MALEVOLENTIA – “Republique”

pochette

 

Η γαλλική Black Metal σκηνή έχει αναδείξει ορισμένα από τα καλύτερα Black Metal συγκροτήματα, σε παγκόσμιο επίπεδο. Τι να πρωτοθυμηθώ; Deathspell Omega; Arkhon Infaustus; Blut Aus Nord; Temple of Baal; Glorior Belli; Μπάντες που πήγαν το συγκεκριμένο είδος ένα βήμα παραπέρα, χαρίζοντάς μας δισκάρες. Ένα ακόμα συγκρότημα που έχει βάλει σκοπό να αποκτήσει μία θέση στην παραπάνω λίστα και να γίνει γνωστή παγκοσμίως, είναι οι Malevolentia. Οι Malevolentia ιδρύθηκαν το 2003 στο Belfort της Γαλλίας και αυτός είναι ο 3ος ολοκληρωμένος δίσκος τους, μετά το Contes et Nouvelles Macabres, του 2005, και το Ex Oblivion, του 2011.

 

Καταρχήν, θα ήθελα να σας ζητήσω να θυμηθείτε ότι ξέρετε για το συμφωνικό Black Metal. Ότι έχετε ακούσει μέχρι τώρα, από μπάντες που ανήκουν στο συγκεκριμένο είδος. Θυμηθήκατε; ΟΚ, το ‘χετε; Ωραία. Διαγράψτε τα όλα. Δεν έχει νόημα να θυμάστε τίποτα, καθώς η μουσική των Malevolentia πηγαίνει το συγκεκριμένο είδος όχι μόνο ένα, αλλά πολλά βήματα παραπέρα. Η δισκογραφική εταιρία έχει χαρακτηρίσει το συγκεκριμένο δίσκο ως ένα soundtrack ταινίας, χωρίς την ύπαρξη ταινίας, και ενώ συνήθως δεν δίνω σημασία σε αυτά που γράφουν οι δισκογραφικές, καθώς τα παραφουσκώνουν, με τη συγκεκριμένη δήλωση θα συμφωνήσω απόλυτα.

 

Στο Republique η ορχήστρα δεν συνοδεύει το Black Metal, δεν έχει μία ανεπαίσθητη παρουσία, που απλά ακούγεται στο πίσω μέρος, αλλά έχει τέτοιο πρωταγωνιστικό ρόλο, που φαίνεται ότι είναι το Black Metal, που προσπαθεί να συμβαδίσει μαζί της. Και όταν λέμε ορχήστρα, δεν μιλάμε για ένα βιολί εδώ, κάποια πλήκτρα εκεί, ένα τρομπόνι παραδίπλα, άντε βάλαμε κι ένα όμποε για να λέμε ότι έχουμε και ποικιλία και είμαστε και ψαγμένοι. Μιλάμε για μια full ορχήστρα που ακόμα και οι κλασσικοί συνθέτες των περασμένων αιώνων θα ζήλευαν. Μιλάμε για μια ορχήστρα πανταχού παρούσα, που κάνει καταπληκτική δουλειά και στα πιο down tempo, μελωδικά σημεία, αλλά και όταν η μουσική ανεβάζει κατακόρυφα τους ρυθμούς και πιάνει ξέφρενες ταχύτητες, σε φάση που δεν ξέρεις αν η ορχήστρα αναγκάστηκε να ανεβάσει ταχύτητα για να είναι σε αρμονία με τις γρήγορες κιθάρες και τα blast beats ή αν τα τελευταία μπήκανε ώστε να μπορέσει το Black Metal να συμβαδίσει με τους φρενήρεις ρυθμούς της ορχήστρας.

 

Επίσης, η ορχήστρα πολλές φορές ακούγεται χωρίς την παρουσία metal οργάνων και είναι ικανή να δημιουργήσει πολύ  ωραίες μελωδίες, αλλά και μια φανταστική ατμόσφαιρα, που πότε είναι επική, πότε επιβλητική και πότε ακόμα και ambient, και αυτό δίνει στο δίσκο ένα χαρακτήρα κλασικό, αλλά και soundtrack, όπως αναφέρθηκε ήδη. Ένα soundtrack που θα το ζήλευαν ακόμα και blockbuster ταινίες δράσης ή τρόμου. Κι επειδή ούτε η κλασική μουσική ούτε το soundtrack μπορούν να κάνουν χωρίς μια καλή χορωδία, έτσι κι εδώ υπάρχει μια φανταστική χορωδία, που έχει συχνότατη παρουσία και είτε εντείνει τον επικό χαρακτήρα της μουσικής ή δίνει μια επιβλητική ατμόσφαιρα στη μουσική, όπως συνηθίζεται στα soundtrack ταινιών τρόμου.

 

Από ‘κει και πέρα, οι ταχύτητες στο δίσκο είναι ως επί το πλείστον γρήγορες, με τις κιθάρες και τα τύμπανα να έχουν πάρει φωτιά, ενώ σε ορισμένα σημεία βγαίνει και μια παγωμάρα ή μία θλίψη από τις κιθάρες. Συχνό, όμως είναι και το φαινόμενο του να πέφτουν εντελώς οι ταχύτητες, και η μουσική να γίνεται πιο μελωδική, αλλά και πιο ambient. Και αυτό συμβαίνει κυρίως στα μονόλεπτα, εμβόλιμα, κομμάτια όπου η ατμόσφαιρα αλλάζει εντελώς, καθώς φεύγουμε από το γενικότερο χαμό και μπαίνουμε σε πιο ήπιες καταστάσεις. Ένα ακόμα κομμάτι, full-length αυτή τη φορά, που αλλάζει το κλίμα, είναι το τελευταίο, το “Eschatos”, όπου θα ακουστούν διπλά αντρικά φωνητικά, black και καθαρά, γυναικεία φωνητικά, αλλά και πιάνο. Μία σύνθεση η οποία ξεκινάει ήρεμα, μελωδικά και τελειώνει δυναμικά, ακολουθώντας μία κλιμακωτή πορεία που φτάνει στην κορύφωση, τόσο από τη μουσική όσο και από τα φωνητικά, τα οποία είναι πότε σχεδόν αφηγηματικά και πότε έντονα και σπαραχτικά και μοιάζει να διηγούνται μία καταραμένη ιστορία πόνου (όλοι οι στίχοι είναι στα γαλλικά και δυστυχώς δεν γνωρίζω τη γλώσσα).

 

Το μόνο ίσως αρνητικό στοιχείο που θα μπορούσε να βρει κάποιος, είναι τα εντελώς shrieking φωνητικά του Spleen, που μερικές φορές σου διαπερνάνε το τύμπανο. Εγώ, προσωπικά, δεν τα βρήκα άσχημα, καθώς πολλές φορές ήταν είτε σπαραχτικά είτε αγωνιώδη είτε απλά σκοτεινά, και έδιναν έναν τόνο θλίψης και πόνου στην ατμόσφαιρα.

 

Με το “Republique” οι Malevolentia όχι απλά έθεσαν ψηλά τον πήχη της μουσικής τους, αλλά και ολόκληρου του είδους του Symphonic Black. Έχει γίνει τέτοια φοβερή δουλειά σε όλους τους τομείς και κυρίως στον κομμάτι της συμφωνίας και της ορχήστρας που πραγματικά δεν ξέρω αν ο δίσκος πρέπει να χαρακτηριστεί ως Symphonic Black ή ως Black Symphonic. Δεν έχω να πω τίποτα άλλο. Απλά ακούστε τον.


Βαθμολογία: 93/100

 

Για το Rock Overdose,

Μίνως Ντοκόπουλος

 

 

 


Comments