SEVEN KINGDOMS – “Decennium”

Ημερομηνία δημοσίευσης: 23 Ιουνίου 2017

 

Το δημιούργημα/αριστούργημα του George R.R Martin, «A Song of Ice and Fire», και κυρίως η (επίσης αριστουργηματική κατ’ εμέ) μεταφορά του στη μικρή οθόνη μέσω της HBO έχει ένα τρομερό υπόβαθρο ισχυρής επίδρασης στο μουσικό κόσμο. Γιατί; Γιατί απλούστατα είναι ένας λαβύρινθος ψυχολογίας, ταραχής, δύναμης, απώλειας, αγάπης, φρικαλεότητας και συγκρούσεων ποικίλων διαφορετικοτήτων. Είναι δηλαδή μια επί της ουσίας ανθρώπινη ζωή σε ένα φαντασιακό σύμπαν, ικανό να ταξιδέψει τους ονειροπόλους και να κάνει τους διστακτικούς οπαδούς του απτού ρεαλισμού να πακετάρουν δειλά βαλίτσες. Η metal μουσική ανέκαθεν αντλούσε έμπνευση από το πάντρεμα της ανθρώπινης ουσίας και της χαμένης στα άδυτα ενός πιο τεχνικού παρόντος φαντασίας. Αλλά μη μου αγχώνεστε, το κάτωθι κείμενο δεν θα αποτελέσει ούτε ύμνο, ούτε φιλοσοφική ανάλυση στο «Game of Thrones», αν και μπαίνω στον πειρασμό!

 

Οι Seven Kingdoms (ήδη το όνομα της μπάντας βροντοφωνάζει George R.R Martin!) κυκλοφορούν νέο δίσκο με τίτλο «Decennium» και έχοντας ρουφήξει ως το μεδούλι το νέκταρ της φωτιάς και του πάγου, θεματολογικά τον αφιερώνουν στη μούσα τους: Τον κόσμο του Westeros. Το Power Metal (ή αν προτιμάτε το λεγόμενο Euro Power) αποτελεί ένα ιδίωμα, που άφοβα έχει βουτήξει στο φανταστικό κόσμο μερικές από τις αρτιότερες δημιουργίες του, οπότε περίμενα κάτι σχετικό με τον προαναφερθέν κόσμο από μία τέτοια μπάντα. Η θεματολογία μπορεί να γίνει πηγή έλξης για τον ακροατή, διότι ακόμα κι αν δεν έχει ακούσει κάποιος τους Seven Kingdoms, και μόνο η προοπτική ενός επικού soundtrack για τις «Game of Thrones» στιγμές του, αποτελεί εξαιρετικό marketing (χωρίς σε καμία περίπτωση να υπονοώ ότι αυτός ήταν και ο σκοπός του concept) και παράλληλα προδιαθέτει θετικά. Ανεβάζει, όμως, και τις απαιτήσεις.

 

Δε χρειάζεται δεύτερη ακρόαση για να καταλάβει κανείς ότι η μπάντα απολαμβάνει και υποστηρίζει το νέο υλικό. Ναι, τους φαντάζομαι να χαμογελούν στις ηχογραφήσεις και μετά να χαλαρώνουν με nerdy talks για τον ψυχισμό του Jamie Lannister. Τεχνικά άρτιοι, καλοπαιγμένο σπινταριστό power metal, ρυθμοί που ξεσηκώνουν και όρεξη για τραγούδι. Το rhythm section βαστάει γερά αφήνοντας περιθώρια για εξαιρετικό drumming. Μελωδίες και riffs δε θάβουν ποτέ τη στιχουργική αφήγηση και συχνά αποτελούν εργαλεία της. Δε χωράει αμφιβολία ότι η μούσα του σχήματος προκάλεσε μια καλπάζουσα όρεξη, την οποία θέλουν να την περάσουν στο κοινό.

 

Η παραγωγή είναι γυαλισμένη, χωρίς υπερβολές κακού CGI, αλλά θεωρώ ότι σ’ αυτόν τον τομέα κάτι δεν πάει καλά. Λείπει η αίσθηση των δυναμικών, λείπει η δύναμη, η οποία θα πιάσει από τα μούτρα τον ακροατή! Η λέξη φλατ είναι η πρώτη που μου έρχεται στο μυαλό. Παρόλα ταύτα, οι ακροάσεις διαδέχονται η μία την άλλη και η εντύπωση είναι πραγματικά ευχάριστη. Γουστάρω. Ναι, το άλμπουμ με έκανε να γουστάρω κάτι το οποίο είναι από μόνο του ένα επίτευγμα. Με κάνει να θυμάμαι στην πράξη γιατί μου αρέσει τόσο το μελωδικό  Euro Power Metal και μου αποδεικνύει ότι το είδος δε γερνάει, ακόμα κι αν επί της ουσίας δεν καινοτομεί. Θυμάμαι ακριβώς αυτό το συναίσθημα, όταν πρωτοάκουσα το «Winterhearts Guilt» (αν και δυστυχώς εδώ δεν άκουσα κάτι τόσο υπέροχο όσο το “The Cage”).

 

Από το ξέσπασμα του «Stargazer» (ένα από τα αγαπημένα μου τραγούδια στο άλμπουμ), διανύουμε ένα ταξίδι προς το Westeros, ταξίδι, που σε ορισμένους σταθμούς με έπεισε. Παρατήρησα με μεγάλη χαρά, ότι δεν υπάρχουν πολυλογίες, π.χ στα solos, παρά την, κατά μέσο όρο, μεγάλη διάρκεια του κάθε τραγουδιού. Στιχουργικά, πέραν κάποιων κλισέ, που δύσκολα αποφεύγει κανείς σε ένα τέτοιο εγχείρημα και με τέτοιο θέμα, τα πήγαν περίφημα. Όχι, δεν είναι επική ποίηση, δεν είναι κάποια σύγχρονη Σάγκα για το δημιούργημα του Martin, αλλά ομολογώ ότι την αισθητική την έχουν αποδώσει πολύ καλά, σε επίπεδα που φτάνουν να σε ταξιδέψουν. «Castles in the Snow», «The Faceless Hero»,  «Neverending», η λίστα των στιγμών, που προσωπικά ξεχώρισα μεγαλώνει. Οι μελωδίες τους είναι άμεσες και αποπνέουν λυρισμό, το αξιοσημείωτο, για ακόμα μια φορά, πάθος τους οδηγεί το θρήνο, την έπαρση, τα αναπάντητα ερωτήματα, την άνοδο, την πτώση, όλη δηλαδή την πολυεπίπεδη θεματολογία του A Song of Ice and Fire με πυγμή. Όχι όμως αρκετά, ώστε να καθιερωθεί, να καρφιτσωθεί στη συνείδηση των απανταχού οπαδών, παρά τις πολλές θετικές διαπιστώσεις, έρχεται η στιγμή που καταλαβαίνω ότι οι Seven Kingdoms δεν έγραψαν το αντίστοιχο «Nightfall in Middle Earth». Δε μου αρέσει να συγκρίνω, δεν υπάρχει κάποιος ελιτίστικος αυτοσκοπός, αλλά καλώς ή κακώς υπάρχουν κάποια αγγίγματα ψυχής, που εξυψώνουν τον πήχη για τους απανταχού δημιουργούς. Αν κάτι μας αρέσει, θα το αγκαλιάσουμε, δε θα κάτσουμε να ψειρίζουμε νότα-νότα για να βγάλουμε το νούμερο ένα, ξεχνώντας ότι για να υπάρξει αυτό το νούμερο ένα επιβάλλονται κι άλλοι αριθμοί, θα το αφήσουμε να μας γεμίσει εκεί που μπορεί, ξεχνώντας τους Guardian και τους κάθε Guardian. Αλλά εδώ, ξεχνώντας και την ίδια τη σύγκριση, δεν έγινε το κλικ, δεν μπήκαμε στα επτά βασίλεια, απλώς τα παρακολουθήσαμε με μια γρήγορη- αλλά καθαρή- ματιά από ψηλά. Τα είδαμε, χαμογελάσαμε με δέος αλλά δεν αγγίξαμε την ουσία τους, δεν μας έκανε με λίγα λόγια, το σύνολο των συνθέσεων, να ψάλουμε τα έπη του σήμερα, του αύριο του πάντα.

 

Τα τραγούδια ακολουθούν επ’ ακριβώς την περπατημένη power δομή, χωρίς ίχνος επιθυμίας πειραματισμού και απευθύνεται στοχευμένα αποκλειστικά σε φίλους του συγκεκριμένου ιδιώματος. Κάποιες σκόρπιες πινελιές τύπου Shadow Gallery («Στο Castles in the Snow») τόνωσαν το ενδιαφέρον μου ακόμα περισσότερο, αν και το η πίστη στο τυπικό euro power δόγμα από μόνη της αυτό δεν είναι κάτι κακό.  Το ορθόδοξο Power Metal, πάντως, έχει ως challenge την παραγωγή ύμνων. Ο εν λόγω δίσκος έχει πολύ καλά τραγούδια, αλλά δεν ξέρω αν μπορώ να μιλήσω για παρουσία ύμνου. Έχει τρομερά δουλεμένες μελωδίες και φωνητικές γραμμές, σημεία που η κιθάρα μοιρολογεί και τα ρεφρέν βγαίνουν από καρδιάς (δεν μπορώ να μην ξαναμιλήσω για το εξαιρετικό «Castles in the Snow»), αλλά μένω επιφυλακτικός. Ο χρόνος είναι σκληρός παράγοντας και το concept  και το είδος μπορούν να δημιουργήσουν τρομερές απαιτήσεις σε ορισμένες περιπτώσεις και εδώ, αν σε κάποιους ακροατές τις δημιούργησαν, δεν ξέρω αν μπορούν να τις φέρουν εις πέρας.

 

Ακόμα και στις συνθέσεις, όμως, παρά τις λυρικές και στιβαρές μελωδίες, η μπάντα δεν κατάφερε να χτυπήσει την πόρτα της κορυφής. Κάπου με ξένισαν τα φωνητικά, κάπου η χροιά της Valentine δεν έδωσε τον όγκο και το χρώμα, που θα ήθελα, πιστεύω ότι με μια φωνή, της οποίας η προσωπικότητα ( αν θέλετε χροιά ) θα έβαφε με συναισθήματα, εικόνες και ατμόσφαιρα τις συνθέσεις, ο δίσκος θα ανέβαινε πολλά σκαλιά πάνω. Η Valentne έχει εντυπωσιακή έκταση και δυναμικές, ουδέποτε αμφισβήτησα τις ικανότητές της. Αλλά, εδώ, προσωπικά μιλώντας, θα ήθελα να ακούσω κάτι άλλο. Σε σημεία μου θύμισε την Amy Lee και ενώ δεν έχω κανένα πρόβλημα με τη συγκεκριμένη φωνή, στο concept του άλμπουμ και στη συγκεκριμένη μουσικά γρήγορη φόρμα ο παραλληλισμός με ξένισε. Η παραγωγή καθιστά αδύναμες πολλές από τις προσπάθειες της μπάντας να εκραγεί και σίγουρα αυτό επηρεάζει και τα φωνητικά. Ωστόσο, προς αποφυγή παρεξηγήσεων, υπογραμμίζω ότι η παραγωγή και τα φωνητικά δεν είναι το μόνο σημείο αδυναμίας, υπάρχουν και ορισμένες από τις συνθέσεις, που δεν έχουν καταφέρει να διεκδικήσουν κορυφές. Απολαμβάνω τρομερά το ομότιτλο των Lordian Guard κι ας θεωρώ ότι τα φωνητικά και η παραγωγή είναι πολύ αδύναμα και το ίδιο ισχύει και με τον τελευταίο δίσκο των Warlord (χωρίς να μιλάω για παραγωγή), τον θεωρώ φανταστικό κι ας υστερεί κατ’ εμέ στο φωνητικό μέρος.

 

Το «Decennium» έχει ενέργεια, πολύ καλές δημιουργικές στιγμές, μεράκι, πάθος και ακούγεται πολύ ευχάριστα. Μάλιστα, ξέρω από τις πρώτες φορές, που έπαιξε στα ηχεία μου, ότι δεν υπάρχει περίπτωση να μην παίξω ξανά και ξανά ορισμένα τραγούδια. Αλλά από την άλλη, οι αδυναμίες υπάρχουν και δεν ωφελεί κανέναν να εθελοτυφλούμε. Δεν έχω καμία εμμονή με την κορυφή, αλλά, όταν κρίνεται ένα δημιούργημα ενός μουσικού κόσμου αριστουργημάτων, δεν υπάρχει λόγος ελαστικότητας. Εφόσον υπάρχει ένα δυνατό υπόβαθρο, απαιτείται πολύ δουλειά και σίγουρα, αν φυσικά θέλουν να γραπώσουν την αισθητική έργων φαντασίας, την ένταξη επιπλέον στοιχείων, μια folk-ίζουσα πινελιά, παραδείγματος χάριν. Το λέω ανοιχτά: Μου έλειψε ένα απαλό τραγούδι, ένα σκαλδικό ξόρκι. Κι ας το πουν κάποιοι μπαλάντα, εγώ δεν έχω πρόβλημα. Στην ατμόσφαιρα των επικών αυτών κόσμων, δεν κυριαρχούσαν μόνο τα τύμπανα πολέμου, αντίθετα, το ηχόχρωμα των βάρδων ήταν αυτό που συνέθετε τα έπη των αθάνατων ηρώων.

 

Εν ολίγοις, μιλάμε για έναν πάρα πολύ καλό δίσκο, για όσους ακολουθούν το είδος, που, ίσως, όπως οι ίδιοι οι Seven Kingdoms, ως λάτρεις των φανταστικών ταξιδιών, να τον είχαμε κι εμείς ανάγκη. Όμως, αφενός δε θα γίνει το soundtrack του «A Song of Ice and Fire» και αφετέρου κινδυνεύει  να χαθεί στην υπέρμετρη ποσότητα αντίστοιχου βεληνεκούς κυκλοφοριών και αρτιότατων/ερων έργων-κοσμημάτων, που στέκουν εδραιωμένα  στο κάστρο του λυρικού metal. Εύχομαι ο σκληρός χρόνος, να δείξει ότι η βαθμολογία έπρεπε να είναι υψηλότερη και όχι το αντίθετο.


Βαθμολογία: 70/100

 

Για το RockOverdose

Θοδωρής Καλουδιώτης

 

 

 

 

 

 

 


Comments