THE TEMPLE – “Of Solitude Triumphant”

Συντάκτης: Άγγελος Κατσούρας

 

Δεν το είδε κανείς να έρχεται, ενδεχομένως ούτε οι ίδιοι οι δημιουργοί του. Ο λόγος για το δεύτερο δίσκο των The Temple από τη Θεσσαλονίκη, με τίτλο Of Solitude Triumphant. Οι συμπατριώτες μας doomsters με αργά (και όχι μόνο λόγω του ήχου τους) και σταθερά βήματα, πήραν τον χρόνο που τους επέτρεπαν οι συνθήκες μετά και την καραντίνα, και χτύπησαν στο ψαχνό, αιφνιδιάζοντας άπαντες και προσφέροντας μας το κορυφαίο doom άλμπουμ της χρονιάς. Δεν ξέρω αν και πόσοι περίμεναν ότι σε παγκόσμια κλίμακα ο κορυφαίος δίσκος ενός ολόκληρου είδους θα είχε ως έδρα τη χώρα μας, κι όμως τελικά συνέβη και είναι κάτι το οποίο είτε σαν οπαδούς, είτε σαν φίλους και μη, πρέπει να μας κάνει περήφανους για το επίτευγμα. Αν οι χαρακτηρισμοί διαβάζονται και σε πρώτη φάση φαίνονται ως βαρύγδουποι, τότε ή δεν έχετε ακούσει τον δίσκο, ή αν τον ακούσατε, είστε κουφοί (μπορεί και άμπαλοι, δεν υιοθετώ τον σιχτιρισμό). Κι αυτό γιατί το αποτέλεσμα που ξετυλίγεται στα 50’ του Of Solitude Triumphant δικαιολογεί κάθε παρόντα και μελλοντικό διθύραμβο. Και μόνο από τον τρόπο με τον οποίο μπαίνει η εισαγωγή “Me To Lychno Tou Astrou”, κατανοεί ο οποιοσδήποτε ότι δεν έχουμε να κάνουμε με ένα απλό μουσικό άλμπουμ.

 

Οι The Temple παίρνουν ένα κομμάτι παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, επίσης με έδρα τη χώρα μας, το μνημειώδες Άξιον Εστί, και με απαρχή την αναφορά σε αυτό, όχι απλά εμμέσως πλην σαφώς δηλώνουν περηφάνεια για το ότι είναι Έλληνες, αλλά δοξάζουν και το σύνολο των κομματιών τους, λες και η αύρα του Οδυσσέα Ελύτη και του Μίκη Θεοδωράκη τους οδηγεί από τα υψηλά πατώματα που βρίσκονται πλέον. Η εισαγωγή έχει ηχογραφηθεί με χορωδία παρακαλώ και πάνω στο τελείωμα της, σκάει το μεγάλο κομμάτι του δίσκου. Μεγάλο σαν συναίσθημα αλλά και σαν διάρκεια, καθώς ξεπερνάει το 10λεπτο. Το “The Foundations” είναι ο πολιορκητικός κριός του δίσκους, όχι απλά γιατί σπάει τις άμυνες των ακροατών, αλλά και γιατί δίνει τον τόνο του συνόλου του δίσκου άμεσα και χωρίς πολλά ερωτηματικά για το τι θα ακολουθήσει. Doom metal όπως αρέσκονται και οι ίδιοι να αυτοαποκαλούνται, υμνικό, δοξαστικό, επικό σε συναίσθημα και εκτέλεση, χωρίς stoner αναφορές, χωρίς κάφρικα φωνητικά για να γίνει doom/death, χωρίς Sabbath αναφορές για να μπουν στο σωρό όπως εκατομμύρια άλλοι. Όχι, απλό ορθόδοξο και παλαιάς κοπής doom metal, σε έναν ήχο που ναι μεν η υπέροχα καθαρή παραγωγή αποδίδει δικαιοσύνη, αλλά δεν είναι παράλληλα υπερβολή να πούμε ότι ακούγεται εθιστικά ‘80s.

 

Σημεία αναφοράς σαν αύρα περισσότερο και όχι σαν άμεση επιρροή, καθώς οι The Temple φιλτράρουν τον ήχο τους με άκρως προσωπική έκφραση, είναι η ειλικρινής βαρύτατη θλιμάρα των Isole στα δυο πρώτα (αυστηρά) άλμπουμ τους (“Forevermore”, “Throne Of Void”), η εξυψωτική πνευματική κάθαρση των While Heaven Wept, αλλά και το αμόνι που βαρούσε αντί για όργανα ο Quorthon στην επική περίοδο των Bathory, με “Hammerheart” δύναμη και “Twilight Of The Gods” λύτρωση ως συνοδεία, ειδικά σε μερικά πολύ όμορφα τοποθετημένα «σιδηροδρομικά» κιθαρισιτκά περάσματα, όπως στο “Reborn In Virtue”, το οποίο προσωπικά τοποθετώ πολύ εύκολα στα κομμάτια της χρονιάς, και πιστέψτε με, άκουσα δεκάδες χιλιάδες κομμάτια και φέτος. Κάπου εκεί και μετά το αρχικό σοκ –γιατί για σοκ πρόκειται-, ο δίσκος παίρνει μια ανηφορική τροχιά και δε βρίσκει ταβάνι μέχρι το τέλος του. Ότι κι αν ακούσεις έπειτα, δε σου κάνει έκπληξη, παρά μόνο ηχεί σαν φυσική συνέχεια όσων σε έχουν περιβάλλει σαν συναίσθημα κατά τα δυο πρώτα κομμάτια. O Father Alex σε μπάσο και φωνή, σαλπίζει σαν παιάνας αυτό το πέρασμα από τον Γολγοθά στον οποίο μπορεί να σε ρίξει η ζωή, μέσα όμως από τα εμπόδια, από κακοκαιρίες και απόλυτο σκοτάδι, τελικά επικρατεί η δικαιοσύνη και βλέπεις το φως.

 

Θα ρωτήσει κανείς τώρα «πως μπορείς να δεις το φως, μέσα από ένα είδος το οποίο πολλές φορές προκαλεί αρνητισμό, ψυχοπλάκωμα και γιατί όχι, κατάθλιψη». Η απάντηση είναι πολύ απλή. O τρόπος με τον οποίο δημιουργήθηκε, συνετέθη και τελικά εκτελέστηκε αυτός ο δίσκος, περιείχε απόλυτη αγάπη για ότι πρεσβεύει το είδος. Να είστε βέβαιοι ότι σε καμία άλλη περίπτωση, δε θα μπορούσε να είχε προκύψει ανάλογο αποτέλεσμα αν τα μέλη της μπάντας δε ζούσαν και ανέπνεαν γι’αυτή την μουσική. Είναι άλλο να θες να κάνεις κάτι με τον καλύτερο δυνατό τρόπο κι άλλο τελικά να το επιτυγχάνεις και να είσαι σε θέση να δεις το όνομα σου δίπλα στους ήρωες σου, γιατί αυτό ήδη συμβαίνει με τους The Temple. Σταδιακά λοιπόν, με την εξέλιξη των κομματιών μέσα στο δίσκο βλέπεις ότι η μπάντα τραβάει έναν ανηφορικό δρόμο ο οποίος δεν έχει ταβάνι. Μια άνοδος προς τον προσωπικό Γολγοθά του καθενός η οποία μέσα από εμπόδια κάθε είδους και πόνο ίσως και πιο μεγάλο και αναπάντεχο απ’όσο μπορεί να αντέξει κανείς, οδηγεί τελικά στη δικαίωση και τον θρίαμβο του πνεύματος. Η κλιμάκωση μέχρι το τέλος του δίσκου περνάει ξεχωριστά από κάθε κομμάτι αλλά και από όλα μαζί σαν σύνολο μέχρι τέλους.

 

Δημιουργούνται όμως και πολύ ισχυρά δίδυμα, όπως αυτό των “Profound Loss”/”A White Flame For The Fear Of Death” αρχικά και των “Premonitions Of The Final Hour”/”The Lord Of Light” στο τέλος. Μέχρι να ακούσεις τις καμπάνες να χτυπούν στο τελευταίο κομμάτι, το ταξίδι της ζωής αντικατοπτρίζεται μέσα από τα 6 κομμάτια του δίσκου μετά την εισαγωγή. Γεννιέσαι και μέχρι να πεθάνεις, η ζωή κάθε μέρα είναι ένας αγώνας να απαλλαγείς από ότι σε κατατρέχει, ότι άδικα στερείσαι και ότι αστάθμητο παράγοντα μπορεί να βρεθεί στο δρόμο σου. Κι αν είναι της μοίρας σου να το αντέξεις όλο αυτό μόνος σου, εκεί είναι που πραγματικά η μοναξιά σου θριαμβεύει όπως πραγματεύεται ο τίτλος του δίσκου. Σου γεννάνε τόσα συναισθήματα τα κομμάτια που αρχίζεις και παίρνεις τα πράγματα και στη δική σου ζωή διαφορετικά και τα βλέπεις με άλλο μάτι. Έτσι οι The Temple παρουσιάζουν μπροστά σου μέσα από κομμάτια που στιχουργικά δένονται μεταξύ τους σαν concept μέσα από την απώλεια, την επίπονη συνειδητοποίηση αυτής και το μοναχικό δρόμο που διαβαίνεις, στην τελική κορύφωση του να δεις το φως, εκεί που ακόμα κι αν έρθει η ώρα να κλείσεις τα μάτια τελειωτικά, το πέρασμα στο άγνωστο της απέναντι πλευράς είναι καθαρά λυτρωτικό.

 

Χωρίς πόνο και χωρίς οδύνη, ο δίσκος κλείνει και σε έχει πλημμυρίσει με απόλυτη πληρότητα σαν ακροατή. Σε έχει κάνει να δεις καθαρά πολλά πράγματα που ίσως να θεωρούσες δεδομένα και μέσα από ήχους που δεν προκρίνουν τη χαρά και την χαλάρωση, σηκώνεις τα χέρια ψηλά ως νικητής γιατί σημασία δεν έχει ο προορισμός αλλά το ταξίδι, και το ταξίδι αυτού του δίσκου δεν έχει καν αρχίσει ακόμα και είναι βέβαιο ότι θα στεφθεί με επιτυχία. Δείτε το και λίγο αλλιώς κι ελάτε στη θέση της μπάντας. Να έχεις βγάλει ένα τέτοιο δίσκο και να σου λένε ότι αυτός είναι ο δίσκος που θα έπρεπε να είχαν βγάλει οι Candlemass ας πούμε (που δεν μπορούν εδώ και 10 χρόνια να γράψουν νορμάλ –όχι καλό, νορμάλ- κομμάτι ούτε για να σώσουν τη ζωή τους). Ένας κορυφαίος δίσκος που θα μείνει για πάντα ανεξίτηλο κομμάτι της Ελληνικής σκηνής, ένα doom άλμπουμ που έρχεται να προστεθεί στην Αγία Τριάδα της προηγούμενης τριετίας με τα άλμπουμ των Crypt Sermon (2019), Stygian Crown (2020) και Thronehammer (2021) και σίγουρα ένα από τα πλέον κορυφαία σύνολα του 2022 έστω και στα τελειώματα της χρονιάς. Το Φως το αληθινό σε κυκεώνα δίσκων χωρίς λόγο ύπαρξης και κυκλοφορίας!

 

ΠΡΟCΧΩΜΕΝ!

 

 

 

Βαθμολογία: 93/100

 

 

 

Για το Rock Overdose,

Άγγελος Κατσούρας



 

Comments