MOTHER TURTLE – “MT V”

Συντάκτης: Δάφνη Γεωργαδάκη

 

Ήταν μια κρύα χειμωνιάτικη νύχτα το 2020, λίγο πριν σκάσει η Covid και αλλάξει τις ζωές μας μια και καλή, όταν βρέθηκα με μια παρέα στο Crow για να παρακολουθήσουμε το live των Verbal Delirium με τους Mother Turtle, τους οποίους πρώτη φορά άκουγα, έστω και σαν όνομα. Μέχρι να τους μάθω είχαν ήδη κυκλοφορήσει τέσσερις δίσκους, αλλά αυτό σημαίνει απλά ότι είχα περισσότερο υλικό να ακούσω, όταν πια κατάλαβα για τι παίχτες μιλάμε. Αγνό progressive στα όρια μεταξύ rock /metal, εξαιρετικό δέσιμο και ενέργεια επί σκηνής, αλλά πάνω απ’ όλα, μουσικοί που την ιδρώνουν τη φανέλα, σε παρασύρουν με το ταλέντο και τη σιγουριά τους.

 

Λίγο πριν την εκπνοή του 2022, επανέρχονται με τον πέμπτο κατά σειρά δίσκο τους, επιχειρώντας να παραμερίσουν για πρώτη φορά τις αυστηρές progressive δομές και να κάνουν κάτι εξίσου δημιουργικό, αλλά καινούργιο για αυτούς. Το όνομα αυτού “MT V”, που ομολογώ ότι με έκανε να γελάσω λίγο για τη διττότητα της σημασίας του και το οποίο φρόντισαν να “ντύσουν” με το ανάλογο εξώφυλλο, για να το κάνουν να χτυπάει πιο έντονα στο μάτι. Περιλαμβάνονται οκτώ τραγούδια συν ένα radio edit, με τη μεγαλύτερη διάρκεια τραγουδιού να βρίσκεται στα εννιά λεπτά. Φυσικά, αυτό μπορεί να φαίνεται λίγο, αν το συγκρίνεις με κομμάτια σε παλιότερες δουλειές τους, αλλά είναι μια πολύ λογική απόφαση για τη νέα τους προσέγγιση.

 

Να ξεκαθαρίσουμε πως “νέα προσέγγιση” δεν σημαίνει ότι απαρνήθηκαν το prog, έριξαν μαύρη πέτρα πίσω τους και ετοιμάζουν περιοδεία με τη Billie Eilish. Άλλωστε δε νομίζω ότι θα μπορούσαν οι ίδιοι να κάνουν στροφή 180 μοιρών στο στυλ της μουσικής τους. Όχι, αυτό που βλέπω - και πιστεύω ότι μπορεί να δει ο καθένας - είναι να κάνουν ένα βήμα πίσω στην έως τώρα πορεία τους και να τολμούν κάτι το διαφορετικό, κάτι που ίσως δεν περιμέναμε να ακούσουμε και που ήρθε σαν ευχάριστη έκπληξη.

 

Σε όλα τα κομμάτια του “MT V” θα συναντήσεις riffάρες, καθηγητικό παίξιμο από όλα τα μέλη της μπάντας και συνθέσεις που έχουν στην καρδιά τους το progressive, με την προσθήκη του βιολιού και του σαξόφωνου που σκοτώνουν - κάνουν κάθε σύνθεση να ξεχωρίζει και να καρφώνεται στο μυαλό σου, κάτι που φέτος φάνηκαν να μην πετυχαίνουν κάποιες από τις μεγαλύτερες μπάντες του χώρου. Και το κερασάκι στην τούρτα ήταν οι τραγουδιστές που κλήθηκαν να συνοδεύσουν τη μπάντα - οκτώ τραγουδιστές για οκτώ κομμάτια.

 

Ξεκινάμε με το “Suicidal Hornets”, όπου από την αρχή κιόλας, οι Mother Turtle ρίχνουν στη μάχη τον φανταστικό Μπάμπη Προδρομίδη στο σαξόφωνο. Κάπου εκεί μπαίνω σε μια διαδικασία να σκεφτώ πού το έχω ακούσει ξανά σε prog rock δίσκους. King Crimson και Camel είναι τα πρώτα ονόματα που θα μπορούσε να σκεφτεί κάποιος, αλλά δεν έχει καμία σχέση το ύφος τους με αυτό που ακούμε εδώ. Η προσέγγιση των Mother Turtle έχει περισσότερο νεύρο και δύναμη απ’ όσο θα περίμενε κανείς, ακόμα και στο solo, που δεν είναι καθόλου chill, ούτε σε αφήνει να ξεφύγεις από το πνεύμα του κομματιού.

 

“The Great Unknown” με τον Τρύφωνα Μπάιτση για τη συνέχεια και είναι ιδέα μου ή κάπως stoner-ίζει το riff; Nice. Σίγουρα κάτι καινούργιο για τους Mother Turtle, με μεγάλη διαφορά από πολλά πράγματα που έκαναν ως σήμερα. Μεγάλη διαφορά και από το “Always A Waterfall” που ακολουθεί, το οποίο έχει κάπως πιο jazzy διάθεση, τουλάχιστον στην εισαγωγή. Εδώ για πρώτη φορά τα πλήκτρα κάνουν πιο αισθητή την παρουσία τους και χτίζουν μια ατμόσφαιρα πιο progressive, κάτι που θα συνεχίσουν να χτίζουν στο επόμενο κομμάτι.

 

Είναι εύκολο να ερωτευτείς το “Reasons”, όχι μόνο για την εξαιρετική δουλειά του Γιώργου Θεοδωρόπουλου στα πλήκτρα, αλλά για το killer riff, το πιασάρικο ρεφρέν, που ήδη είναι σαν να βλέπω να τραγουδάει το κοινό στο live (αν και εφόσον υπάρξει live) και τέλος, για την ανατριχιαστική ερμηνεία του Γιάννη Βογιατζή, τραγουδιστή στους Need, μια μπάντα που έχει κυκλοφορήσει κάποιες από τις κορυφαίες progressive δουλειές για την εγχώρια, αλλά και διεθνή σκηνή, με της οποίας τη μουσική έχω ιδιαίτερο συναισθηματικό δέσιμο - όπως άλλωστε και πολλοί πολλοί άλλοι.

 

“Aura” για τη συνέχεια και νομίζω είναι ώρα να δώσουμε εύσημα στον Αλέξανδρο Κιουρντζιάδη, ο οποίος δεν παίζει βιολί στο “MT V” έτσι απλά, σαν κίνηση εντυπωσιασμού, αλλά για να δώσει το κάτι παραπάνω στο συναίσθημα κάθε κομματιού. Αν περίμενα μέχρι αυτό το σημείο για να αναφερθώ στη συνεισφορά του, είναι απλά γιατί νιώθω ότι ειδικά το “Aura” δε θα ήταν το ίδιο χωρίς εκείνον.

 

Η Χρύσα Τσαλταμπάση τα δίνει όλα στο “Bystander Effect” σε καθαρά και brutal φωνητικά, με τη φωνή της να προσθέτει την τραγικότητα και θεατρικότητα, που σίγουρα ζητάει αυτό το κομμάτι. Κι έπειτα έρχεται το “Open Veins”, που με μια επιφύλαξη ακούω σαν την πιο heavy σύνθεση του “MT V”. Για άλλη μια φορά, το βιολί σκοτώνει τους πάντες και τα πάντα, το ίδιο και η φώνη του Cons Marg, με γρέζι που πολλοί έχουν να ζηλέψουν. Γενικώς, όλο το κομμάτι βγάζει μια αλητεία στο ύφος του, κάτι που μπορεί να φανεί παράδοξο λόγω του προαναφερθέντος βιολιού, αλλά διάολε, δουλεύει άψογα.

 

Το “Last Reverie” είναι το τελευταίο και πιο μακροσκελές κομμάτι του δίσκου, με τον Πάνο Δούκα να αποδεικνύει ότι είναι τεράστιο ταλέντο και παραπάνω από ικανός να δώσει μια σπαραξικάρδια ερμηνεία, σε ένα τραγούδι πιο κοντά στις progressive ρίζες των Mother Turtle. Βέβαια, πρόκειται για μια από εκείνες τις φορές που ένα progressive κομμάτι είναι εξίσου τεχνική και συναίσθημα, αυτό που μπορεί να αγαπήσει εξίσου ο μυημένος και ο αμύητος ακροατής, εκείνος που έχει φάει τα χρόνια του στα ωδεία κι εκείνος που δεν ξέρει να ξεχωρίσει πότε ακούει πλήκτρα και πότε κιθάρα. Στο σημείο αυτό, αξίζει ένα μεγάλο μπράβο και στον Κώστα Κωνσταντινίδη, για ένα φανταστικό κιθαριστικό solo, μετά από το οποίο δε θα μπορούσα να φανταστώ καλύτερο κλείσιμο του δίσκου.

 

Ίσως αμέλησα μια ξεχωριστή αναφορά στους Γιώργο Φιλοπέλου και Γιώργο Μπαλτά, στο μπάσο και τα ντραμς αντίστοιχα, αλλά ειλικρινά, τίποτα από αυτά που ακούμε στον δίσκο δε θα ήταν τόσο “γεμάτα” και ζωντανά χωρίς αυτούς, μιλάμε για δύο εξαιρετικούς μουσικούς που αξίζουν συγχαρητήρια, όσο και όλοι οι υπόλοιποι μουσικοί και τραγουδιστές που δούλεψαν για το “MT V” - μαζί και όσοι δούλεψαν στη διαδικασία της παραγωγής. Παιδιά, τι να λέμε τώρα, πρόκειται για έναν από τους δίσκους της χρονιάς, ειδικά για prog fans, αλλά και για όλους όσους αγαπούν την καλή μουσική, που περνά από πάνω σου και αφήνει ένα στίγμα για να έχεις να θυμάσαι. Ό,τι κι αν πω είναι λίγο, ελπίζω σε μια live παρουσίαση του δίσκου σύντομα (ναι, καταλαβαίνω ότι είναι δύσκολο να μαζέψεις οκτώ τραγουδιστές για μια βραδιά). Κι αν τύχει η παρουσίαση αυτή να γίνει σε κοινό live Mother Turtle - Need (ιδέες πετάμε εδώ), ζητώ προκαταβολικά συγγνώμη από το κάγκελο, που δεν πρόκειται να ξεκαβαλήσω κατά τη διάρκεια της βραδιάς.

 

 

 

Βαθμολογία: 90/100

 

 

 

Για το Rock Overdose,

Δάφνη Γεωργαδάκη



 

Comments