Συντάκτης: Άγγελος Χατζηγιάννης
Η πρώτη solo δουλειά της Ολλανδής «σειρήνας» δημιουργεί άλλον έναν λόγο να τη θαυμάσουμε και αρκετούς ακόμα για να συζητάμε γι’ αυτήν.
Τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε μία ύφεση στα γνώριμα νερά του symphonic/gothic metal, καθώς τιτάνες του είδους όπως οι Nightwish και οι Evanescence δισκογραφούν αραιά, ενώ άλλοι ισχυροί όπως οι Within Temptation και οι Epica, που μας προσφέρουν νέες δουλειές ανά τακτά χρονικά διαστήματα κινούνται -αδίκως- κάτω από το ραντάρ. Για να καλυφθεί λοιπόν αυτό το κενό στο κύριο κύμα του symphonic χώρου, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται ένα μοτίβο, το οποίο θέλει τις «ντίβες» του είδους να κυκλοφορούν κάποιο σόλο project για να γεμίσουν τα κενά μεταξύ των κυκλοφοριών των βασικών σχημάτων τους, τα οποία κατά κύριο λόγο αφήνουν θετικές εντυπώσεις.
Μετά λοιπόν από project όπως οι Dark Element, οι Allen/Olzon και οι Dark Side Of The Moon, αλλά και σόλο δισκογραφικές συνεισφορές ερμηνευτριών όπως η Floor Jansen, η -λατρεμένη- Anneke Van Giersbergen και η Charlotte Wessels, ήταν σειρά της υπέροχης Simone Simons να μας δώσει ένα άλμπουμ έξω από το καλούπι των Epica, το οποίο εξερευνά νέα καλλιτεχνικά μονοπάτια για τη 40χρονη Ολλανδή.
Μάλιστα, όταν ανακοινώθηκε ότι ο δίσκος θα κυκλοφορήσει σε συνεργασία με τον επίσης Ολλανδό μαέστρο του metal χώρου -και προσωπική μου μουσική καψούρα-, τον ανεπανάληπτο Arjen Anthony Lucassen, προμήνυε μια εύκολη και πανηγυρική νίκη από τα αποδυτήρια. Επειδή όμως μου αρέσει να είμαι πάντοτε αντικειμενικός σε οτιδήποτε κάνω στη ζωή μου, η παρούσα κριτική θα είναι μία κανονική ανάλυση του δίσκου, κι όχι ένα πλέξιμο του εγκωμίου για τον αγαπημένο μου μουσικό καλλιτέχνη και μία από τις αγαπημένες μου φωνές στο metal.
Ας μιλήσουμε για το "Vermillion" λοιπόν. Δέκα συνθέσεις με συνολική διάρκεια κάτω από 45 λεπτά, στις οποίες αναδεικνύονται ΟΛΕΣ οι φωνητικές αρετές της Simone, είτε μιλάμε για συμφωνικά χιτάκια, είτε για γοτθικές εξάρσεις, είτε για μελαγχολικές μπαλάντες. Πλάι της, ένας αειθαλής και αεικίνητος Arjen Lucassen, για ακόμα μια φορά στο ρόλο του σύνθετη, του στιχουργού, του multi-instrumentalist αλλά και του παραγωγού, να κάνει προφανές το γιατί μεγαλεπήβολα project του όπως οι Ayreon -εδώ προσκυνάμε- είχαν, έχουν και θα έχουν τεράστια επιτυχία στις τάξεις των μεταλλόφιλων σε όλη την υφήλιο.
Ας σταθούμε όμως σε μερικές ενδεικτικές στιγμές του δίσκου: το εναρκτήριο "Aeterna", το οποίο μοιάζει σαν να βρισκόταν στο ντουλάπι του Arjen από το 2017 και το "The Source" των Ayreon, είναι ένας δυναμίτης σε συμφωνική μορφή, με μια Simone να βρίσκεται σε τρομακτική φόρμα, και τον Arjen να παραδίδει τα γνωστά του μαθήματα στο songwriting. Το highlight του δίσκου "From Cradle To The Grave", το οποίο έχει όχι μία, αλλά δύο αγγελικές φωνές να "μάχονται" για το ποια θα κλέψει περισσότερο την παράσταση, καθώς η Alyssa White-Gluz των Arch Enemy έρχεται να βάλει δύσκολα στη Simons με τα απίθανα φωνητικά της, ενώ το υπόλοιπο κομμάτι ξεχύνεται σαν υγρό πυρ στα αυτιά του ακροατή.
Φυσικά όμως, υπάρχουν και πιο μελωδικές στιγμές, στις οποίες η Ολλανδέζα σοπράνο έχει αποδείξει επανειλημμένως πως βρίσκεται στο στοιχείο της. Ξεκινώντας από το -προσωπικό μου αγαπημένο- "Fight Or Flight", στο οποίο αναβιώνεται άτυπα ένα από τα αγαπημένα μου project του ιπτάμενου Ολλανδού, οι Ambeon. Μόνο που αντί για την ταλαντούχα Astrid Van Der Veen, αυτή τη φορά έχουμε την υπέροχη Simone Simons να ερμηνεύει μια ατμοσφαιρική, σχεδόν ψυχεδελική μπαλάντα, με αιθέρια φωνητικά και ambient ηχοχρώματα. Ομοίως και στα "Vermillion Dreams" και "Dark Night Of The Soul", όπου τα γλυκά φωνητικά σε ταξιδεύουν σε άλλα μέρη, ενδεικτικό του πόσο γαλήνια μπορεί να αποδειχθεί η μουσική στις κατάλληλες περιπτώσεις.
Από εκεί και πέρα όμως, οφείλουμε να τονίσουμε κάποια ψεγάδια στο "Vermillion", τα οποία δυστυχώς είναι εμφανή καθ' όλη τη διάρκειά του. Ξεκινώντας από τη δομή του δίσκου, η οποία είναι καταφανέστατο πως πρόκειται για ακόμα ένα project του Arjen Lucassen, πράγμα που προφανώς δεν ειναι κακό, ωστόσο αφαιρεί τρόπο τινά αρκετή από την αίγλη της Simons, η οποία καταλήγει να λειτουργεί σαν μία από τις εκλεκτές καλεσμένες του Arjen, σε έναν δίσκο ο οποίος φέρει το όνομα της στο εξώφυλλο.
Επιπλέον, πολλές από τις συνθέσεις του "Vermillion" αδυνατούν να προσφέρουν κάτι καινούριο στον ακροατή, καθώς κινούνται στο μήκος κύματος που εκπέμπουν οι Ayreon και οι Epica, απλά χωρίς να φέρουν την "ταμπέλα" αυτών των καλλιτεχνών. Ως συνέπεια των παραπάνω λοιπόν, ορισμένες από τις συνθέσεις του άλμπουμ "χάνονται" ή περνούν απαρατήρητες, κι αυτό επειδή τυχαίνει να ομοιάζουν σε κάποια παλαιότερο τραγούδι των προαναφερθέντων, το οποίο λόγω του νοσταλγικού παράγοντα κερδίζει 9 φορές στις 10.
Σε τελική ανάλυση, το solo ντεμπούτο της Simone Simons είναι ένα άλμπουμ ενδεικτικό του απαράμιλλου ερμηνευτικού της ταλέντου. Υπάρχουν ορισμένες φανταστικές στιγμές που είναι σίγουρο πως θα ενθουσιάσουν τους λάτρεις του είδους, και στο σύνολό του πρόκειται για έναν συμπαγή και καλογραμμένο δίσκο - in Arjen we trust. Από εκεί και πέρα ωστόσο, εάν κάποιος ψάξει για μια νέα καλλιτεχνική προσέγγιση στην καριέρα της Ολλανδέζας σοπράνο είναι σίγουρο πως δε θα ικανοποιηθεί από την πεπατημένη οδό, που επέλεξε να ακολουθήσει εδώ.
Το "Vermillion" οφείλει να προσεγγιστεί ακριβώς όπως η ίδια η καλλιτέχνης επέλεξε να το διαμορφώσει: σαν έναν συνδετικό κρίκο μεταξύ της κυρίας πορείας της με τους Epica και των επαναλαμβανόμενων guest της στους Ayreon, κάτι σαν τον πνευματικό διάδοχο του "The Alchemy Project EP" δηλαδή. Και παρόλο που δε συμφωνώ με αυτήν την προσέγγιση, δε μπορώ να μην παραδεχτώ την εκτέλεση. Στο κάτω κάτω, ένα άλμπουμ που φέρει την υπογραφή της Simone Simons και του Arjen Lucassen θα είναι -στη χειρότερη των περιπτώσεων- πολύ καλό ό,τι και να περιέχει μέσα κι αυτό είναι δεδομένο.
Βαθμολογία: 71/100
Για το Rock Overdose,
Άγγελος Χατζηγιάννης