Ημερομηνία δημοσίευσης: 16 Ιουνίου 2017
Η ποικιλότητα είναι ένα δώρο, που ευτυχώς προσφέρεται απλόχερα στους φίλους της (με γενική ορολογία) rock/metal μουσικής. Ένας τεραστίων διαστάσεων χάρτης γεμάτος ρεύματα, τα οποία, αποκλείοντας από τα κεντρικά μεγάλα ποτάμια των κυρίως κατηγοριών, προσφέρουν τη δυνατότητα σε κάθε είδους αυτί να ταυτιστεί και να απολαύσει τη μουσική ευεργεσία ανάλογα με τις ορέξεις και τις αρέσκειες του. Στο σύγχρονο σκληρό ήχο, ένα σημαντικό κομμάτι της σκηνής είναι το λεγόμενο alternative metal και όσο κι αν ο αχταρμάς των ταμπελών αρχίζει να προκαλεί περισσότερο κομφούζιο, παρά κατατοπιστική βοήθεια, οι μπάντες υπό του τίτλου αυτού έχουν κάνει ενδιαφέροντα πράγματα (π.χ Stone Sour).
Ο πρόλογος έγκειτο στο να ξεκαθαρίσω ότι απολαμβάνω τα καλά albums του ιδιώματος αυτού και δεν το θεωρώ σε καμία περίπτωση παράταιρο ή «λίγο» γι’ αυτό και έχοντας αποκτήσει πολύ καλές εντυπώσεις από τις δουλειές των Νότιο Αφρικανών Seether, αποφάσισα να αναλάβω την κριτική του νέου τους πονήματος, που τιτλοφορείται «Poison the Parish».
Άφησα το άλμπουμ να παίξει και να ξαναπαίξει αρκετές φορές, αν και αισθάνομαι ότι με την πρώτη ακρόαση κατάλαβα ότι το αποτέλεσμα είναι αρκετά κάτω των, προ ακροάσεως, προσδοκιών μου. Οι ιδέες δε με τράβηξαν, δε με ταρακούνησαν και σίγουρα δε με έκαναν να θέλω να μάθω απ’ έξω κι ανακατωτά περισσότερα από δύο ρεφρέν. Όταν μιλάμε για ένα Seether άλμπουμ, περιμένει κανείς να καρφιτσώνονται οι μελωδίες κατευθείαν στο μυαλό, να αναμένεται με ανυπομονησία κάθε ρεφρέν, ενώ όμως απολαμβάνεται ήδη κάθε κουπλέ! Τα φωνητικά πρέπει να κάνουν τον ουρανίσκο σου να πάλλεται από την υποσυνείδητη επιθυμία να μιμηθείς το ηχόχρωμα και το κιθαριστικό μέρος, παρέα με το rhythm section, θυμάμαι να ντύνουν και να κορυφώνουν κάθε μελωδική στιχουργική έξαρση με ιδιαίτερη χάρη και άποψη. Όχι, κάτι τέτοιο δεν βρέθηκε, τουλάχιστον από τη δική μου σκοπιά της μουσικής αυτής αναζήτησης, στο συγκεκριμένο πόνημα, αναγκάζοντάς με να σταθώ στην πλειοψηφία των παρατηρήσεών μου σε αδυναμίες.
Τα τραγούδια του δίσκου ακολουθούν μια ραδιοφωνική φόρμα, ωστόσο ο ήχος μου φάνηκε πιο ογκώδης από προηγούμενες κυκλοφορίες. Σίγουρα η παραγωγή έχει στρωθεί σε οργανωμένους ρυθμούς για να αναδείξει το μουσικό αποτέλεσμα, πράγμα που δεν μπορώ να μην το αναγνωρίσω. Υπάρχουν riffs, υπάρχουν ωραίες ρυθμικές κοψιές και η ανάδειξη των στίχων, που τονίζονται με ιδιαίτερα δουλεμένο τρόπο από τις εκάστοτε μουσικές υποχωρήσεις, δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας για το ότι η μπάντα δεν παίζει με το ζόρι. Απλώς δε μπόρεσα να ξεπεράσω την αίσθηση ότι κάτι τους κρατούσε, περίμενα σχεδόν σε κάθε κομμάτι ένα ξέσπασμα, το οποίο όμως δεν ερχόταν ποτέ. Η έμπνευση δεν μπορεί να κάνει πάντα το χατίρι σε επίδοξους μνηστήρες, απλώς εδώ αισθάνομαι ότι και οι ίδιοι οι μνηστήρες δεν το πόνεσαν πολύ, όσον αφορά τη ζύμωση ιδεών.
Μπορώ να ξεχωρίσω κάποιες ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτες στιγμές, αλλά δυστυχώς παραμένουν στιγμές. Το ending verse του «Something Else», για παράδειγμα, είναι εξαιρετικό, αλλά τι συμβαίνει όταν το βάζεις δίπλα σε όλο το υπόλοιπο τραγούδι; Το «I’ll Survive» με έπεισε ότι σε καμία περίπτωση δεν έχει χαθεί η ικανότητα των Seether να ηχούν σαν Seether, θεώρησα μάλιστα πως η σειρά των τραγουδιών αδίκησε το δίσκο, προσπαθώντας να θέσω ως εναρκτήριο της πρώτης εντύπωσης όσα θα άκουγα από το εν λόγω τραγούδι και ύστερα. Η Nirvana meets mid tempo 00’s οπτική, δε με χάλασε καθόλου. Αντιθέτως, υπογράμμισα αμέσως το αποτέλεσμα του «I’ ll Survive», το χτίσιμο του από την αρχή και φυσικά το ηχόχρωμα με άποψη και αισθητική μοντέρνου grunge, λειτούργησε ως ο καλύτερος διάδρομος για το τέρμα πιασάρικο ρεφρέν, κάνοντάς με να μουρμουρίσω παρέα αδιαφορώντας για την αρχική άγνοια των στίχων. Στόχος επετεύχθη! Πόσο προσωρινά, όμως…
Είναι, χωρίς υπερβολή, το «Saviours», που έρχεται να μου γαργαλίσει το ενδιαφέρον μετά από μια συνθετική κοιλιά, η οποία είναι φως-φανάρι, ότι η σειρά των τραγουδιών δεν έχει να κάνει με το τελικό αποτέλεσμα. Στέκομαι στο ρεφρέν του τραγουδιού και συνειδητοποιώ ότι είναι μόλις το δεύτερο το οποίο ανυπομονώ να ξανακούσω. Βρίσκω στιγμές σε όλο το δίσκο, στιγμές άξιες να μου ξυπνήσουν το θετικό αίσθημα, τμήματα τραγουδιών, τερτίπια της παραγωγής, vocal lines, αλλά είναι σκόρπια, είναι παντού και ταυτόχρονα, δυστυχώς, πουθενά. Χωρίς να έχουμε να κάνουμε με κακά τραγούδια, καλύπτονται από ένα μανδύα ουδετερότητας, ο οποίος ναι μεν δε μας κάνει να απορρίψουμε ολόκληρο το άλμπουμ, αλλά υποβαθμίζει και τις λιγοστές τρομερές στιγμές του.
Στρώνοντας ένα μουσικό χαλί, δεν είναι δα και εξωπραγματικό να υπάρχουν τσαλακώματα, δεν απαιτεί κανείς μια ολοκληρωτικά άρτια συνολική δισκογραφική στιγμή, χωρίς σε καμία περίπτωση να υποβαθμίζω τη μπάντα, ακόμα οι ίδιοι δεν έχουν θέσει τόσο ψηλά τον πήχη. Αλλά εδώ νιώθω πως έχουμε να κάνουμε με ένα συνθετικό τέλμα, μια αδιέξοδο ιδεών για τη δημιουργία αυτού του κάτι που θα ταξιδέψει από αυτί σε αυτί και θα σκορπάει χαμόγελα. Η μπάντα παίζει για τους οπαδούς, δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι ο δίσκος σαν δίσκος ( και όχι σαν τις μειοψηφικές πολύ δυνατές μονάδες) θα πείσει κάποιον να ψάξει το τι εστί Seether. Είμαι της άποψης, χωρίς σε καμία περίπτωση να απορρίπτω την υποκειμενικότητα στα γούστα, ότι πρέπει κάποιος να έχει ερωτευτεί παράφορα τις λεπτομέρειες των Seether, αυτές που σε κάθε πιθανή δημιουργία, ωσάν κάποιου είδους DNA θα βρίσκονται εκεί, για να ταυτιστεί με τη δημιουργία αυτή. Και αν…
Βαθμολογία: 55/100
Για το RockOverdose
Θοδωρής Καλουδιώτης