Ημερομηνία δημοσίευσης: 13 Ιανουαρίου 2018
Οι Morpheus Tales δεν είναι το συγκρότημα που έχεις συνηθίσει και το συγκρότημα που μπορείς εύκολα να το κατατάξεις κάπου. Για την ακρίβεια, με το παίξιμό τους δείχνουν ότι θέλουν να αποφύγουν την ταμπελοποίηση όπως ο διάολος το λιβάνι. Και ίσως γι αυτό δεν έχουν λάβει και την αναγνώριση που θα τους άξιζε, διότι η μουσική τους είναι τόσο αλλόκοτη, ιδιαίτερη και μοναδική, που όχι απλά απευθύνεται σε συγκεκριμένο ακροατήριο, αλλά ακόμα πιο συγκεκριμένα, σε ακροατήριο που αντέχει τους πειραματισμούς και το αφαιρετικό χώνεμα τον ειδών και την μετατροπή τους σε κάτι πολύ ιδιαίτερο και διαφορετικό από αυτά που έχετε συνηθίσει.
Στην περίπτωση των Morpheus Tales επιβεβαιώνεται η προσαρμοστικότητα και η συνεχόμενη εξέλιξη που μπορεί να λάβει το black metal όταν αναμειχθεί με τα σωστά υλικά. Όμως, εξέλιξη, ιδιαιτερότητα, προσωπικός ήχος και ποιότητα δε σημαίνουν απαραίτητα και εμπορική επιτυχία και αναγνωρισιμότητα, όπως απέδειξε το εξαιρετικό προ τριετίας ντεμπούτο τους "Secular Noir", πόσο μάλλον στην περίπτωση του καινούργιου άλμπουμ το οποίο είναι ακόμα πιο χαοτικό (με την καλή έννοια) και πειραματικό από τον προκάτοχό του. Αν θεωρήσουμε ως βάση του ήχου το black metal, αυτό πρωταγωνιστεί μεν, αλλά αφήνει χώρο να αναδειχθούν και τα υπόλοιπα στοιχεία τα οποία πρωταγωνιστούν εκάστοτε στον δίσκο, όπως avantgarde, ψυχεδέλεια, post νοοτροπία, shoegaze, industrial, ατονικότητα και progressive όλα αυτά όμως αφενός μεν ποτέ δε συνδυάζονται όλα μαζί ταυτόχρονα, αφετέρου διαθέτουν μια μινιμαλιστική και ambient νοοτροπία όταν χρησιμοποιούνται.
Κι αν αυτά τα συνδυάσουμε με το concept το οποίο δίνει βάση στα σημεία των καιρών μας, και το πώς αυτά μας έχουν φέρει στο χείλος του γκρεμού σαν ανθρωπότητα, μας παρουσιάζουν ένα ολοκληρωμένο παζλ μιας μουσικής αφαιρετικής και νιχιλιστικής. Κι αυτός ακριβώς ο χαρακτήρας του είναι που το καθιστά πιο απλωμένο, πιο πειραματικό και πιο ιδιαίτερο από το ντεμπούτο. Μπορεί σε κάποιους οι διαφορές μεταξύ των δύο άλμπουμ να φαίνονται και να είναι επιφανειακά και μορφολογικά ελάχιστες, η στοχευμένη και συγκεκριμένη κατεύθυνση του δίσκου όμως κάνει τη διαφορά στο dna της μουσικής.
Για δεύτερη φορά, δεν είναι η ποικιλία αυτή που κάνει τη διαφορά, αλλά ο αριστουργηματικός τρόπος που αυτή χρησιμοποιείται. Για δεύτερη φορά, έχουμε ένα δίσκο που ενώ είναι εξαιρετικός, δε θα προσελκύσει κοινό λόγω της έντονης ιδιαιτερότητάς του και της μοναδικότητάς του. Ο τόσο ιδιόμορφος χαρακτήρας του αποτελεί αποτρεπτικό στοιχείο για άτομα προσκολλημένα σε μανιέρες, ταμπέλες, συγκεκριμένα ακούσματα και άρνηση στον πειραματισμό. Οι ανοικτόμυαλοι και οι πειραματιστές όμως θα τον απολαύσουν, αν και όχι εύκολα και άμεσα.
Βαθμολογία: 80/100
Για το Rock Overdose,
Σταύρος Πισσάνος