PREDATORY VOID – “Seven Keys To The Discomfort Of Being”

Συντάκτης: Άγγελος Κατσούρας

 

 

Από τη συνεχώς ανεβασμένη Βέλγικη σκηνή μας έρχονται σαν rookies οι Predatory Void σαν μια all-star σύμπραξη ατόμων που έχουν συμβάλλει τα μέγιστα με τις μπάντες στους στο παρελθόν και πρόσφατο παρόν. Όταν βλέπεις ότι ένα συγκρότημα απαρτίζεται από δυο μέλη των Amenra, δηλαδή τον κιθαρίστα Lenart Bossu και τον μπασίστα Tim De Gieter, τότε μόνο θετικά μπορείς να προδιατεθείς για το ηχητικό αποτέλεσμα.  Μαθαίνεις ότι στην άλλη κιθάρα είναι ο γνωστός από την χρυσή εποχή των Αborted, Thijs De Cloedt (o οποίος συμμετείχε στα “Engineering The Dead”, “Goremageddon: The Saw And The Carnage Done” και “The Archaic Abbatoir” αν αυτό σας λέει κάτι) κι ότι στα τύμπανα είναι ο «πολύς» Vincent Verstrepen των έξοχων Carnation, και σιγουρεύεσαι ακόμα περισσότερο για το τι θα ακούσεις. Αυτό όμως που εκπλήσσει πριν αλλά και μετά την ακρόαση, είναι ότι τα φωνητικά αναλαμβάνει η Lina R των Cross Bringer και που αποτελεί βασικό –αν όχι τον βασικότερο- λόγο που το ντεμπούτο των Predatory Void με τον αξέχαστο πράγματι τίτλο “Seven Keys To The Discomfort Of Being” ηχεί διαφορετικό απ’ότι έχουμε συνηθίσει στον ακραίο ήχο. Έναν ακραίο ήχο τον οποίο με βάση το black metal εμπλουτίζουν με αρκετά sludge/doom στοιχεία προς τέρψη του ακροατή.

 

Το τέρμα Paradise Lost μπάσιμο με ένα πένθιμο doom/death riff στο “Grovel” δίνει τη θέση του στο ξέσπασμα που ακολουθεί και με τον Verstrepen να οδηγεί κατά πολύ τους υπόλοιπους, οι Predatory Void ύπουλα και αργόσυρτα σε πολλά σημεία, χτίζουν ένα ηχητικό τείχος το οποίο δεν ακούγεται και πολύ ευχάριστο, αλλά αντίθετα ενδέχεται να σου ξυπνήσει υποσυνείδητα πολλά συναισθήματα τα οποία έκρυβες, είτε δεν ήξερες πώς να διαχειριστείς. Η Lina στη φωνή ξερνάει το λαρύγγι της με αστείρευτο πάθος, ενώ οι έγχορδοι Bossu/De Cloedt/De Gieter φροντίζουν στο να δώσουν ένα φοβερά ογκώδες υπόβαθρό το οποίο τηρουμένων των αναλογιών, δε θα μπορούσε να μην συνυπάρχει με όσα ακούτε εξ’ αρχής. Το “Grovel” ακολουθούν τα δυο κομμάτια που δώσανε οι Predatory Void στη δημοσιότητα πριν βγει ο δίσκος και που μας είχαν τσιτώσει μέχρι να βγει τελικά, αρχικά με το “*(struggling)” όπου βλέπουμε πάλι το συνδυασμό γρήγορων και αργών σημείων με τα δεύτερα να κυριαρχούν και με το ακόμα πιο πελώριο “Endless Return To The Kingdom Of Sleep”, όπου το πράγμα σοβαρεύει αρκετά και το ξέσπασμα του μετά το δεύτερο λεπτό πάει το κομμάτι καροτσάκι μέχρι τέλους, ενώ δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι η Lina παραπέμπει στην Larissa Stupar των Venom Prison.

 

Τονίζω την απόδοση της Lina όχι γιατί είναι γυναίκα, αλλά γιατί υπάρχουν στιγμές που νομίζεις ότι ανοίγει το στόμα της και θα σε καταπιεί ολόκληρο πριν σε φτύσει ξανά χωρίς κόκκαλα. Ακόμα και τα σημεία που απαγγέλει είναι αρκούντως εφιαλτικά και σε συνδυασμό με την πεντακάθαρη παραγωγή αλλά και κάποια «σιδηροδρομικά» riff ενώ η άλλη κιθάρα κατεβάζει θέματα αργά και βαρύτατα, φτιάχνουν ένα ολοκαύτωμα ήχων στο οποίο σίγουρα πρωταγωνιστεί ο απίστευτος Verstrepen. Έχουν ταιριάξει όλοι τόσο μεταξύ τους που θαρρείς ότι παίζουν χρόνια μαζί καθώς βγάζουν μια φοβερή χημεία. Το ψαρωτικό και μικρότερο κομμάτι του δίσκου “Seeds Of Frustration”, είναι ένα πανέξυπνα τοποθετημένο ακουστικό κομμάτι, που λειτουργεί σαν «πέρασμα» στο δεύτερο μισό του δίσκου, και που η Lina αποδεικνύει ότι όχι μόνο ουρλιάζει αλλά μπορεί να ακούγεται το ίδιο εσωτερική και καθηλωτική. Σίγουρα ένα κομμάτι που δεν περιμένεις με την «σφαγή» που έχεις ακούσει πιο πριν. Σε αντίθεση όμως με άλλες μπάντες που απλά παίζουν, βαράνε και δέρνουν γενικά, οι Predatory Void εστιάζουν κατά πολύ στο να σου περάσουν μια ειδική ατμόσφαιρα και πως όλο αυτό που ακούς έχει λόγο που βγήκε έτσι, σαν να βγαίνει μέσα από καταπίεση αρνητισμού και που παραδόξως, ακούγεται σαν φως στο τούνελ στο τέλος.

Παρότι μιλάμε για δίσκο που βγαίνει από τη Century Media, το άλμπουμ μόνο εύκολα δεν ακούγεται και πρέπει να εξάρουμε την εταιρεία που έδωσε βήμα στο συγκρότημα να γίνει πιο γνωστό απ’ότι σε κάποια άλλη εταιρεία. Το “The Well Within” ακούγεται λες και πήραν δυνάμεις και τις εξαπολύουν ξανά κατά πάνω σου, με ένα απίστευτα βαρύ αργό riff που επαναλαμβάνεται, ενώ και η Lina μοιάζει λες και απασφαλίζει περισσότερο από ποτέ και η φωνή της σου τρυπάει τα σωθικά το δίχως άλλο. Το δεύτερο μισό του δίσκου έχει ίσως πιο φιλόδοξη προσέγγιση, καθώς το εν λόγω κομμάτι ξεσπάει όσο ποτέ στο δίσκο, ενώ ακολουθείται από το εφιαλτικό “Shedding Weathered Skin” όπου χωρίς να αποτελεί ύβρη, θα μπορούσα να φανταστώ άνετα και σε δίσκο Amenra/Oathbreaker, σέρνεται σαν βόας που παραμονεύει τη λεία του αλλά όταν τη βρει δε θα επιτεθεί άμεσα, παρά θα καταστήσει σαφή την παρουσία του για να προκαλέσει τρόμο, έτσι ώστε το θύμα να πεθάνει πολλές φορές πριν συναντήσει την προαποφασισμένη μοίρα του. Και κάπου εκεί το κομμάτι ξεσπάει ξανά ξυπνώντας σε από τον λήθαργο και την καθίζηση στην οποία επήλθες και σημαίνει ολοκληρωτική επίθεση λίγο πριν το τέλος με τον σχεδόν 10λεπτο βιωματικό τσιμεντόλιθο ονόματι “Funerary Vision”.

 

Ένα κομμάτι το οποίο σου πετάει στην ουσία όλα όσα έχεις ακούσει πιο πριν στο δίσκο και που μεγαλειωδώς νιώθεις ότι έρχεται μια κορύφωση συναισθημάτων που γίνεται κάτι πελώριο και που δεν έχεις ακριβώς τις σωστές λέξεις να περιγράψεις πως νιώθεις, αλλά ακόμα κι αν άκουγες τα κομμάτια μπερδεμένα, θα ήξερες ότι αυτό κλείνει το δίσκο. Δεδομένος πόνος και οδύνη προκρίνονται ως αποτελέσματα και τελική γεύση του δίσκου, ενός δίσκου δυσάρεστου σαν άκουσμα αλλά όχι ποιοτικά δυσάρεστου, όσο επίπονα βιωματικού. Σου ξυπνάει ένστικτα που σε ταρακουνάνε το δίχως άλλο, ενώ και το υπνωτικό του τελείωμα έρχεται να μείνει ανεξίτηλο μέσα σου και ασυναίσθητα από τη μία να μην έχεις κουράγιο να πεις και να σκεφτείς πολλά, από την άλλη όμως θέλεις ξανά να ακούσεις τι ήταν αυτό που σου δημιούργησε τέτοια πληθώρα αντιθέσεων στα λίγο παραπάνω από 42’ διάρκειας του. Οι Predatory Void από το ντεμπούτο τους ακόμα, ακούγονται ότι έχουν έρθει για να μείνουν κι αν το πρώτο τους άλμπουμ έχει τέτοια δεδομένη ποιότητα, φανταστείτε τι θα γίνει μελλοντικά. Παντρεύουν μαυρίλα με κυρίως αργό τέμπο που όταν ξεσπάει γίνεται ανεμοστρόβιλος και κατορθώνουν μέσα από κάτι αντικειμενικά ψυχοπλακωτικό να ακούγονται αντικειμενικότερα ποιοτικοί και διαφορετικοί, κι αυτό είναι δώρο εν έτει 2023.

 

Βαθμολογία: 83/100

 

 

Για το Rock Overdose,

Άγγελος Κατσούρας

 



 

Comments