Συντάκτης: Άγγελος Κατσούρας
Κάθε φορά που επιστρέφουν με δίσκο οι Ολλανδοί thrashers Legion Of The Damned, η αλήθεια είναι ότι το χαίρομαι λίγο παραπάνω και ειδικά σε σχέση με αρκετές μεταγενέστερες μπάντες, εννοώντας μπάντες της τελευταίας 20ετίας περίπου. Επίσης μου είναι τρομερά συμπαθείς αφενός μεν γιατί όλες τους οι δουλειές είναι ποιοτικότατες, αφετέρου δε γιατί θεωρώ ότι μαζί με τους δικούς μας Suicidal Angels, δώσανε την κατάλληλη κλωτσιά στο thrash ειδικά σε Ευρωπαϊκά δεδομένα εκεί στα μέσα των ‘00s για να πάρει τα πάνω του και να επιστρέψει δριμύτερο. Η αλήθεια να λέγεται, οι LOTD τα πρώτα χρόνια ήταν φρενήρεις όχι απλά στους ρυθμούς που έπαιζαν αλλά και στο ρυθμό με τον οποίο κυκλοφορούσαν υλικό, ειδικά αυτό που κάνανε μεταξύ 2006-2008 με τρία άλμπουμ –ΚΑΙ ΤΙ ΑΛΜΠΟΥΜ- και μια επανηχογράφηση παλιότερου δίσκου της πρώην μορφής τους σαν Occult, τα έλεγες και παρά φύσιν. Η αλήθεια είναι ότι έκτοτε σήκωσαν (Σκόπιμα; Ποιος ξέρει!) το πόδι από το γκάζι και οι κυκλοφορίες τους αραίωσαν, όπως και τα διαστήματα μεταξύ τους. Έτσι οι επόμενοι τρείς δίσκοι τους ήρθαν το 2011, 2014 και 2019 αντίστοιχα και να που είμαστε στην ευχάριστη θέση να υποδεχόμαστε πλέον το 7ο άλμπουμ τους ονόματι “The Poison Chalice” στο σωτήριο έτος 2023.
Αυτή τη φορά το κενό ήταν λίγο μικρότερο κι έτσι 4μιση χρόνια μετά το καταπληκτικό “Slaves Of The Shadow Realm” το 2019 (το κορυφαίο άλμπουμ που βγάλανε την προηγούμενη 10ετία και τα τελευταία 15 χρόνια γενικά), οι Ολλανδοί επιστρέφουν αρχικά με ένα πανέμορφο εξώφυλλο που κοσμεί τον δίσκο τους και δεύτερον με μια πάρα πολύ βασική αλλαγή που τους αφορά, καθώς αυτή τη φορά έχουν δεύτερο κιθαρίστα στις τάξεις τους, στο πρόσωπο του Fabian Verweij (από τα Ολλανδικά που σκαμπάζω προφέρεται Φερβάϊ) ο οποίος σε κάποιους ίσως και να ήταν γνωστός από τους Disquiet (χλωμό αλλά ποτέ δεν ξέρεις, έχουμε και αναγνώστες τσακάλια). Δε νομίζω να θέλετε να αναφέρω πως και γιατί δυο κιθάρες σε μια μπάντα είναι πάντα καλύτερες από μία, άρα το πρόσημο σε αυτή την προσθήκη είναι θετικό και μάλιστα είναι κάτι που μπορείτε σχετικά άμεσα να αναγνωρίσετε στο “The Poison Chalice”, το γεγονός ότι ο ήχος παραμένει όχι απλά όπως τον ξέραμε στα παλιά άλμπουμ, αλλά βαρύτερος και πιο πολυδιάστατος. Οι Legion Of The Damned, οι οποίοι ευτυχώς για όλους μας παραμένουν up-tempo γενικότερα, παρότι δεν ξεφεύγουν όπως στα τρία πρώτα άλμπουμ τους, έχουν διαλέξει –σοφά ενδεχομένως- ένα στυλ αρκετά πιο στακάτο τα τελευταία χρόνια που τους πάει πολύ.
Σε συνδυασμό με τις φοβερές παραγωγές, όπου και εδώ για άλλη μια φορά έχουμε ήχο-κρύσταλλο, ενώ ο Twan Van Geel τώρα που βρήκε συμπαίκτη στις κιθάρες, γεμίζει με τον Verweij τον ήχο και με το φοβερό και αχώριστο από το 2006 rhythm section του μπασίστα Harold Gielen και του φοβερού και πάντα ακριβέστατου ντράμερ Erik Fleuren (παικταράς που δεν έχει αναγνωριστεί, πιάνει ρυθμούς τόσο εύκολα που άλλοι μόνο θα τους ονειρεύονταν), συμβάλλουν στο να έχουμε άλλη μια φορά ποιοτικότατο δίσκο από τους Legion Of The Damned, ο οποίος μάλιστα μπορώ να πω ότι με ξεγέλασε τρόπον τινά στην πρώτη ακρόαση, η οποία απ’ότι φαίνεται δεν ήταν τόσο προσεκτική και τους αδίκησα, θεωρώντας το πολύ κατώτερο του “Slaves Of The Shadow Realm”, ενώ τελικά δεν είναι τόσο πολύ πίσω του (παραμένει λιγότερο σούπερ ωστόσο). Δύο είναι τα παντοτινά βασικά ατού της μπάντας, πρώτο φυσικά οι ΡΙΦΦΑΡΕΣ τους που γεμίζουν τα κομμάτια και ακούς τριπλές, ξεσπάσματα και γενικά καταπόνηση των εξάχορδων σε σημείο το ίδιο το όργανο να γουστάρει τη ζωή του, και δεύτερο φυσικά η βιτριολική και άκρως πωρωτική ΦΩΝΑΡΑ του Maurice Swinkels η οποία δεν είναι υπερβολή να χαρακτηριστεί ως έξτρα λεπιδοφόρα κιθάρα στις τάξεις τους. Για άλλη μια φορά, ο αρχηγός αφιερώνει!
Οι διάρκειες με την εξαίρεση τριών κομματιών κυμαίνονται λίγο πάνω από τα 4’, το μπάσιμο με το “Saints In Torment” προδίδει τι θα ακολουθήσει και για τα 48’ που διαρκεί το “The Poison Chalice”, οι Legion Of The Damned καλύπτουν κάθε πιθανό γούστο του μέσου thrasher, τρομερά κιθαριστικά περάσματα, δίκαση που έχει πάρει φωτιά, λεκτική επίθεση από τον Maurice, σημεία πανγρήγορα, πάρα πολλά στακάτα θέματα, σωστά εμπλουτισμένες μελωδίες και κομμάτια που μπορώ πολύ άνετα να φανταστώ ήδη στο σετ τους ζωντανά, σαν το “Progressive Destructor” (από τον τίτλο φαινόταν αυτό ότι θα «φυσάει»), το “Skulls Adorn The Traitor’s Gate” ή το μεγάλο κομμάτι στη μέση του δίσκου, το “Behold The Babylon”. Το δεύτερο μισό δεν φείδεται ποιότητας, αντίθετα είναι πιο ρυθμικό, έχουμε ξύλο τύπου “Retaliation”, συνδυασμό ταχύτητας/μελωδίας/ρυθμών στα “Savage Intent” και “Chimes Of Flagellation”, ενώ για το τέλος το κουιντέτο μας έχει αφήσει τα δυο καλύτερα κομμάτια του δίσκου που είναι και τα δυο που έδωσαν στην δημοσιότητα. Εδώ παρένθεση, θέλει κοχόνες να δημοσιεύσεις τα 2 κομμάτια που κλείνουν τον δίσκο, άρα ρισκάρεις περισσότερο και το υλικό πριν κλείσει ο δίσκος πρέπει να έχει προετοιμάσει το έδαφος κατάλληλα για ένα καλό τελείωμα, όπως κι ευτυχώς γίνεται. Πανέξυπνα επέλεξαν τα δυο πρώτα τους δείγματα.
Το “Beheading Of The Godhead” έχει αυτή την πελώρια ρυθμική ριφφάρα, ακριβώς όπως αντίστοιχα έκανε το βίντεο του προηγούμενου δίσκου για το “Slaves Of The Southern Cross”. Αμφότερα κολλητικά, έδειξαν και δείχνουν ότι καλή η ταχύτητα και το ξύλο, αλλά οι Legion Of The Damned είναι πολλά περισσότερα από αυτά. Το ομότιτλο κομμάτι κλείνει το δίσκο με μια ιδιαίτερα υποχθόνια ατμόσφαιρα και κλασικά πετιέται άλλη ριφάρα, (έχουν καμιά 50-100 στο δίσκο, θα βαρεθείτε να μετράτε) και μάλιστα βαραίνει και περισσότερο ενώ ανεβαίνει ο ρυθμός του, ενώ μετά το 1ο λεπτό απασφαλίζουν και θυμίζουν από τι είναι φτιαγμένοι κι ότι όταν θέλουν να παίξουν γρήγορα, πρέπει να σκεφτεί κάποιος πολύ καλά αν θέλει να τους έχει αντιπάλους σ’αυτό. Έχουν λοιπόν πετύχει ιδανικές ισορροπίες στο δίσκο, αρχικά να τονίσω ότι ναι μεν δέρνουν αλλά παίζουν ΜΟΥΣΙΚΗ και φυσικά ναι μεν είναι παιχταράδες, αλλά δε θυσιάζουν με τίποτα τα ιδανικά και τις αξίες τους και είναι πολύ ευχάριστο να βλέπω ότι δεν πολυαποκλίνουν από αυτό που τους έχουμε συνηθίσει όλα αυτά τα χρόνια. Με κέρδισε ο δίσκος με την ποιότητα του, την πολυδιαστατικότητα του και ανέβηκε μισό βαθμό που λέμε στη συνείδηση μου. Το βέβαιο είναι ότι νιώθω ασφαλής έχοντας τους ανάμεσα μας στην καθημερινότητα μας.
Βαθμολογία: 80/100
Για το Rock Overdose,
Άγγελος Κατσούρας