Ημερομηνία δημοσίευσης: 19 Ιουνίου 2017
Όποιος παρακολουθεί την ευρύτερη Black Metal σκηνή δεν χρειάζεται να πάει χρονικά πολύ πίσω για να δει ότι οι κυκλοφορίες της εν λόγω σκηνής πληθαίνουν, είτε πρόκειται για old school είτε για πιο μοντέρνα προσέγγιση του Black. Το θέμα είναι κατά πόσο πλέον τα συγκροτήματα είναι ικανά να παρουσιάσουν μία δουλειά που να μην είναι χιλιοακουσμένη, χωρίς να χρειάζεται να απομακρυνθούν από το καθαρόαιμο Black και να το αναμείξουν με στοιχεία από άλλες μουσικές σκηνές.
Τα παραπάνω μου ήρθαν στο μυαλό, όταν άκουγα το ντεμπούτο άλμπουμ των Ρώσων Lucifer’s Dungeon, “The Dark Army Raises”, το οποίο ήρθε 7 χρόνια μετά την ίδρυσή τους στην πόλη του Rostov-on-Don. Σίγουρα και το δίδυμο των Cain Black και Gromm σκεφτόταν ότι ο χώρος του καθαρού Black είναι κορεσμένος και αποφάσισαν να αναμείξουν τη μουσική τους με το Ambient και να μας παρουσιάσουν ένα δίσκο όπου η κλασσική Black προσέγγιση αναμειγνύεται με πιο ατμοσφαιρικές μελωδίες. Όχι ότι και το Black/Ambient δεν είναι ένα είδος που ακολουθείται από πολλά συγκροτήματα, αλλά σίγουρα το νούμερο αυτών των συγκροτημάτων είναι σαφώς πολύ χαμηλότερο από εκείνα που ακολουθούν την αμιγώς μαύρη σκηνή.
Στα της μουσικής τώρα. Οι Ρώσοι κάνουν τις διαθέσεις τους ξεκάθαρες ήδη από το εναρκτήριο κομμάτι, “Dungeon”, το οποίο είναι instrumental και όπου ουσιαστικά κυρίαρχο λόγο έχουν τα εφέ, με μία αρκετά μίνιμαλ προσέγγιση όσον αφορά τη μουσική, δημιουργώντας έτσι μία άκρως σκοτεινή και horror ατμόσφαιρα που δημιουργεί ένα άγχος στον ακροατή, ο οποίος πραγματικά αισθάνεται λες και περιπλανάται σε σκοτεινά μπουντρούμια ολομόναχος. Και το ίδιο συμβαίνει και σε άλλα instrumental κομμάτια, όπως τα “The Last Day of Life”, “III Lifes of Dark Angel” (ο τίτλος όντως περιέχει τη λέξη Lifes, δεν έγινε λάθος στην πληκτρολόγηση) και “My Eyes”, όπου η ατμόσφαιρα που χτίζεται, πέρα από σκοτεινή είναι και απόκοσμη και συχνά ανατριχιαστική, ακολουθώντας ένα μοτίβο λιτής χρήσης οργάνων και εφέ. Και δεν μιλάμε για συνθέσεις που διαρκούν κάνα λεπτό ή κάποια δευτερόλεπτα, αλλά για συνθέσεις που διαρκούν από δυόμισι έως τεσσεράμισι λεπτά, οπότε υπάρχει ένα μακροσκελές χτίσιμο της ambient και της horror αίσθησης, που κάνει τα κομμάτια ακόμα πιο ατμοσφαιρικά. Στα τρία εναπομείναντα instrumental κομμάτια, “The Secret”, “The Answer” και “Outro” οι Ρώσοι αλλάζουν λίγο την προσέγγισή τους, καθώς οι συνθέσεις αυτές γίνονται πιο μελωδικές, με τη χρήση βιολιού και πιάνου, και θυμίζουν soundtrack horror παιχνιδιών, τουλάχιστον τα πιο μελωδικά κομμάτια που αυτά έχουν.
Όσον αφορά το κομμάτι του Black, οι Lucifer’s Dungeon προτιμούν να μην πάνε προς την ωμή πλευρά του, αλλά διαλέγουν μία πιο μελωδική προσέγγιση. Στο μεγαλύτερο μέρος οι ταχύτητες είναι mid-tempo, με τις κιθάρες να βγάζουν πολύ όμορφες μελωδίες, που στα πιο αργά περάσματα λαμβάνουν και μία πιο μελαγχολική υπόσταση. Φυσικά δεν λείπουν και τα γρήγορα ξεσπάσματα, αλλά αυτά δεν διαρκούν πολύ και λειτουργούν περισσότερο σαν ένα σπάσιμο, ένα διάλειμμα από τη γενικότερη πιο αργή προσέγγιση, καθώς το κύριο συστατικό είναι οι πιο mid-tempo και πιο doomoειδείς ρυθμοί, όπου το ζόφος και η μαυρίλα απλώνουν τα πέπλα τους.
Το “The Dark Army Raises” είναι μία αρκετά καλή πρώτη προσπάθεια των Ρώσων, η οποία ξεφεύγει από το καλούπι των περισσότερων Black Metal κυκλοφοριών που βγαίνουν τα τελευταία χρόνια. Δεν είναι σίγουρα κάτι που δεν έχετε ξανακούσει, ωστόσο είναι ένας δίσκος που ακούγεται ευχάριστα και δεν καταντάει κουραστικός.
Βαθμολογία: 78/100
Για το Rock Overdose,
Μίνως Ντοκόπουλος