Συντάκτης: Δημήτρης Αγαθαγγελίδης
Moaning Silence, λοιπόν! Ένα atmospheric doom metal συγκρότημα, ενεργό από το 2014, με βάση την Αθήνα. Αποτελεί το δημιουργικό όραμα του κιθαρίστα, τραγουδιστή, στιχουργού και συνθέτη Χρήστου Ντούνη. Μεταξύ των βασικών τους επιρροών περιλαμβάνονται οι Theatre Οf Tragedy, Tiamat, Anathema, My Dying Bride και οι Έλληνες On Thorns I Lay. Η πρώτη τους κυκλοφορία πραγματοποιήθηκε το 2015 (“A World Afraid Of Light”), η δεύτερη το 2017 (“Fragrances From Yesterdays” EP) και η τελευταία το 2020 (“A Waltz Into Darkness”). Περί ου και ο λόγος. To lineup της μπάντας στην παρούσα δουλειά αποτελείται από τους: Ντούνη Χρήστο (κιθάρες/φωνητικά), Αγγελούδη Ελευθερία (φωνητικά), Νάκο Χάρη (πλήκτρα), Μαντή Αντώνη (μπάσο) και Vangelis X (τύμπανα). Η Symmetric Records πλέον αποτελεί τη δισκογραφική στέγη των Moaning Silence, ενώ ο Bob Katsionis αναλαμβάνει για μία ακόμα φορά την παραγωγή και μίξη του δίσκου, καθώς και τα πλήκτρα στις ηχογραφήσεις. Το mastering πραγματοποιήθηκε από τον Νάσο Νομικό, ενώ το εξώφυλλο είναι μια δημιουργία του Γιάννη Τούσσα (Graphic No Jutsu). Στο tracklist της εν λόγω δουλειάς συναντάμε οκτώ τίτλους με αγγλόφωνη στιχουργία.
Ομολογουμένως, είναι η πρώτη δουλειά των Moaning Silence που πέφτει στα χέρια μου. Θα ‘λεγα, δε, πως είναι μια ευχάριστη γνωριμία. Με την πρώτη ακρόαση είναι ευδιάκριτος ο ήχος που τους επηρέασε και στα χνάρια του οποίου κινούνται. Απόηχοι από την ατμοσφαιρικότητα των Anathema, την ελεγεία των Tiamat, τον χειρισμό του σκληρού ήχου των My Dying Bride και την ambient αισθητική των Theater Οf Τragedy είναι κάποια από τα πιο προφανή references, που θα διάλεγα για να περιγράψω το ηχητικό τους αποτύπωμα. Είναι ξεκάθαρα μια άξια αναφοράς δουλειά στο χώρο του ελληνικού doom. Αντίθετα με πολλές δουλειές αυτού του genre, δε διαπνέεται από την επικρατούσα αισθητική θρήνου, τραγωδίας και μελαγχολίας. Περισσότερο θα περιέγραφα τα vibes που προκαλεί με όρους όπως εσωτερικότητα, ενδοσκόπηση και θυμηδία. Θα έλεγα ότι η atmospheric/ambient, ή και η soundtrack/film scoring ταυτότητες κυριαρχούν, με αυτή τoυ doom metal με τα στενά όρια του είδους να έρχεται δεύτερη. Πρέπει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι τα προσωπικά μου μουσικά βιώματα είναι αρκετά ακραία, κατ’ επέκταση η γνώμη αυτή είναι απόλυτα υποκειμενική.
Πρώτη εντύπωση προκαλούν εξαρχής και καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου οι ενορχηστρωτικές επιλογές, οι οποίες δεν ξεφεύγουν στο χώρο του experimental (θα έλεγα πως παραμένουν πιστοί σε αρκετά καθιερωμένους οργανικούς συνδυασμούς, με κυρίαρχους αυτούς των εγχόρδων και πιάνου, high-gain ενισχυτών και ακουστικών νυκτών, χορωδιών και synth) αλλά αλληλοδιαπλέκονται με ιδιαίτερη ευρηματικότητα. Τα τύμπανα είναι ιδιαίτερα προβεβλημένα στο mix, με χαρακτηριστικά σύγχρονο και μοντέρνο ήχο και ενδιαφέρον προγραμματισμό, κάτι που προσωπικά σέβομαι. Θετικό στοιχείο αποτελεί, επίσης, η λιτότητα και η αποφυγή βερμπαλισμού στο phrasing όλων των οργάνων (με εξαίρεση ίσως κάποιων parts των τυμπάνων αλλά, what the heck, μεταλλάδες είμαστε!). Η αρμονία, οι αντιστίξεις και η συνολική φόρμα των συνθέσεων καταμαρτυρούν τη μουσική καλλιέργεια και αφιέρωση των δημιουργών στην τεχνική και αισθητική αναζήτηση. Μοναδικό ψεγάδι που εντοπίζεται είναι η κατα τόπους υπερβολικά «ελληνική» προφορά, πράγμα που συναντάται σε πολλές (και δικές μου, μεταξύ άλλων) δουλειές. Φαντάζομαι θα πρέπει όλοι να μάθουμε να ζούμε μ’ αυτό.
Ένα χαρακτηριστικό ιδιαίτερης ποιότητας αποτελεί ο χειρισμός των εντάσεων και της δυναμικής μεταξύ των διάφορων ενοτήτων. Σπάνια συναντάται η προσκόλληση στο μοτίβο «ένταση-λύση» με τρόπο τόσο ευδιάκριτο, ακόμα και σε σύγχρονες δουλειές μπαντών με μεγαλύτερο εκτόπισμα. Η συνθήκη αυτή εξυπηρετείται ιδιαιτέρως αν παρατηρηθεί η διαφορετική μεταχείριση των δύο φωνών. Τα γυναικεία φωνητικά ως επί το πλείστον, είναι πεντακάθαρα, υποστηριζόμενα από αιθέρια “middle-agey” backs και διακριτική χρήση effects. Αντιθέτως, τα growls είναι super gritty, saturated σχεδόν σε βαθμό παραμόρφωσης. Είναι σχεδόν σαν να βλέπεις δύο διαφορετικούς θεατρικούς ρόλους, τον Καλό και τον Κακό, την Πεντάμορφη και το Τέρας, τον Άβελ και τον Κάιν. Μιλώντας ως μουσικός, παραγωγός και ακροατής, αυτή η προσέγγιση προσδίδει μια μοναδική πολυδιαστατικότητα στο έργο και κρατάει το ενδιαφέρον αμείωτο σε κάθε επόμενη ακρόαση. Διαισθάνομαι ότι η εξισορρόπηση όλων των ανωτέρω ήταν προϊόν ιδανικής συνεργασίας της μπάντας με τον παραγωγό και τους mixing και mastering engineers, πράγμα το οποίο δε συναντά κανείς τόσο συχνά όσο πιστεύεται.
Εν συνόλω, ο δίσκος “A Waltz Into Darkness” είναι μια φρέσκια, ενδιαφέρουσα παραγωγή που σίγουρα αξίζει την προσοχή μας. Είτε ως υπόκρουση κατά τη μελέτη, τη συγγραφή και το gaming, είτε σε ένα άδειο σπίτι με σβησμένα τα φώτα ενώ έξω ψιχαλίζει (ναι, τα δοκίμασα όλα), χτίζει φανταστικά ηχητικά περιβάλλοντα και πλάθει σκοτεινές εικόνες, κρατώντας μας συντροφιά τις μικρές ώρες της νύχτας.
Βαθμολογία: 75/100
Για το Rock Overdose,
Δημήτρης Αγαθαγγελίδης