STEVEN WILSON – “To The Bone”

Ημερομηνία δημοσίευσης: 7 Αυγούστου 2017

 

Όταν είσαι οπαδός και ακολουθείς πιστά μέχρι και τις απλές συμμετοχές ενός μουσικού, περισσότερο σε πονάει το μέτριο επίπεδο μιας δουλειάς του, παρά η ενασχόλησή του με μουσικές με τις οποίες δεν ταιριάζουν τα γούστα σου. Πόσο μάλλον στην περίπτωση του μίδα Steven Wilson, που με ότι έχει καταπιαστεί επιτυγχάνει τα μέγιστα δυνατά καλύτερα αποτελέσματα. Ρωτήστε για παράδειγμα στο Ισραήλ από πού τον έμαθαν πολύ καλά. Θα πάθετε πλάκα όταν μάθετε ότι εκεί η φήμη του απογειώθηκε λόγω των Blackfield.

 

 

Το θέμα είναι, όμως, πως ακόμα και στην περίπτωση των light, ή pop/rock αν προτιμάτε Blackfield, ακόμα κι εκεί που δεν είχε πάντα τον πρώτο λόγο, η παρουσία του ενέπνεε ένα επίπεδο, ένα βάθος, ένα κύρος αν προτιμάτε. Πόσο μάλλον στις πιο μεγαλειώδεις δουλειές του με τους Porcupine Tree ή τις solo δουλειές του, με τις οποίες παραμιλούσε το prog rock σύμπαν. Επιστρέφοντας λοιπόν στο κυρίως θέμα, τις solo δουλειές του, να σταθούμε λίγο στο τελευταίο του άλμπουμ, το "Hand.Cannot.Erase.". Σε αυτό ο Steven μας έστειλε ένα προειδοποιητικό μήνυμα, πως τα ακούσματά του πλέον διαφοροποιήθηκαν από το progressove rock που χρησιμοποίησε στους δύο προηγούμενους δίσκους, καθώς και ο ίδιος έχει παραδεχτεί πως οι solo δίσκοι του επηρεάζονται πολύ από τα εκάστοτε ακούσματά του. Η progressive pop κατεύθυνση που είχε ξεκινήσει να ακολουθεί το "Hand.Cannot.Erase" παραξένεψε πολύ κόσμο, και υποψίασε ακόμα περισσότερους, πως στο επόμενο θα υπάρχει ολοκληρωτική κυριαρχία του συγκεκριμένου ήχου και εξαφάνιση του progressive rock.

 

 

Αυτές οι υποψίες επιβεβαιώθηκαν με το δελτίο τύπου που έβγαλε ο ίδιος τον Μάιο, ανακοινώνοντας την κυκλοφορία του καινούργιου του άλμπουμ, και αναφέροντας ονομαστικά τις επιρροές του, στις οποίες περιλαμβάνονται το "So" του Peter Gabriel, το "Hounds Of Love" της Kate Bush, το "Colour Of Spring" των Talk Talk, και το "Seeds Of Love" των Tears For Fears. Και, όπως είναι φυσικό, με τις ικανότητες που διαθέτει αυτός ο άνθρωπος, κατάφερε να φτιάξει ένα άλμπουμ με παρόμοια μουσικά στάνταρ. Το πρόβλημα είναι πως αυτά τα μουσικά στάνταρ απέχουν έτη φωτός από πολλά άτομα που τον ακολουθούν κυρίως λόγω των Porcupine Tree. Το DNA του δίσκου είναι ξεκάθαρα pop, αλλά μέσα από το πρίσμα ενός απλοϊκού, εδώ, rock (σε σύγκριση με τους 3 προηγούμενους solo δίσκους).

 

 

Το θέμα είναι πως, σε αντίθεση με τους Blackfield, αφενός λείπουν οι μελωδίες που απαιτεί ένας pop δίσκος για να είναι ευκολομνημόνευτος, για να μη μιλήσω για τις τεράστιες ενίοτε διάρκειες των τραγουδιών, στις οποίες επιδίδεται πολύ λίγο στις prog rock ελεγείες, αφετέρου αποτελεί το πιο ρηχό, άψυχο και άνευρο άκουσμα που έχει δημιουργήσει μέχρι τώρα αυτός ο άνθρωπος. Εξαίρεση, και μάλιστα δυσάρεστη, είναι το κομμάτι "Permanating", το οποίο ο ίδιος το χαρακτηρίζει ως τον ήχο που θα έπρεπε να έχουν οι Abba και οι Electric Light Orchestra αν είχαν για παραγωγούς τους Daft Punk. Από το ξεκίνημα του τραγουδιού επιβεβαιώνεται πανηγυρικά αυτός ο ισχυρισμός, μόνο που δεν είναι κάτι για το οποίο αξίζει να περηφανεύεται κάποιος που έχει βγάλει ένα "Signify", ένα "In Absentia", ένα "The Raven That Refused To Sing", ακόμα κι ένα "Schoolyard Ghosts" (με τους No-Man ντε). Το τελευταίο που θα πίστευε κάποιος όταν ακούσει αυτήν την ψεύτικη κατασκευή με υποδομές και προοπτικές fast-food, είναι πως αυτό προέρχεται από τον συγκεκριμένο άνθρωπο. Ακόμα και ανάμεσα σε αυτόν τον υποφερτό συνδυασμό του progressive pop, αυτό το κομμάτι ακούγεται τόσο παράταιρο και άκαιρο.

 

 

Γενικότερα όμως, ένα πολύ βασικό και σημαντικό λάθος όμως που συμβαίνει σε αυτόν το δίσκο, είναι η διατήρηση των βασικών ανθρώπων από τις μέχρι τώρα solo δουλειές του Steven. Σύμφωνοι, αυτούς ξέρει, αυτούς εμπιστεύεται. Και επειδή ίσως ακούγεται ηλίθιο αυτό που είπα, να εξηγηθώ αναλυτικά, καθώς πρόκειται για άτομα όπως οι Nick Beggs, David Kollar, Jeremy Stacey και Adam Holzman. Μιλάμε δηλαδή για άτομα, των οποίων οι μουσικές, κατά πλειοψηφία, αφού πολλοί από αυτούς έχουν και άπειρες φιλικές συμμετοχές σε διάφορα σχήματα,  είναι απαιτητικές, ιδιαίτερες και δυσκολοχώνευτες, και σε καμία περίπτωση απλοϊκές και εύπεπτες, όπως γίνεται εδώ. Και είναι εμφανές πως αυτοί οι άνθρωποι εδώ βρίσκονται εντελώς έξω από τα νερά τους, κάτι που επηρεάζει εμφανέστατα το δίσκο, αφού δεν έχουν την τεχνογνωσία και την απαραίτητη γνώση στο είδος για να τον βοηθήσουν επαρκώς και σωστά. Πάρτε για παράδειγμα το "The Raven That Refused To Sing", εκεί όλο το προσωπικό (το οποίο είναι σχεδόν ίδιο και με εδώ) μεγαλουργούσε και έλαμπε με τη δουλειά του, τις ενορχηστρώσεις του, και τη βοήθεια στις λεπτομέρειες και στο τεχνικό κομμάτι. Εδώ μοιάζουν εγκλωβισμένοι, παγιδευμένοι και παράταιροι σε έναν ήχο που δεν τους ταιριάζει καθόλου. Κι αυτός είναι ένας ακόμα λόγος που αυτός ο δίσκος αποτυγχάνει να προσφέρει αυτά που θέλει ο δημιουργός του.

 

 

Δέχομαι πως ο Wilson θέλησε να πειραματιστεί με διαφορετικές μουσικές. Είναι κάτι που το κάνει πολύ συχνά τα τελευταία χρόνια, και όχι μόνο στα solo άλμπουμ του. Το λάθος του είναι πως δεν το έκανε σωστά και μελετημένα, με αποτέλεσμα να έχουμε ένα δίσκο που πιθανόν να ξεχαστεί πολύ γρήγορα από τη μνήμη των οπαδών του. Δεν πρόκειται να κατοχυρωθεί σα λάθος κίνηση, γιατί μουσικά ο δίσκος δεν είναι καθόλου κακός. Απλά είναι άνισος, αδιάφορος, ρηχός και επιφανειακός, με αυτό το "Permanating" να στοιχειώνει τους χειρότερους εφιάλτες κάθε prog rock οπαδού. Υπάρχουν και στιγμές που φέρνουν στο πρόσφατο prog rock ή και Porcupine Tree παρελθόν, αλλά ένα "Refuge" και ένα "Detonation" δε φέρνουν την άνοιξη και δε σώζουν την κατάσταση. Και εννοείται πως αυτός ο δίσκος απευθύνεται σε πολύ συγκεκριμένο ακροατήριο, το οποίο διαφέρει εντελώς από τους πιστούς ακόλουθους και οπαδούς του Steven Wilson. Βέβαια, χωρίς να είμαι κανένας ειδικός στο συγκεκριμένο είδος μουσικής του δίσκου, πιστεύω πως είναι μέτριος ακόμα και για το είδος του, και ακόμα και οι φανατικοί οπαδοί του συγκεκριμένου είδους θα προσπεράσουν σφυρίζοντας αδιάφορα. Και για να ελαφρύνω λίγο το κλίμα, θα κλείσω με μια χιουμοριστική παρομοίωση: από εκεί που τόσα χρόνια μας είχε συνηθίσει στο χαβιάρι και το φουα-γκρα, μας το γύρισε στη φασολάδα...


Βαθμολογία: 58/100

 

Για το Rock Overdose,

Σταύρος Πισσάνος

 


 

Progressives finest (?)

 

Steven Wilson. Ένα όνομα που έχει συνδεθεί με τον προοδευτικό ήχο με τη δουλειά του στους Porcupine Tree, τους Blackfield, τη συνεργασία του με τον Mikael Akerfeldt στους Storm Corrosion, και τη σόλο δουλειά του. Ένας ιδιόρρυθμος καλλιτέχνης με την πλήρη σημασία της λέξης που έχει χαρίσει πολλές όμορφες μελωδίες στους λάτρεις του progressive rock και progressive metal. Φέτος, ο Wilson μας παρουσιάζει την πέμπτη full length δουλειά του, με τίτλο “To the Bone”.

 

 

Ο δίσκος ανοίγει με το ομότιτλο κομμάτι. Από τις πρώτες νότες, ο δίσκος φαίνεται δροσιστικός (κάτι που χρειαζόμαστε με αυτές τις θερμοκρασίες). Το κομμάτι αυτό δε θα με πείραζε να το ακούσω σε ραδιοφωνικό σταθμό. Ιδιαίτερα πιασάρικο ρεφραίν και 70s rock αίσθηση το κάνουν ένα πολύ ευχάριστο άκουσμα. Το album αυτό σε έναν βαθμό συνεχίζει τον πειραματισμό του “Hand.Cannot.Erase.”. Όμως πάσχει σε κάποια σημεία. Παράδειγμα, οι πρίμες νότες στα φωνητικά του “The Same Asylum as Before”. Ή το Abba-δικό “Permanating”, το οποίο έγραψε σαν φόρο τιμής στο συγκρότημα. Χωρίς να είναι κακό αυτό το κομμάτι, τοποθετήθηκε δίπλα στο “Refuge”, που είναι μια ξεκάθαρη “return to the roots” στιγμή και συνεπώς, δεν μπορεί να σταθεί, παρά μόνο αν θεωρηθεί ως bonus track. Δυστυχώς, ταυτόχρονα διαλύει και την ατμόσφαιρα του δίσκου που έχει χτιστεί μέχρι εκείνη τη στιγμή.

 

 

Το τρίτο πρόβλημα του δίσκου παρατηρείται όταν πέφτουν οι ταχύτητες. Τότε χάνεται σε έναν βαθμό το ενδιαφέρον του δίσκου, καθώς δεν μπόρεσαν να με κρατήσουν προσηλωμένο στο δίσκο. Όταν, από την άλλη, το tempo ανεβαίνει, έχεις στιγμές που ξεπήδηξαν από κασέτες κλασσικής pop των 80s (η καλή ποπ, δηλαδή) με ψήγματα disco και blues rock. Ειδικότερα, στο τέλος του “Detonation” ο Wilson συνδυάζει αυτά τα δύο είδη, δημιουργώντας ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον αποτέλεσμα.

 

 

Παρά τα προβλήματά του, δεν είναι ένα κακό album. Έχει πάρα πολύ ωραία σημεία σε όλα τα κομμάτια του αν και η αλήθεια είναι πως κυρίως στα αργόσυρτα μέρη κουράζει λίγο. Ίσως ο Wilson έκανε μία βιαστική κυκλοφορία φέτος και δεν εκτίμησε σωστά τον χρόνο που έπρεπε να αφιερώσει για να τελειοποιήσει τις ιδέες που είχε, με αποτέλεσμα να βγάλει ένα απλά καλό αποτέλεσμα στη θέση του τέλειου το οποίο μπορούσε να βγάλει (το έχει αποδείξει στο παρελθόν).

 

 

Το πραγματικό τεστ αυτού του album όμως είναι αν θα το ξαναάκουγε κάποιος ολόκληρο. Θα είμαι ειλικρινής. Δεν θα το άκουγα πάλι ολόκληρο. Θα έβαζα 3-4 highlights να παίξουν και αυτό ήταν. Τα υπόλοιπα θα σκονίζονται στο χρονοντούλαπο. Και είναι κρίμα ο διάδοχος του έξυπνου “Hand.Cannot.Erase.” να είναι ένα album το οποίο ανταμείβει τον ακροατή με στιγμές και όχι κομμάτια.


Βαθμολογία: 62/100

 

Για το Rock Overdose,

Γιάννης Πιτσάκης

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


Comments