Ημερομηνία δημοσίευσης: 23 Αυγούστου 2017
Δυσκολεύομαι να γράψω εισαγωγή για το σημερινό, οπότε θα το πάω για άλλη μία φορά δια της πλαγίας οδού. Αν χαρακτήριζε κάτι το μέταλ από τα παλιά τα χρόνια, αυτό ήταν η ψυχή του. Στα πρώτα του χρόνια και μέχρι αν εισαχθεί στην σημερινή pop culture, όπου κουμάντο κάνουν τα λεφτά, υπήρχε φοβερή ψυχή και σθένος στους μεταλλάδες. Πλέον αυτό έχει χαθεί και την φλόγα κρατάνε ζωντανή σκηνές, οι οποίες δεν κατάφεραν αν εξελιχθούν εμπορικά, οπότε το ζουν και τιμούν τη φανέλα. Σε αυτές τις σκηνές περίοπτη θέση, έχει αυτή της Λατινικής Αμερικής. Μπάντες που το ζουν στο έπακρο, γουστάρουν αυτό που κάνουν και από την πολύ τρέλα, καταλήγουν να διαγωνίζονται σε ταλέντο και γραφικότητα για το ποιος θα επικρατήσει.
Μία από αυτές τις μπάντες είναι και οι Leider, ακροβάτες μεταξύ του heavy και του power, ιδιώματα που χαίρουν άκρας εκτίμησης στην περιοχή που αναφέραμε, έρχονται από το Μεξικό με τον τρίτο τους δίσκο να ταράξουν τα νερά. Έχοντας κλείσει μία δεκαετία δισκογραφώντας και όντας ανεξάρτητοι, συνεχίζουν να κάνουν αυτό που τους αρέσει χωρίς όρια και παρεμβάσεις. Παραθέτουν έναν δίσκο γεμάτο κλασσικά riffs, φωνητικά γεμάτα ενέργεια και ρεφραίν τα οποία όσο κλισέ ακούγονται, άλλο τόσο συνεχίζουν να ξετρελαίνουν τους απανταχού μεταλλάδες. Διαβολεμένα σόλο, έρχονται να μας θυμίσουν για ποιόν λόγο καθιερώθηκαν τόσο πολύ σε αυτή τη μουσική και γενικότερα έχουμε μια ατμόσφαιρα που ξεχειλίζει από 80s. Όλα αυτά μέσα από ένα φοβερό φίλτρο, το οποίο κάνει τα πάντα να ακούγονται τόσο μοντέρνα και φρέσκα που ξεχνάς την προέλευσή τους.
Ναι ο δίσκος είναι δυναμίτης, αλλά για να είμαι και αντικειμενικός, πρέπει να μιλήσω και για τα αρνητικά του. Για αρχή αυτό που συμβαίνει σε κάθε μη αγγλομιλούσα χώρα. Οι στίχοι δεν βγάζουν και πολύ νόημα, αφού κατά κύριο λόγο ακούγονται κυρίως τσιτάτα. Αυτό είναι ένα πρόβλημα που με ξένιζε από πάντα και ειδικά με τις ελληνικές μπάντες, αλλά ας όψεται λόγω της μουσικής των. Το δεύτερο που ίσως χαλάσει κάποιον, είναι η συνεχής εναλλαγή ιδεών. Για παράδειγμα τα δύο πρώτα κομμάτια “We Are Masters” και “Flesh” είναι τόσο πανομοιότυπα και οι αναφωνούσες κιθάρες με τα bends και τα wah wah τόσο ίδιες που ένα εκ των δύο, θα μπορούσε να λείπει από τον δίσκο. Το ίδιο συμβαίνει και με άλλα τραγούδια, απλά δεν είναι συνεχόμενα. Για παράδειγμα τα «Dust From Hell” και “High Flying Bird”. Τι κι αν μεσολαβεί ένα τραγούδι αναμεταξύ τους, είναι το ίδιο τραγούδι με άλλους στίχους. Τουλάχιστον ο δίσκος κλείνει ικανοποιητικά με το ”Blood Heroes”. Γρήγορο, με φοβερά τύμπανα, γκάιντες και κύριο στίχο του, “We’re heavy metal”, το πρόβλημα που λέγαμε πριν.
Μπορεί λοιπόν η σκηνή της Λατινικής Αμερικής να μην έκανε ποτέ την εμπορική επιτυχία που της αρμόζει, κι αυτό διότι δεν υπάρχουν από πίσω οι εταιρείες με τα λεφτά και οι παραγωγές κρύσταλλο, εντούτοις όμως, συνεχίζει να προσφέρει αγνό και ποιοτικό μέταλλο, όπως ακριβώς κάναν παλιότερα οι Ευρωπαίοι. Σίγουρα υπάρχουν κάποια προβλήματα, όπως η γλώσσα και τα κλισέ, αλλά οι κατά τόπους καλλιτέχνες, δεν παύουν να κρατάνε τη φλόγα της μουσικής αναμμένη με πάθος και αγνή αγάπη γι’ αυτό που κάνουν. Ακόμη κι αν με την κριτική δεν σας γέμισε το μάτι, το Alloys είναι ένας δίσκος που πρέπει να ακούσετε τουλάχιστον μία φορά. Έτσι για την τιμή των όπλων.
Βαθμολογία: 70/100
Για το Rock Overdose,
Ηλίας Ιακωβόπουλος