Συντάκτης: Γεωργία Λαδοπούλου
To 2003 οι Story Of The Year κυκλοφόρησαν το ντεμπούτο άλμπουμ τους το οποίο γνώρισε μεγάλη επιτυχία, έγινε χρυσό και παραμένει κλασικό. Τέσσερα άλμπουμ με μειωμένη επιτυχία, αρκετές εμπλοκές στο metalcore και σχεδόν είκοσι χρόνια αργότερα, οι Story Of The Year επέστρεψαν με το πρώτο τους δίσκο μετά από έξι χρόνια “Tear Me To Pieces”. Με την emo nostalgia σε άνοδο δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι οι Story Of The Year επέλεξαν αυτήν την περίοδο για να επανέλθουν, με μερικές στιγμές να βασίζονται όμως πάρα πολύ σε αυτό.
Οι Story Of The Year έχουν μεγαλώσει πολύ ως μουσικοί από την κυκλοφορία του Page Avenue, και, σε αντίθεση με το “Page Avenue”, η παραγωγή του “Tear Me To Pieces” είναι σε θέση να συγχωνεύσει τις βαριές και ελαφριές στιγμές του άλμπουμ με τρόπο που το διατηρεί ελκυστικό και ενδιαφέρον. Ο τραγουδιστής Dan Marsala παραμένει ακόμα ικανός τραγουδιστής, συχνά εναλλάσσοντας τα φωνητικά του με ευκολία σε κομμάτια όπως το "Can't Save You". Κυρίως όμως καταστρέφεται από το auto tune και τα εφέ του δίσκου. Ακόμα και οι πιο μικρές “ατυχίες”, καταφέρνουν να είναι αρκετές για να αποσπάσουν την προσοχή και να εκτροχιάσουν από τη συνολική εμπειρία ακρόασης ακόμα και συνολικά. Γενικά το auto tune ακούγεται εξαιρετικά αταίριαστο, γεγονός που έρχεται σε αντίθεση με το ότι είναι γνωστό πόσο καλοί μπορούν να υπάρξουν.
Αν και το “Tear Me To Pieces” θα μπορούσε να έχει αρκετή ακεραιότητα και ακρίβεια για να αποφύγει να πέσει στις πιο κοινές παγίδες που μαστίζουν τους δίσκους του είδους, δηλαδή κακή παραγωγή, μίξη, μουσικότητα κ.λπ., παλεύει να αποφύγει μια παγίδα που έχει σκάψει για τον εαυτό του. Ο δίσκος στερείται κάποιας ξεχωριστής ταυτότητας. Το "Use Me", το οποίο χρησιμεύει ως το "Sidewalks" του άλμπουμ, είναι πολύ οικείο, και αυτό γιατί το κομμάτι περιστρέφεται σε μεγάλο βαθμό γύρω από μια γραμμή πλεύσης που γνέφει σε Get Up Kids. Σε άλλες περιπτώσεις, η μπάντα προσεγγίζει την περιοχή των Blink-182 ή/και άλλων. Λαμβάνοντας υπόψη όλους τους παράγοντες, το “Tear Me To Pieces” κινδυνεύει να βυθιστεί τελείως στην ομοιογένεια και ως εκ τούτου σε ασχετοσύνη.
Σε γενικές γραμμές, δε μιλάμε για έναν απολαυστικό δίσκο. Είναι αρκετές οι στιγμές που θα ακούσουμε κάτι τελείως ξένο ή αχρείαστα μοντερνοποιημένο ή παντενταρισμένο ξεπατίκωμα άλλων παλαιότερων κομματιών που καθιέρωσαν το είδος. Εκεί βασίζεται και η ύπαρξης της μεγάλης παγίδας στην οποία πέφτουν όλοι όσοι πατάνε στη νοσταλγία για να βρεθούν (πάλι) στο προσκήνιο.
Βαθμολογία: 45/100
Για το Rock Overdose,
Γεωργία Λαδοπούλου