Ημερομηνία δημοσίευσης: 17 Αυγούστου 2017
Είναι μεγάλο προνόμιο και ανέλπιστο δώρο να έχουμε στα χέρια μας αυτό το άλμπουμ, δύο χρόνια μετά το θάνατο του τραγουδιστή, Terry Jones. Τα νέα του θανάτου του μας οδήγησαν με θλίψη στο συμπέρασμα ότι το κεφάλαιο Pagan Altar είχε κλείσει οριστικά, τουλάχιστον με τη μορφή που τους γνωρίσαμε. Η μπάντα όμως, ευτυχώς, επέλεξε να τον τιμήσει και αποχαιρετήσει με το “The Room of Shadows”, το οποίο εμπεριέχει και τις τελευταίες ηχογραφήσεις που πρόφτασε να μας προσφέρει.
Όπως καταλαβαίνετε, είναι αρκετά δύσκολο να αποσυνδέσουμε το άλμπουμ από την ιστορία που το περιβάλλει και τη συναισθηματική φόρτιση που το συνοδεύει. Να το κρίνουμε σαν ένα τυχαίο άλμπουμ. Παρ’ όλα αυτά, η προσέγγιση μου θα είναι -κατά το δυνατό- ουδέτερη και αντικειμενική, με στόχο καθαρά την ενημέρωση των επίδοξων ακροατών και αγοραστών.
Ήδη από το “Mythical and Magical” του 2006, οι Pagan Altar είχαν διαφοροποιηθεί ελαφρά από το γνώριμο 70s horror/occult doom meets N.W.O.B.H.M. στυλ τους, εμπλουτίζοντάς το επιπλέον με αρκετό folk και διάφορες άλλες 70s hard rock επιρροές, με αποτέλεσμα να ακούγονται λίγο πιο επικοί και πολυδιάστατοι από συνήθως. Το “The Room of Shadows” συνεχίζει, ουσιαστικά, να κινείται σε παρόμοιο ύφος. Συγκεκριμένα μιλώντας, εκτός από τους Sabbath και τους μαθητές τους, οι Jethro Tull, Wishbone Ash, Uriah Heep, Genesis, πρώιμοι Judas Priest, καθώς και οι επίσης πρώιμοι, Manilla Road, πιθανότατα θα σας έρθουν στο νου ακούγοντάς το. Η τελευταία ομοιότητα, πάντως, είναι μάλλον συγκυριακή καθώς και οι δύο μπάντες έχουν ένρινες φωνές και προφανώς «ψαρεύουν» από την ίδια δεξαμενή επιρροών.
Το άλμπουμ μπαίνει με ένα κλασσικό Pagan Altar κομμάτι, το εκπληκτικό “Rising of the Dead”, το οποίο παραπέμπει στα πρώτα καθαρόαιμα doom metal άλμπουμ τους, με τη λυρική κιθαριστική δουλειά του Alan Jones να αναδεικνύεται και πάλι ως το απόλυτο όπλο της μπάντας. Τα “The Portrait of Dorian Gray” και “Danse Macabre”, που ακολουθούν, είναι πιο hard rockάδικα με το δεύτερο να έχει αρκετά ατμοσφαιρικά σημεία που θυμίζουν τα αντίστοιχα των Manilla Road. Συμπαθητικά και τα δύο, αλλά ωχριούν μπροστά στο ΕΠΟΣ που ακολουθεί! Το “Dance of the Vampires” ανήκει χαλαρά στην ελίτ των καλύτερων κομματιών για φέτος! Παρ’ όλα αυτά, το εντυπωσιακό ομώνυμο που έπεται, με τις υπέροχες αλλαγές του και τα απίστευτα –για ακόμα μια φορά!- κιθαριστικά του, καταφέρνει να επιτύχει το αδιανόητο: να ξεχάσουμε για τα εξίμισι λεπτά που διαρκεί, το άσμα που προηγήθηκε! Το “The Ripper”, στη συνέχεια, είναι ένα αρκετά μελωδικό και συναισθηματικό κομμάτι που μου θύμισε Genesis και –πάλι- «αρχαίους» Manilla Road. Αν και αρκετά καλό, μάλλον με κούρασε λόγω της διάρκειάς του (πάνω από δέκα λεπτά). Τελευταίο είναι το “After Forever”, το οποίο είναι ένα μικρό ακουστικό outro (με φωνητικά) και όχι διασκευή όπως υπέθεσα αρχικά. Εδώ η μπάντα ουσιαστικά αποχαιρετάει τον Terry Jones και αυτός τη ζωή...
Όπως είπα και στην αρχή της κριτικής, οι φίλοι της μπάντας είναι αδύνατο να δούμε το “The Room of Shadows” αποστασιοποιημένα. Πέρα όμως από τους συναισθηματισμούς, το κύκνειο άσμα (;) των Pagan Altar είναι, αντικειμενικά, ένα άλμπουμ που κουβαλάει περήφανα όλα όσα αγαπήσαμε στην μπάντα. Θα το ακούμε για πολλά χρόνια ακόμα, αποδίδοντας με τον τρόπο μας τις τιμές που αξίζουν σε ένα μεγάλο τραγουδιστή. Ένα τραγουδιστή, που πιθανόν να μην ήταν ο καλύτερος τεχνικά απ’ όσους υπηρέτησαν τη μουσική μας, όμως, μας χάρισε με τρόπο μοναδικό και ιδιαίτερο, μαγικές (και μυθικές) στιγμές, ταξιδεύοντάς μας με τη φωνή του σε κόσμους σκοτεινούς κι ονειρικούς. Γι’ αυτό κι εμείς τον αποχαιρετούμε με ευγνωμοσύνη.
Βαθμολογία: 84/100
Για το Rock Overdose,
The Shadowcaster