QUEENSRŸCHE – “Digital Noise Alliance”

Συντάκτης: Δάφνη Γεωργαδάκη

 

Όμορφα πράγματα συμβαίνουν στο στρατόπεδο των Queensrÿche, ακόμα και στη μετά - Tate εποχή, μια εποχή που κάποιοι ακόμα ακολουθούν, κάποιοι έχουν εγκαταλείψει, κάποιοι τη χαίρονται και περισσότερο. Για να είμαι ειλικρινής, αισθάνομαι ότι καταλαβαίνω την πλευρά όλων. Όσοι δεν ακολουθούν πια τη μπάντα, λογικά άκουσαν ό,τι είχαν να ακούσουν στους πρώτους δίσκους και στη συνέχεια, όταν άρχισε να παρεκκλίνει το καράβι από την πορεία του, πήδηξαν στη θάλασσα.

 

Μετά τα δράματα με τον Tate, οι fans που είχαν παραμείνει στο πλοίο, γραπωμένοι με νύχια και με δόντια να περιμένουν την ημέρα που οι Queensrÿche θα ξαναβρούν τον εαυτό τους, ίσως χάρηκαν με το τελικό αποτέλεσμα, που ήταν ο ερχομός του Todd La Torre, μιας εξαιρετικής φωνής και ενός ταλέντου αντάξιου να συνεχίσει την κληρονομιά τους. Φυσικά, κάθε αρχή και δύσκολη, οπότε και οι πρώτοι δίσκοι με τον La Torre δεν ήταν αυτό που ίσως ήλπιζαν οι “πιστοί” fans. Με το “The Verdict” του 2019 και το φετινό “Digital Noise Alliance νομίζω πως η υπομονή μας αποζημιώνεται.

 

“Digital Noise Alliance”, λοιπόν. Ένας δίσκος που περιέχει έντεκα κομμάτια συν μια διασκευή του “Rebel Yell” (δεν καταλαβαίνω γιατί, αλλά οκέι, ο καλλιτέχνης ξέρει καλύτερα). Η συνολική διάρκεια είναι στη μία ώρα, με το μεγαλύτερο κομμάτι, “Tormentum” να διαρκεί 7:30 λεπτά. Ο δίσκος έχει διάχυτη μια 80s’ νοσταλγία στις συνθέσεις, κάτι που προσωπικά δε με χαλάει καθόλου. Δεν περιμένω μετά από τόσα χρόνια οι Queensrÿche να γίνουν κάποιοι άλλοι, να εφεύρουν από την αρχή τον εαυτό τους και να κάνουν κάτι ολόφρεσκο. “Κι αφού δεν έχουν κάτι ολόφρεσκο να πουν, γιατί δε διαλύονται;”, λένε κάποιοι. Προφανώς δεν έχουν διαλυθεί, επειδή τους αρέσει να δημιουργούν και να παίζουν τη μουσική τους, δε βλέπω τίποτα το κακό σε αυτό.

 

Αν εξαιρέσουμε τη διασκευή του “Rebel Yell”, το οποίο απλά με μπερδεύει και με αποσπά από την ατμόσφαιρα (και ευτυχώς το έβαλαν στο τέλος για να μη χρειάζεται να το σκιπάρω στα μισά του δίσκου), κακό κομμάτι δεν ακούω στο “Digital Noise Alliance”. Στην έναρξη με τα “In Extremis” και “Chapters” ομολογουμένως εξεπλάγην, μιας και ακούγεται λες και οι Queensrÿche έπαθαν Fates Warning, αλλά δεν το λέω για κακό. Απλώς δεν το περίμενα. Έτσι κι αλλιώς, και οι δύο μπάντες συγκαταλέγονται στις αγαπημένες μου, μια συνεργασία μεταξύ τους θα ήταν καλοδεχούμενη. Τα συγκεκριμένα τραγούδια δεν είναι συνεργασίες, but still… ιδέες πετάω εδώ πέρα. Μια περιοδεία Fates Warning με Queensrÿche; Αυτό είναι το όνειρο.

 

Ξέφυγα λίγο, πάμε παρακάτω. Το ρεφρέν του “Lost In Sorrow” θα πρέπει να είναι η αγαπημένη μου στιγμή στο “Digital Noise Alliance”. Συναισθηματισμός, φωνητικά κλασικών Queensrÿche, πιασάρικο μέχρι τελικής πτώσεως. Αχ, αυτά θέλουμε να ακούμε, αυτά. Παρόλο που το υπόλοιπο κομμάτι δε με συγκινεί τόσο, όσο το ρεφρέν, δίνω πολλές επαναλήψεις μόνο και μόνο γι’ αυτό. Το “Sicdeth” έχει εξαιρετικές εναλλαγές ρυθμών, ένα βασικό στοιχείο που με έκανε να αγαπήσω το progressive metal. Και το “Behind The Walls”, ένα από τα δύο singles που κυκλοφόρησαν πριν τον δίσκο στο σύνολό του, είναι ένα ωραίο δείγμα prog με πιασάρικο ρεφρέν, αν και όχι τόσο δυνατό όσο τα κλασικά της μπάντας.

 

Κλασικά Queensrÿche κομμάτια τα “Nocturnal Light” και “Out Of The Black”, με τον La Torre να κάνει παπάδες στα φωνητικά, με ανεβοκατεβάσματα που πολλοί μας αγάπησαν από τον Tate. Λίγο πιο χαλαρά και μπαλαντίστικα προχωράμε στο “Forest”, που ήταν το δεύτερο από τα δύο singles που κυκλοφόρησαν πριν το σύνολο που είναι το “Digital Noise Alliance” και έρχεται να κατευνάσει τα ήθη μετά από ένα σερί δυνατών κομματιών. Πάντα μου άρεσε αυτό το στοιχείο στους Queensrÿche, ότι μπορεί να τα έδιναν όλα, να ξεκινούσαν με επιθετικότητα και ταχύτητα - πάντα σε ορισμένα όρια - για να δώσουν αργότερα μια σύνθεση, που ρίχνει κάπως τους ρυθμούς και σιγά σιγά οδηγεί προς το τέλος.

 

Το “Realms” νομίζω είναι η δεύτερη αγαπημένη μου στιγμή στο “Digital Noise Alliance”, μετά το “Lost In Sorrow”. Δεν ξέρω, απλά μου αρέσει πολύ το ριφφάκι. Και τα φωνητικά. Και η ήρεμη δύναμη στη σύνθεση, που τόσο έχω συνδέσει με τη μπάντα. Το “Hold On” επίσης μου αρέσει αρκετά, μόνο που η αρχή φέρνει υπερβολικά στο “Speak” (ωπ, να το πάλι: “Speak the wooord, the word is all of us”). Στη συνέχεια αλλάζει φυσικά, αποκτά δική του ταυτότητα, αλλά εμένα τώρα μου κόλλησε το άλλο και θα το τραγουδάω για κάνα δίωρο. Φτου σας ρε.

 

Ο δίσκος κλείνει με το “Tormentum” (ΝΑΙ, ΚΛΕΙΝΕΙ ΕΙΠΑ, ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΑΛΛΟ), που, όπως ανέφερα παραπάνω, είναι και το μεγαλύτερο σε διάρκεια κομμάτι του δίσκου. Είναι σίγουρα καταιγιστικό, σε πιάνει και σε κοπανάει κάτω, μοιάζει πραγματικά σαν να βγήκε από το “Operation Mindcrime”. Τα είπαμε αυτά, το “Digital Noise Alliance” έχει μια γερή δόση νοσταλγίας για τα παλιά και αυτό είναι κάτι που πρέπει να αποδεχτείς πριν την ακρόαση του δίσκου, για να μη γκρινιάζεις μετά.

 

Τι συμπεράσματα βγάζω για το “Digital Noise Alliance”; Νομίζω δύο είναι τα βασικά σημεία στη δική μου εμπειρία ακρόασης: Το πρώτο είναι πως πρόκειται για έναν όχι τόσο δυνατό δίσκο, ώστε να συναγωνιστεί στα ίσια τη χρυσή εποχή των Queensrÿche. Το δεύτερο είναι πως πρόκειται για έναν αρκετά δυνατό δίσκο, για να συναγωνιστεί τις καλύτερες metal κυκλοφορίες για φέτος.

 

Κάποιοι θα διαφωνήσουν με αυτό και θα πουν ότι ίσως η μπάντα έπρεπε να σταματήσει να βγάζει μουσική, αφού δεν έχουν να κυκλοφορήσουν κάτι εφάμιλλο των κλασικών τους. Αλλά όχι ρε φίλε, κάποιοι από εμάς θα συνεχίσουμε να τους ακολουθούμε και θα είμαστε χαρούμενοι που μας δίνουν ωραίο, αγνό progressive, έστω κι αν δεν είναι σαν τα παλιά τους. Αισίως, έχει φτάσει Οκτώβριος και αν κρίνω από άλλες δουλειές που έχω ακούσει φέτος, το “Digital Noise Alliance” έχει σίγουρα μια θέση στα αγαπημένα μου για το 2022.

 

 

 

Βαθμολογία: 82/100

 

 

 

Για το Rock Overdose,

Δάφνη Γεωργαδάκη



 

Comments