Ημερομηνία δημοσίευσης: 26 Φεβρουαρίου 2018
Το προ διετίας "Winter" των Τεξανών Oceans Of Slumber ήταν ένα κομψοτέχνημα, μια περήφανη δήλωση για όποιον δηλώνει πως δεν μένει προσκολλημένος σε ταμπέλες και στενόμυαλες νοοτροπίες. Μια τέτοια προσπάθεια όμως, στην χώρα μας τουλάχιστον, ακριβώς επειδή δεν έχει και τόσο προσοδοφόρο έδαφος όσον αφορά τη νοοτροπία, σε συνδυασμό με το εύρος και τον περιπετειώδη και χωρίς σύνορα χαρακτήρα της μουσικής τους, δεν απέκτησαν και τόσο μεγάλη βάση ακροατών σε σχέση με άλλες χώρες, κάτι που αποδείχτηκε στην μικρή προσέλευση κοινού στη συναυλία που πραγματοποίησαν στη χώρα μας κατά την περιοδεία του "Winter".
Επειδή λοιπόν οι περισσότεροι που θα ασχοληθούν σοβαρά με αυτό το άλμπουμ θα είναι ήδη οπαδοί και δε θα τους μαθαίνουν τώρα, να πούμε απλά ότι το "The Banished Heart" συνεχίζει από εκεί που έμεινε το "Winter", μόνο που στην τελική εξίσωση εμφανίζεται ακόμα πιο περιπετειώδες, πιο λαβυρινθώδες στη δομή του, πιο ποικίλο αν θέλετε, με αποτέλεσμα ο ήδη δύσκολος και δύστροπος μουσικός χαρακτήρας τους εδώ να είναι ακόμα πιο δυσπρόσιτος και το τελικό αποτέλεσμα να χρειάζεται πολλές ακροάσεις, όχι για να αντιληφθεί ο ακροατής το μεγαλειώδες αποτέλεσμα, αλλά για να μπορέσει να νιώσει στο έπακρο τις ατέλειωτες λεπτομέρειες που βρίσκονται σκορπισμένες στις συνθέσεις και τις πλουτίζουν, όπως κάνουν τα μπαχαρικά σε ένα φαγητό. Η νοστιμιά που προσθέτουν στην πρώτη ύλη απογειώνουν το αποτέλεσμα, χωρίς όμως να γίνονται άμεσα αντιληπτές.
Μια λεπτομέρεια όμως που κάνει τη διαφορά στις συνθέσεις, είναι η ενεργή συμμετοχή της Cammie Gilbert σε αυτές. Με δεδομένο πως το "Winter" είχε ήδη γραφτεί όταν η Cammie προσχώρησε στο συγκρότημα, ήταν προφανές πως εδώ θα ήθελε να δώσει ένα πιο προσωπικό στίγμα. Και προφανώς το αποτέλεσμα την δικαιώνει. Άλλοι (και άλλες) θα επέλεγαν να δώσουν μια πιο βατή και εμπορική κατεύθυνση στο συγκρότημα, κάτι που θα είχε αποτέλεσμα μια μουσική πολύ πιο προσιτή, και χάρη στη φωνή της, πιασάρικη. Εκείνη όμως, με τη σύμφωνη γνώμη του συγκροτήματος, διάλεξε τον πιο δύσκολο δρόμο, κάνοντας τις συνθέσεις ακόμα πιο περιπετειώδεις και πιο δυσπρόσιτες, αφήνοντας αυτήν τη φορά το προσωπικό της στίγμα, όντας απελευθερωμένη, και ακροβατώντας ανάμεσα στις ήρεμες, ορχηστικές και ακουστικές στιγμές και στα extreme ξεσπάσματα, δίνοντας μια ερμηνεία παθιασμένη, πέρα από κάθε προσδοκία, δείχνοντας ότι επέλεξε να κάνει αυτό που προτιμάει περισσότερο, και όχι απαραίτητα αυτό που της ταιριάζει. Αποκορύφωμα το ντουέτο με τον Tom Englund στο "No Color, No Light", όπου ο ένας συμπληρώνει τον άλλο και το αποτέλεσμα είναι μαγευτικό, σχεδόν συγκλονιστικό.
Και αυτή η προσέγγιση έχει σαν αποτέλεσμα μια κατεύθυνση πιο σκοτεινή, πιο ενδοσκοπική και πιο ιδιαίτερη. Και σε συνδυασμό με την αυξημένη μουσική ποικιλία, το αποτέλεσμα είναι ακόμα πιο απρόσιτο, και το άλμπουμ θα αποκτήσει λιγότερους φίλους σε σχέση με το "Winter". Ο πλούτος, η ειλικρίνεια και το βάθος του "The Banished Heart" θα έχει σαν αποτέλεσμα να δεθούν περισσότερο και πιο ειλικρινά μαζί του οι ακροατές που θα το λατρέψουν, και δε θα σταθούν απλά να το ακούσουν γιατί το προτείνει σύσσωμος ο μουσικός τύπος, με αποτέλεσμα επιφανειακές και όχι από καρδιάς ακροάσεις. Το "Winter" ήταν πιο προσιτό, έχει χαρακτήρα ικανό να προσελκύσει πάνω του περισσότερο κόσμο με τις πιασάρικες μελωδίες του, αυτό εδώ όμως είναι πιο ώριμο, πιο ολοκληρωμένο και πιο ποικίλο. Και γι αυτό μουσικά είναι καλύτερο, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι θα συμφωνήσει με αυτήν την άποψη η πλειοψηφία των ακροατών. Όχι των οπαδών, αλλά των ακροατών. Τέλος, να αναφερθούμε και στο σερί των επιτυχημένων διασκευών του συγκροτήματος, ένα σερί που εδώ συνεχίζεται με το "Wayfaring Stranger" (πιο γνωστό από την εκτέλεση του Johnny Cash, πρόκειται όμως για παραδοσιακό Αμερικάνικο τραγούδι του 19ου αιώνα), το οποίο και απογειώνουν. Όπως απογειώνεται και ο ακροατής όταν αφεθεί στο βάθος και στην ποικιλία των συνθέσεων του δίσκου. Μια ποικιλία τόσο έντονη, που ακόμα και ο όρος progressive, που βρίθει προσμίξεων και έλλειψης συνόρων, ακούγεται πολύ περιοριστικός εδώ πέρα.
Βαθμολογία: 90/100
Για το Rock Overdose,
Σταύρος Πισσάνος