Συντάκτης: Τρύφων Σεραφειμίδης
Εν έτει 2020, το λεγόμενο Nu Metal δεν είναι και τόσο νέο. Έχει πλέον μετουσιωθεί σε μια σφαιρική δομή του μεταλλικού κόσμου. Ποιος δε θυμάται τις διαφωνίες, τις κουβέντες για το τί εστί αυτό το παρακλάδι, από που προέρχεται, αν είναι ή μπορεί να συγκαταλέγεται στο σκληρό ήχο και άλλα τόσα; Μεγαλώνοντας, ωριμάζοντας ή απλά εμβαθύνοντας τις ανωριμότητες της νεότερης ηλικίας, που “όλα τα ήξερα και είχα κατασταλαγμένη άποψη”, αρχίζει και παίζει στο κεφάλι σου το μουσικό όλον. Αισθητική, ματιά, σκέψη έχουν πλέον πάρει άλλη μορφή. Πράγματα που δε γούσταρες, τώρα έχεις την διάθεση να τους δώσεις χώρο, δομή και ίσως και υπόσταση.
Ο νέος δίσκος των Sevendust είναι όλα τα παραπάνω, ίσως όμως και τίποτα. Μια μουσική πρόταση, στα πρότυπα τα δικά τους. Ως εκεί έχουμε μια δεκτικότητα, που πατά πάνω στο δικαίωμα της άποψης και της αισθητικής τους. Ωστόσο, εμβαθύνοντας στη μουσική κάψουλα, αυτή καθ’ αυτή, αφουγκράζομαι μουσικάρες. Παραγωγή αψεγάδιαστη. Θα μου πεις, ότι αυτό στερεί την αυθεντικότητα του αναλογικού στούντιο κτλ. Δεν τρέχει τίποτα, αυτό θέλουν να εκφράσουν, και έτσι ακριβώς το εκφράζουν. Όταν κάτι το πραγματοποιείς με βάση τα θέλω σου και σε μεγάλο βαθμό τα εκπληρώνεις, τότε κάτι ωραίο γεννιέται. Και αυτό το περνάς και προς άλλους, γύρω σου. Στην προκειμένη περίπτωση, η μπάντα ακούγεται να διακατέχεται από θάρρος έκφρασης και αυτοπεποίθηση.
Ο δίσκος, ευχάριστος, βαρύς και με λαβυρίνθους. Όπως πρέπει, για την όποια μορφή τέχνης διαλέξει κάποιος να αλληλοεπιδράσει. Μια τραγουδοποιία αρκούντως μεστή, με αρχή, μέση και τέλος. Έχει κάτι να πει. Μια φωνή που απαγγέλει στίχους εσωτερικούς. Μια οργανοπαιξία ώριμη, συμπαγής και σχεδόν άριστη. Ο ήχος γίνεται οικείος με τις συνεχείς ακροάσεις, το συναίσθημα δεν είναι απόν από το αποτέλεσμα και στο τέλος του δίσκου έχεις βυθιστεί σε σκέψεις, νότες και στακάτα riff.
Σε αυτό το σημείο, πρέπει να ομολογήσω το εξής: Ο τραγουδιστής Lajon Witherspoon μου θυμίζει πολύ τον μεγάλο Chris Cornell. Τα “σπασίματα”’ στις νότες, η διάδραση με την μουσική, η έκφραση είναι πολύ κοντά σε αυτό που άκουγα από Cornell. Ίσως τελικά και η επιλογή της μπάντας, που κάνει αναφορά στους Soundgarden να μην είναι καθόλου τυχαία. Συγκεκριμένα, το 13ο τραγούδι του "Blood & Stone", είναι μια διασκευή στους παραπάνω, και συγκεκριμένα από το άλμπουμ του 1994, ‘’Superunknown’’.
Ο δίσκος είναι δυνατός. Γεμίζει τις μουσικές ώρες…
Βαθμολογία: 75/100
Για το Rock Οverdose,
Τρύφων Σεραφειμίδης