Το “Omens” έρχεται να βάλει πολλά πράγματα στη θέση τους και να μας διαψεύσει αν και κατά πόσο έχουν τελειώσει οριστικά. Οι παλιοί καλοί LOG είναι εδώ και πλήρως ανανεωμένοι.

 

Σε ένα δίσκο όπως το “Omens” ο οποίος έχει τέρμα up-tempo απόχρωση, παρότι αρχίζει με ένα κομμάτι πιο γκρουβάτο όπως το “Nevermore” και το οποίο στην αρχή που βγήκε σαν βίντεο, με είχε ξενίσει λίγο. Θέτει όμως τον τόνο για το υπόλοιπο σύνολο που ακολουθεί.

 

Παραπλανητικό και το δεύτερο βίντεο για το ομότιτλο κομμάτι, σε παρόμοιο groovy ύφος, αλλά σε κερδίζει με την βαρύτητα του, η οποία ειδικά στο δίσκο αυτό έχει επιστρέψει σε περίσσεια και βάζει την καρδιά στη θέση της. Κύριο χαρακτηριστικό αυτής της «αναγέννησης» τους θεωρώ ότι είναι το πολυβόλο πίσω από τα τύμπανα που ακούει στο όνομα Art Cruz, απόδοση μεγάλου παίκτου!

 

Ο Cruz στο δεύτερο δίσκο του με το συγκρότημα, βλέπει να του δίνεται ο χώρος για τον οποίο ΦΩΝΑΖΑΜΕ όλοι ότι έπρεπε να έχει και με την αιώνια ρήση «συγκρότημα που είναι καλό στο να παίζει γρήγορα πρέπει να παίζει ΜΟΝΟ έτσι» για άλλη μια φορά να αποδεικνύεται και να καθιστά σαφές ότι ΔΕΝ είμαστε τρελοί όταν το λέμε, τους παίρνει από το χέρι και τους οδηγεί σε παλιά μεγαλεία. Κι όχι μόνο με τα χέρια του αλλά και με τα πόδια του στα οποία έχει απίστευτη τεχνική –σίγουρα θα είχε αφίσα του Vinnie Paul στο δωμάτιο μικρός- και με κάθε γέμισμα/γύρισμα του να δίνει πόνο και να σηκώνει το αποτέλεσμα κάθε τραγουδιού απίστευτα ψηλά.

 

Ειδικά το τρίο μετά το “Nevermore” είναι το κάτι άλλο, με τα “Vanishing”/”To The Grave”/”Ditch” –και με το τελευταίο να βγαίνει ως τρίτο βίντεο-  είναι το κάτι άλλο. Μας πάει σε εποχές 2004-2006 όπου μεταξύ “Ashes Of The Wake”/”Sacrament” κάθε κομμάτι τους ήταν κορυφή και διαδεχόταν το ένα το άλλο με απίστευτη συνοχή. Βέβαια το να αναφέρω τέτοιους δίσκους δίπλα στο “Omens” ίσως είναι άδικο καθότι μιλάμε για τις πλέον απάτητες κορυφές, ωστόσο η αναφορά δεν είναι τυχαία καθώς έκτοτε ξανά είδαμε δίσκο 2+ χρόνια μετά.

 

Η δεύτερη πλευρά με το ξεκίνημα του “Gomorrah” σε πιο mid-tempo στυλ, μας παραπέμπει σε λογικές μέχρι και το “Resolution”, οι υπερηχητικές ριφφάρες των Mark Morton/Willie Adler καλά κρατούν, το δίδυμο των “Ill Designs” και “Grayscale” μας δείχνει ότι όταν έχουν κέφι και έμπνευση, πραγματικά δεν υπάρχει κανείς δίπλα τους, ενώ δεν ξέρω πόσα χρόνια είχα να χαρώ τόσο κομμάτι τους όσο το “Denial Mechanisms”, δολοφονική σιδηρογροθιά στα μούτρα διάρκειας μόλις 158 δευτερολέπτων η οποία έρχεται πριν το τέλος με το αντίστοιχα μεγαλύτερο κομμάτι του δίσκου, το 6λεπτο “September Song” που αρχίζει υπνωτικά, το πάει πρίμα ως ένα σημείο και ξεδιπλώνει στη συνέχεια όλες τους τις αρετές αφήνοντας σε με το στόμα ανοιχτό και ένα διάπλατο χαμόγελο για μια μεγάλη επιστροφή.

 

Δε θα κρύψω ότι λόγω αγάπης και λόγω χαμηλών προσδοκιών μετά την κρυάδα με το προηγούμενο ειδικά άλμπουμ, κρατούσα (πολύ) μικρό καλάθι για το τελικό αποτέλεσμα και με βάση ότι τα δυο πρώτα singles (“Nevermore”, “Omens”) μου άρεσαν μεν, δεν τις έκοψα δε, το υπόλοιπο σύνολο με έπιασε εξαπίνης και δεν ξέρετε ειλικρινά πόσο πολύ το χαίρομαι, διότι πολλές φορές, η χαρά του να κάνεις λάθος είναι πολύ μεγαλύτερη από το να δικαιωθείς και ειδικά με αγαπημένη μπάντα.

 

Το τρένο των Lamb Of God έχει μπει ξανά στις ράγες και αποδεικνύει ότι η φανέλα παραμένει βαρύτατη παρά το ντεφορμάρισμα που είχαν επέλθει για λίγο καιρό. Δεν ξέρω αν και πόσο θα διαρκέσει, ελπίζω στα καλύτερα γιατί το “Omens” μου έχει δώσει το δικαίωμα, από την άλλη δε μπορώ να ζητήσω και πάρα πολλά περισσότερα από τη στιγμή που με έχουν γεμίσει τόσο σαν ακροατή όλα αυτά τα χρόνια.

 

Και μόνο που ακούω τη φωνή του Randy Blythe σε αυτή την συνεχώς και αυξανόμενη δαιμονιώδη φόρμα και που στα 50 του συνεχίζει να ακούγεται σαν 30αρής, αρκεί και περισσεύει για να πηγαίνουν όλες οι πιθανές σκέψεις και αναλύσεις περίπατο. Οι Lamb Of God όπως τους αγαπήσαμε είναι ξανά ανάμεσα μας, αυτοί που κάνουν το σώμα να πάλλεται σε κάθε ρυθμό, αυτοί που κάνουν τον σβέρκο σου να θρυμματίζεται, αυτοί που κάνουν την καρδιά να χτυπάει πιο δυνατά κι αυτοί που σου προκαλούν τέτοια στύση που ούτε η πιο… προκλητική εκεί έξω δεν μπορεί να σου προκαλέσει.

 

Το “Omens” είναι άξιο να φέρει το όνομα τους, ένα όνομα βαρύ σαν ιστορία που γράφτηκε με χρυσά γράμματα στις σελίδες της μουσικής και που δεν έχει πει ακόμα την τελευταία του λέξη απ’ότι φαίνεται…

 

Καλώς ήρθατε εκεί που ανήκατε ξανά. Μας είχατε λείψει αφάνταστα!

 

 

Βαθμολογία: 85/100

 

 

 

Για το Rock Overdose,

Άγγελος Κατσούρας



 

 

Comments