SOULBURN – “Earthless Pagan Spirit”

Ημερομηνία δημοσίευσης: 8 Δεκεμβρίου

soulburn-earthless-pagan-spirit

 

Ποιος θα το περίμενε… Οι ξεχασμένοι Soulburn ξανά ενεργοί και μάλιστα με νέο δίσκο μετά από 2 χρόνια και το ''Τhe Suffocating Darkness''. Για όσους δεν γνωρίζετε την ιστορία, μία αναδρομή δεν κάνει κακό. Κάπου στο σωτήριο έτος 1996 και όταν το μέλλον των Asphyx ήταν αβέβαιο μετά την κυκλοφορία του ''Embrace The Death'', οι τότε εναπομείναντες Wannes Gubbels (μπάσο/φωνητικά), Eric Daniels (κιθάρες) και Bob Bagchus (τύμπανα) σχημάτισαν τους Soulburn. Το 1998 κυκλοφόρησαν το φοβερό ντεμπούτο ''Feeding The Angels'', που για τα επόμενα 16 χρόνια έμελλε να είναι και το μοναδικό τους άλμπουμ, καθώς στην πορεία το ''On The Wings Of Inferno'' του 2000 βγήκε ξανά ως Asphyx δίσκος. Τα χρόνια πέρασαν και μόλις ο Bagchus άφησε τους Asphyx ξανά μετά την κυκλοφορία του ''Deathhammer'' το 2012, αποφάσισε μαζί με τον Daniels να αναστήσουν τους Soulburn. Συνοδοιπόροι τους συνεχίζουν να είναι από τότε μέχρι σήμερα οι Twan Van Geel σε μπάσο και φωνητικά και Remco Kreft στις κιθάρες.

 

Το νέο άλμπουμ ''Earthless Pagan Spirit'' συνεχίζει από εκεί που σταμάτησε ο προκάτοχος του αλλά ακούγεται πιο συγκεντρωμένο και καλύτερο, φρεσκότερο, ουσιώδες και εύστοχα δουλεμένο. Ίσως ο προηγούμενος δίσκος να έχανε και στη σύγκριση με το ντεμπούτο τους, που κακά τα ψέματα μπορεί να μην ήταν κάτι πρωτοποριακό για το είδος, αλλά η τιμιότητα του και οι καλές προθέσεις του τότε τρίου το κάνανε να ηχεί σαν το χαμένο Asphyx άλμπουμ της περιόδου 1996-2000 που οι τεράστιοι Ολλανδοί ήταν τυπικά στον πάγο.

 

Κι ενώ το ντεμπούτο ήταν πιο κοντά στο Death Metal, τα 2 τελευταία άλμπουμ των Δυτικοευρωπαίων φίλων μας διακατέχονται από μία πιο μαυρομεταλλική αισθητική με το doom στοιχείο να είναι ακόμα πιο έντονο, ενώ σε καμία περίπτωση δεν ξεχνούν να τιμούν και να παραπέμπουν στα μεγαθήρια που ακούνε στα ονόματα Bathory και Celtic Frost. Αυτό είναι φανερότατο από το πρώτο σκάσιμο του riff στο ''When Splendid Corpses Are Towering Towards The Sun'' (φοβερός τίτλος αν μη τι άλλο), όπου η έννοια old school παίρνει σάρκα και οστά με τον απλούστερο τρόπο.

 

Δεν θα εκπλαγώ αν το αποτέλεσμα σας ακουστεί ως κάτι που δε βγήκε στα τέλη του '16 αλλά κάπου μεταξύ '86-'96, συνθέσεις οι οποίες ξεκάθαρα στηρίζονται στις κιθάρες και τα άλλοτε γρήγορα κι άλλοτε mid-tempo riffs από τους Daniels/Creft κρατάνε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στα περίπου 50' που διαρκεί ο δίσκος, με τον Bagchus να ακολουθεί κατά πόδας με στιβαρό και άχαστο κοπάνημα, χωρίς να χρειάζεται να μπλαστάρει για να ακουστεί ακραίος, και τον Van Geel να μη διαθέτει μεν το λαρύγγι του Gubbels αλλά από την άλλη, να αποτελεί συν για το συγκρότημα με τη βιτριολική φωνή του που ντύνει τα 8 κομμάτια του δίσκου (9 αν πάρετε τη μπόνους έκδοση με το πολύ καλό ''Τhe Last Monument Of God'').

 

Το μοτίβο των αλλαγών από λίγο πιo γρήγορες σε λίγο πιo αργές ίσως σας ακουστεί μονότονο αν δεν είστε και μεγάλοι λάτρεις της παλιάς σκηνής της ηπείρου μας, από την άλλη οι τέσσερεις βετεράνοι θέλουν να πετύχουν αυτό ακριβώς που περιγράφουμε πιo πάνω. Δεν τους νοιάζει καν αν έχουμε 2016, η καρδιά τους βρίσκεται κάπου στις αρχές των '90s το πολύ και οι επιρροές τους οδηγούν σε κομμάτια που εξυπηρετούν τα βασικά της ακραίας μουσικής. Κομμάτια όπως τα ''The Blood Ascendant'', ''As Cold As Heavens Slain'', ''Withering Nights'' και ''The Torch'' (ειδικά αυτό) θα σας πείσουν πολύ εύκολα ότι τα παλικάρια είναι χρόνια στο κουρμπέτι και δε χρειάζονται κατευθύνσεις στο πως να παίξουν και το πως μπορούν να παράγουν μία πνιγηρή ατμόσφαιρα σε όλα τα κομμάτια.

 

Το μαυρομεταλλικό πρίσμα που ντύνει το background σε φωνητικά και ενίοτε στις κιθάρες, ενισχύεται σε όγκο με τα υπέροχα αργά περάσματα ακόμα και στα προαναφερθέντα κομμάτια που είναι πιό γρήγορα από το γενικό σύνολο, κάνοντας το δίσκο να κυλάει όμορφα, παρά την ως επί το πλείστον μεγάλη διάρκεια τους (παίζουν από 5 ως 7 λεπτά διάρκεια). Οι επαναλήψεις των θεμάτων μπορεί και να σας βγάλουν αισθητική Bolt Thrower στα αργά σημεία με τα riffs να ακολουθούν αλλεπάλληλα (όχι βέβαια τόσο σούπερ όπως το κάνανε οι Βρετανοί ήρωες) το ένα το άλλο.

 

Οι συνεχείς αναφορές στα ίδια riffs όμως μπορεί να κουράσουν αντίστοιχα κάποιους που θέλουν περισσότερη ουσία στις συνθέσεις ή και περισσότερη μουσικότητα μέσα σ' αυτά. Αν ναι, τότε σίγουρα αυτό το άλμπουμ πρέπει να το προσπεράσετε, η λογική του είναι η απλούστερη δυνατή χωρίς χώρο για επίδειξη ικανοτήτων και προσπάθεια να ακουστούν ως οι νέοι πρωτομάστορες. Παρά τα στοιχεία που αναφέρουμε πιο πάνω, το τελικό αποτέλεσμα βγάζει περισσότερο το death metal χαρακτήρα του συγκροτήματος, χωρίς να παραβλέπουμε τα πιο αργά και εθιστικά στο κοπάνημα ''Howling At The Heart Of Death'' και ''Spirited Asunder'' (το οποίο είναι και το μεγαλύτερο κομμάτι του δίσκου ξεπερνώντας τα 7'). Ίσως ο δίσκος να μπορούσε να κλείνει καλύτερα, καθώς το βαρύ riff του ''Diary Of A Reaper'' δεν υποστηρίζεται καθόλου από την κοπέλα που κάνει απλά spoken φωνητικά. Να τραγουδούσε ή έστω να έψελνε θα ήταν πολύ καλύτερο, θα έδινε άλλη νότα στο δίσκο και ίσως να ανέβαζε και το σύνολο, για κλείσιμο σίγουρα ο μέσος κάφρος θα ήθελε κάτι καλύτερο (με δεδομένο ότι η κριτική γίνεται χωρίς να υπολογίζεται το έξτρα κομμάτι που όπως προείπα, είναι πολύ καλό). Θετικό είναι ότι τουλάχιστον είναι αρκετά μικρότερο σε διάρκεια και δεν πολυκουράζει αλλά ότι ακούγεται λίγο άκυρο, δε μπορώ να το παραβλέψω.

 

Οι Soulburn κατά την προσωπική μου άποψη κάνανε φιλότιμη προσπάθεια. Δεν ξέρω αν μπορώ να χαρακτηρίσω το άλμπουμ ενδιαφέρον ως σύνολο λόγω της σχετικά απλής δομής και λογικής σύμφωνα με την οποία κυκλοφόρησε. Είναι όμως σίγουρα τίμιο και αρκετά καλύτερο από τον προκάτοχο του, εισάγουν κάποια μικρά νέα στοιχεία κυρίως στο υπόβαθρο των συνθέσεων και χωρίς να ανακαλύπτουν τον τροχό, καταφέρνουν όχι μόνο να μην ξεφτιλιστούν (καθώς διαθέτουν και κάποιο όνομα όλοι τους στο χώρο), αλλά να παράγουν κάτι ατόφιο και ακατέργαστο που μπορεί να ακούγεται απλό κι εύκολο στη δημιουργία, αλλά για να βγάλεις και τέτοιο ήχο, πρέπει να την κατέχεις τη φάση καλά και να την έχεις ζήσει κι από μέσα. Καθαρά για λόγους αναμνήσεων κι επειδή γενικά λατρεύω την παλιά σκηνή της Ευρώπης, το άλμπουμ κατάφερε να με κερδίσει με την πρώτη, μη φανταστείτε ότι πιάνει και τα μεγαλεία των Asphyx βέβαια ή του ντεμπούτου τους του '98, αλλά από την άλλη νομίζω ότι θα το ακούσω πολλές φορές ακόμα στα χρόνια που θα έρθουν. Γουστάρω όπως και να 'χει να υπάρχουν μπάντες εκεί έξω που ξέρω τι θα ακούσω και που είναι τίμιες στις προθέσεις τους, ειδικά αν καταφέρνουν κι επιβιώνουν μετά από τόσα χρόνια και η όλη κατάσταση στη μουσική βιομηχανία τους ωθεί να είναι δημιουργικοί, στηρίζω τέτοιες νοοτροπίες μέχρι τέλους. Αν το ντεμπούτο είναι γύρω στο 85% λόγω της τότε κεκτημένης ταχύτητας, αυτό στέκεται αξιοπρεπέστατα για τις ανάγκες του είδους και της κληρονομίας των μελών τους!


Βαθμολογία: 77/100

 

Για το Rock Overdose,

Δημήτρης Αλόρας

 

 

 

 

 

 

 

 


 

Comments